Αλέξανδρος Μασσαβέτας: Τα ταξίδια που με οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη

Αλέξανδρος Μασσαβέτας: Τα ταξίδια που με οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη Facebook Twitter
0

άφιξη στο λιμάνι της Ταγγέρης...

Aυτό βέβαια που θα αναρωτιέσαι είναι πώς βρέθηκα στην Πόλη. Γιατί παράτησα την Αθήνα και γιατί ειδικότερα για την Κωνσταντινούπολη; Σήμερα μια τέτοια κίνηση δε μοιάζει πια τόσο παράλογη. Όταν όμως μετακόμισα εδώ, το 2003, το πρόσφατο trend της μετοικεσίας νέων από την Ελλάδα δεν είχε ξεκινήσει. Η Κωνσταντινούπολη, τόσο δίπλα, έμοιαζε τόσο μακρινή, τόσο ξένη, και το να μετακομίσει κανείς εδώ χωρίς να τον φέρνει κάποια επαγγελματική δέσμευση φαινόταν σουρεαλιστικό, τουλάχιστον στους περισσότερους Έλληνες.

Πολλοί τότε αντιμετώπισαν την «απόδρασή» μου αυτή ως άλλη μία από τις πολλές εκκεντρικότητές μου – όπως τα βραζιλιάνικα πορτογαλικά που τα έμαθα φαρσί από τις σαπουνόπερες και το συνήθειό μου να τρώω το μπρόκολο ωμό.  Ήταν όμως πράγματι απόδραση, ήταν φυγή, και αν ναι, από τι ξέφευγα; Για τους γονείς μου, η γνωμάτευση δεδομένη. Για τους στενότερους φίλους μου, ήταν μια «θεαματική» κίνηση που αρκετοί ζήλεψαν. Όσο για μένα, σκέφτηκα πως η μετοικεσία μου μόνο εν μέρει ήταν φυγή – απόδραση από μία καριέρα (νομική) που είχε αρχίσει να μου φαίνεται εφιαλτική και μια «στρωμένη» ζωή που προκαλούσε θανατολάγνα ασφυξία.

Δεν ήταν όμως η βιαστική κίνηση απελπισίας που κάποιοι νόμισαν. Πρώτον, γινόταν βάσει σχεδίου, με πολύ συγκεκριμένο στόχο. Δεύτερον, προετοιμαζόταν μέσα μου για δεκαετίες, όσο και αν ούτε εγώ ούτε οι κοντινότεροί μου άνθρωποι είχαμε συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

Η φυγή λοιπόν. Μία περίεργη δύναμη που σε σπρώχνει, συνεχώς, σε αποδράσεις προς άγρα εμπειριών και γνώσης. Πριν σου μιλήσω για το πώς έφθασα στην Πόλη με ένα ανοιχτό εισιτήριο και μια τεράστια βαλίτσα, πώς κατόρθωσα να παραμείνω και τι με κρατά εδώ, νομίζω πρέπει να σου μιλήσω για τη φυγή.

η Βαρκελώνη είναι μαγική όταν την τυλίγει η ομίχλη...

Αυτό το συναίσθημα της ονειροπόλησης όπου κυριαρχούν οι περιπλανήσεις σε τόπους «ξένους» θυμάμαι να με συνοδεύει από πάντα. Δηλαδή από τότε που θυμάμαι. Σου μιλώ για διαφυγές νοητικές.  Μία έντονη, κάποτε αποπνικτική, παρόρμηση να ταξιδέψω σε μέρη άγνωστα. Δεν ξέρω σε τι οφείλεται αυτή η τάση η τόσο σύμφυτη με μένα – που ακόμη με ακολουθεί. Σίγουρα πάντως δεν υποκύπτω στις σκέψεις διαφυγής μόνο όταν «έχω τις μαύρες μου» ή όταν βαριέμαι (άσε που έχω ξεχάσει πια πώς είναι να βαριέσαι. «Δεν έχω, αγάπη μου, χρόνο να βαρεθώ» έλεγε μια γνωστή μου χρόνια πριν, και νομίζω πως τώρα πια την καταλαβαίνω). Όχι. Τη ζωή μου, στην παρούσα φάση της, δεν τη βαριέμαι. Μου αρέσει κιόλας πολύ.

