ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Μιχάλης Μαλανδράκης, συγγραφέας Facebook Twitter
Η ζωή με έχει μάθει ότι δεν χρειάζεται να προσπαθώ να την καταλάβω. Δεν μπορείς ούτε θα προλάβεις να την καταλάβεις. Πρέπει να τη ζήσεις και όχι να την καταλάβεις. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Μιχάλης Μαλανδράκης: «Άρχισα να γράφω γιατί με διαλύει η καθημερινότητα»

Audio ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ
0

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά. Οι γονείς μου έχουν ταξιδιωτικό γραφείο εδώ και τριάντα χρόνια, από πολύ μικροί δηλαδή, και κάθε χρόνο θυμάμαι να πηγαίνουμε στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Ήθελαν να ταξιδεύουμε, αλλά εγώ πάντα γκρίνιαζα, σε όλες τις φωτογραφίες από τα ταξίδια είμαι στενοχωρημένος, κατσούφης, πάρα πολύ εκνευρισμένος. Δεν ήθελα να φύγω από τη ρουτίνα, έλεγα «πού πάμε τώρα, να κάνουμε τι; Μετά θα γυρίσω στο σχολείο και θα έχω μείνει πίσω».

• Ήμουν ένα παιδί που τα έκανε όλα όπως πρέπει. Είχα μεγάλο άγχος να είμαι όπως πρέπει με τους φίλους μου, καλός μαθητής, να παίζω καλή μπάλα, να έχω ισορροπία σε όλα, το θεωρώ πολύ άσχημο. Με ενοχλεί πάρα πολύ που δεν βρέθηκε ένας καθηγητής στο σχολείο να μας πει «μην προσπαθείτε να είναι όλα τέλεια, δεν πειράζει να μην πάνε όλα καλά», όλοι έκαναν απλώς τη δουλειά τους για μία ώρα κι έφευγαν, δεν μας είπε κανείς «δεν πειράζει, ηρεμήστε», θα μας είχε γλιτώσει από πάρα πολύ κόπο. 

Ο αδελφός μου πρόσφατα, με τις πλημμύρες, μου είπε «ή θα είσαι στον κόσμο σου ή θα είσαι δυστυχισμένος». Ή αναίσθητος ή δυστυχισμένος. Δεν γίνεται και τα δύο, και το πιστεύω. Ο ήρωάς μου με ενδιέφερε γιατί έχει καταλάβει ότι για να ευτυχήσεις πρέπει να μείνεις στην επιφάνεια, είναι μεγάλη ασφάλεια τα ρηχά νερά. Όσο μεγαλώνω συνειδητοποιώ ότι αν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στον κόσμο και ασχολείσαι, δεν αντέχεις, έχεις ένα όριο. 

• Στα Χανιά το περιβάλλον δεν μου έδινε ερεθίσματα, ζούσαμε σε μια μεγάλη μονοκατοικία σε μεγάλη απόσταση από τους γείτονες και θυμάμαι πολύ έντονα τα απογεύματα του χειμώνα να έχουν μια τρομερή σιωπή. Τη μελαγχολία μπορώ να την ακουμπήσω, τη νιώθω πολύ έντονα, και τα Χανιά είχαν αυτό το απότομο ξεφούσκωμα κάθε φορά που άδειαζαν από κόσμο. Θυμάμαι τη Μεγάλη Πέμπτη να χτυπάει η καμπάνα στην εκκλησία δίπλα και να μην υπάρχει τίποτα και κανείς τριγύρω. Έβγαινα στο μπαλκόνι και δεν υπήρχαν παιδιά, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, άκουγα την ησυχία και φρίκαρα. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, αυτή η απότομη σιωπή με τρέλαινε, γι’ αυτό και μου αρέσει τόσο πολύ η Αθήνα, επειδή έχει φασαρία, κίνηση, ερεθίσματα. Στην επαρχία δεν υπάρχουν αυτά, ξέρεις ακριβώς πώς θα πάει η μέρα σου.

Μιχάλης Μαλανδράκης, συγγραφέας Facebook Twitter
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα για έναν νέο συγγραφέα είναι ότι πρέπει να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να τον διαβάσουν οι συνομήλικοί του. Δεν είναι αυτονόητο, ενώ κάποτε ήταν. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω έλεγα «ζαχαροπλάστης». Δεν θυμάμαι γιατί, μου άρεσαν πολύ τα γλυκά, έτρωγα πολλά, θυμάμαι που έμπαινα σε ζαχαροπλαστεία και κοιτούσα τις βιτρίνες, μου άρεσε η αισθητική, τα χρώματα. Δεν είχα άλλο όνειρο. Έπαιζα μπάλα, αλλά δεν θυμάμαι να θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής. Στην εφηβεία άρχισα να βλέπω πολύ σινεμά και τότε έβαλα άλλον στόχο.