Αλλά ας πάμε πίσω, και μάλιστα στα παιδικά μου χρόνια. Είμαι μοναχοπαίδι. Μέχρι να γεννηθεί η αδελφή μου, που είναι δεκαπέντε χρόνια μικρότερή μου, ήμουν μοναχοπαίδι και τυπικά. Παρέμεινα όμως στην ουσία μοναχοπαίδι, καθώς με την Αννέτα δε μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι. Αφενός, είχα ένα κόσμο όλον δικό μου. Αφετέρου, ο κόσμος αυτός ήταν πολύ μοναχικός. Έχω παράσει αμέτρητες ώρες μόνος σε κάποιο σπίτι, με την ανάγκη να εφευρίσκω τρόπους αυτοψυχαγωγίας.

Μία από τις αγαπημένες μου ασχολίες στα προσχολικά μου χρόνια και σε εκείνα του δημοτικού λέει πολλά για το τι έμελλε να ακολουθήσει δυο δεκαετίες αργότερα. Με ξετρέλλεναν τα εξής βιβλία: μυθιστορήματα που εκτυλίσσονταν σε χώρες μακρινές, εξιστορήσεις ταξιδιωτών από τις περιπλανήσεις τους και αυτοβιογραφίες προσώπων που έζησαν σε περισσότερες χώρες. Καθόμουν και φαντασίωνα με τις ώρες για τα μέρη που διάβαζα και για τα ταξίδια που θα έκανα εγώ. Από τα χρόνια αυτά έχει μείνει στο μυαλό μου η εικόνα μιας ονειροπόλησης. Περνούσε συχνά μπροστά μου: έβλεπα τον εαυτό μου να κάθεται σε μία σοφίτα, μάλλον στο Παρίσι, χαζεύοντας το βροχερό καιρό έξω και να γράφει. Τώρα, μη μου ζητήσεις να σου εξηγήσω γιατί σοφίτα – τι το εξωτικό και γοητευτικό είχε ένας χώρος σοφίτας στη συνείδησή μου τότε. Θα σου πω μόνο πως βρίσκω το Παρίσι θανατερά βαρετό, μαζί με όλη την υπόλοιπη Βόρεια Ευρώπη, και πως ο βροχερός και εγώ απλά δεν...

Ώρες διαβάσματος λοιπόν και χρόνια προσμονής. Όχι πως δεν ταξίδευα και τακτικά με τους γονείς μου. Ταξιδεύαμε, και μάλιστα οι εκδρομές εκείνες μου άφησαν πολύ έντονες εντυπώσεις. Ζιμπάμπουε πέντε-έξι χρόνια μετά την ανεξαρτησία, Ισπανία, Ουγγαρία επί κομμουνισμού παρακαλώ, Ισραήλ και μέρη λιγότερο εξωτικά και «στα μέτρα μου», όπως Σουηδία. Αλλά διακοπές οικογενειακές, και δεν ήταν αυτό που φαντασίωνα...

Πανόραμα του Τολέδο...

Αρκετά κατατοπιστικά για το τι τελικά φαντασίωνα ήταν όσα με τις ώρες σχεδίαζα πάνω στο μεγάλο χαλί της τραπεζαρίας. Ώρες κάναμε bonding με αυτό το μεγάλο χαλί, όπου κυριαρχούν τόνοι του μπλε και χίλια μύρια χρώματα. Τότε μου φαινόταν μάλιστα υπέροχο, σήμερα – μετά από τόση εξοικείωση με τα χαλιά της Ανατολής – μου μοιάζει λίγο μπαγκατέλα. (Για συναισθηματικούς όμως λόγους δεν ξεστόμισα, γι’ αυτό τουλάχιστον, το μήπως να το πετάγαμε, απειλή που ως Δαμόκλειος Σπάθη κρέμεται πάνω από τόσα άλλα αντικείμενα του νοικοκυριού του σπιτιού όπου μεγάλωσα.) Τέλος πάντων. Έβαζα λοιπόν μουσική – πες με σνομπ και ό,τι θες, αλλά μουσική για μένα τότε ήταν μόνο η όπερα, Ζακυνθινή καταγωγή γαρ – ξάπλωνα στο χαλί και άρχιζα να σχεδιάζω.

Τα σχέδια δεν είχαν τρομερή ποικιλία. Ήταν πάντοτε πόλεις ή χάρτες. Οι πόλεις των σχεδίων αυτών, που έκανα πάντοτε με στιλό, απλώνονταν σε λόφους πάνω στην παραλία. Ήταν όλες μικρές, γεμάτες διώροφα και τριώροφα σπίτια με κεραμοσκεπές σε ρυθμό ιταλικό και μικρές μπαρόκ εκκλησίες. Από τον πυκνό ιστό των κεραμοσκεπών ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί καμπαναριά και κανένας φοίνικας, ενώ πάνω σε έναν τουλάχιστον από τους λόφους ορθώνεται κάστρο. Πολλές φορές βλέπεις στα σχέδια αυτά και μία πλατεία με έναν ανδριάντα στη μέση, ή τείχη να την κυκλώνουν. Καμμιά φορά πρόσθετα στα σπίτια και στοιχεία του τόσο αγαπημένου μου «λαϊκού νεοκλασσικισμού» της Ελλάδας – ακροκέραμα, κιονόκρανα στις γωνίες κάτω από τη στέγη, περίτεχνες πόρτες με κίονες. Από πού είχα εμπνευσθεί την πόλη των σχεδίων μου, που επαναλαμβανόταν σε χίλιες παραλλαγές αλλά πάντοτε με την ίδια ατμόσφαιρα, παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα.

Α, και οι χάρτες! Οι χάρτες λοιπόν που περνούσα ώρες ολόκληρες να ζωγραφίζω ήταν πάντοτε χάρτες χωρών φανταστικών. Σχεδίαζα χώρες και πόλεις και επαρχίες και τους έδινα πάντοτε ονόματα λατινικά. Μυστήριο πράγμα. Είχα πάντως πλήρη γνώση του πόσο παράδοξο ήταν αυτό το χόμπι, γιατί τουλάχιστον τους χάρτες – που συχνά τους  φιλοξενούσαν σελίδες ολόκληρες από τα σχολικά βιβλία μου – τους έκρυβα με επιμέλεια. Μια φορά θυμάμαι ένα παιδί στην τάξη μου των γαλλικών (κάθε Δευτέρα τις βάρβαρες ώρες 5 με 7 το απόγευμα, Τετάρτη πιο πολιτισμένες του μεσημεριού) παρατήρησε τι σχεδίαζα. Βούτηξε το τετράδιό μου στο διάλειμμα και το κράδαινε προς την τάξη – Ρε αυτός ζωγραφίζει χάρτες! Περιττό να σου πω, πήγα να πεθάνω από την ντροπή μου!

Τα εύκολα συμπεράσματα από τα σχέδιά μου είναι πως με συγκινούν οι πόλεις (ωραία και η φύση, αλλά για μικρές, συντομότατες αποδράσεις) που είναι παραλιακές (τι διαστροφή να μένεις μακριά από το νερό) και απλωμένες σε λόφους (όχι, δεν μπορώ να με φανταστώ να μου αρέσει πόλη επίπεδη σαν τηγάνι!). Άλλα, πιο περίπλοκα, συμπεράσματα εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να βγάλω.

Λισαβώνα, η Alfama και η Gracia από το Miradouro de Santa Luzia

Τώρα πια ξέρω πως η πόλη που, απ’ όσες γνώρισα, περισσότερο μοιάζει στις φανταστικές που σχεδίαζα τότε, είναι η Λισαβώνα. Και πως οι πλησιέστερες εμφανισιακά βρίσκονται στη Βραζιλία, χωμένες στα δάση του Minas Gerais ή σε παραλίες του Nordeste, αλλά και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής. Δεν είχα ιδέα ότι οι πόλεις αυτές υπήρχαν όταν ζωγράφιζα τα σχέδια εκείνα. Ούτε έχω ιδέα σήμερα αν ο έρωτάς μου με τη Λισαβώνα (που δεν είχα ακόμα δει φωτογραφίες της) και τα  σχέδια έχουν κάποια σχέση, και αν ναι, τι σχέση είναι αυτή.

Ξέρω μόνο πως σταμάτησα να σχεδιάζω φανταστικούς χάρτες και πέρασα ώρες ατελείωτες πάνω στους πραγματικούς. Και πως μένω σε μια πόλη που καμμία ομοιότητα δεν έχει με τα σχέδια των παιδικών μου ονείρων: ναι, μπορεί η Κωνσταντινούπολη να είναι ζωσμένη με τρεις θάλασσας και να απλώνεται σε αμέτρητους λόφους, αλλά είναι αχανής, δεν είναι γεμάτη με δίπατα και τρίπατα σπίτια, δεν ξεπηδούν μόνο καμπαρανριά από τον ιστό των κεραμπσκεπών της αλλά και μιναρέδες και ουρανοξύστες, και φοίνικα εδώ δε θα δεις ούτε για δείγμα.  Λες κάποια στιγμή να μετοικήσω στη Λισαβώνα ή στη Νότια Αμερική; Και αν αυτό γίνει, τι θα πρέπει να συμπεράνουμε, εγώ και το μεγάλο χαλί, όπου κυριαρχεί το μπλε;

Ouro Preto, Minas Gerais, Βραζιλία

  

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