• Με την ψυχοθεραπεία που κάνω συνειδητοποίησα ότι έχω περάσει πάρα πολλές ώρες μόνος μου παρότι ο αδερφός μου είναι κοντά στην ηλικία μου και οι γονείς μου ήταν εκεί, αλλά δούλευαν πολύ. Αυτός ήταν και ο λόγος που άρχισα να γράφω. Θυμάμαι ότι έπαιζα μπάλα και μετά την προπόνηση περίμενα πάντα γιατί πατέρας μου δούλευε και αργούσε. Δεν το έκανε επίτηδες, αλλά περίμενα μία και μιάμιση ώρα μέσα στο σκοτάδι, βλέποντας τα αυτοκίνητα. Ένα απόγευμα που είχα τελειώσει την προπόνηση και είχε νυχτώσει, ο κύριος που είχε το κυλικείο στο γήπεδο με πήρε στο καμαράκι του για να μην περιμένω μόνος. Ο άνθρωπος αυτός είχε χάσει τον γιο του έξω από το γήπεδο, και έκτοτε μετακόμισε και έμενε εκεί, εκεί κοιμόταν. Ήμουν δέκα χρονών, έκατσα μαζί του να περιμένω και έβαλε να δει στη μικρή του τηλεόραση ένα θρίλερ. Έβλεπα κι εγώ, χωρίς να θέλω, ανθρώπους με παραμορφωμένα πρόσωπα. Από τότε δεν έχω ξαναδεί θρίλερ. 

• Ξεκίνησα να γράφω ουσιαστικά όταν ήμουν φοιτητής, στη σχολή Σταυράκου, και ασχολιόμουν με το σενάριο. Η Κάλλια Παπαδάκη, που μου έκανε μάθημα, με ρώτησε αν έχω γράψει κάτι και της είπα «έχω κάποια διηγήματα» ‒ τα οποία ήταν βλακείες, αυτοβιογραφικά ή πράγματα που θυμόμουν. Ας πούμε, από τα πρώτα που είχα γράψει και είχα πετάξει ήταν όταν ήμουν στο γυμνάσιο και παίζαμε με τη γιαγιά μου πόκα. Έμενε δίπλα στο Ραντάρ των Αμερικανών, ο παππούς είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια και κάθε απόγευμα, ακριβώς στις έξι, ενώ παίζαμε χαρτιά, έτριζε μια καγκελόπορτα.

• Προφανώς κάποιο σήμα έστελνε το ραντάρ και επηρέαζε την πόρτα, αλλά η γιαγιά μου έλεγε «ο παππούς!». Μου έλεγε «το βλέπεις; Ήρθε ο παππούς» κι εγώ της έλεγα «ναι, γιαγιά, το βλέπω». Τέτοια πράγματα έγραφα, στιγμιότυπα μικρά που κάπως ήθελα να τα διατηρήσω, αλλά τα πρώτα διηγήματα που έγραψα, ανάμεσά τους και το Patriot, τα έστειλα στον εκδότη, πέντε συνολικά. Ήταν όλα με χαρακτήρες προερχόμενους από χαμηλά στρώματα, από τις γειτονιές της Αθήνας, βιοπαλαιστές, με αρκετό ρεαλισμό, πολύ διάλογο, δράση, όλοι από 20 έως 30. Επέλεξε να βγάλει μόνο το Patriot.

• Άρχισα να γράφω γιατί με διαλύει η καθημερινότητα, όσο μεγαλώνω το καταλαβαίνω. Δεν μπορείς να μιλάς μόνο για τους λογαριασμούς και πώς να τους πληρώσεις, δεν θέλω να είμαι μόνο πρακτικός άνθρωπος, έχω μια ανάγκη να είμαι εκτός πραγματικότητας. Θεωρώ ότι αν ζεις μόνο στην πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα θα είσαι λειψός άνθρωπος. Είναι αναγκαίο να μην τα παίρνουμε όλα σοβαρά, κυριολεκτικά, να αφήνουμε ένα περιθώριο να έχουν μια άλλη διάσταση τα πράγματα.

Μιχάλης Μαλανδράκης, συγγραφέας Facebook Twitter
Άρχισα να γράφω γιατί με διαλύει η καθημερινότητα, όσο μεγαλώνω το καταλαβαίνω. Δεν μπορείς να μιλάς μόνο για τους λογαριασμούς και πώς να τους πληρώσεις, δεν θέλω να είμαι μόνο πρακτικός άνθρωπος, έχω μια ανάγκη να είμαι εκτός πραγματικότητας. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Μέχρι πριν από την πανδημία, όταν έβγαινα έξω, ένιωθα άσχημα, έλεγα «γιατί δεν είσαι μέσα να κάνεις αυτό που πραγματικά θες να κάνεις;». Είχα ενοχή ακόμα και στον δίωρο καφέ. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη να επιστρέψω στο σπίτι, να διαβάσω και να γράψω. Μέσα στην καραντίνα κατάλαβα ότι πραγματικά δεν υποφέρεται να είσαι μόνος σου. Έμενα σε ένα σπίτι 25 τ.μ. και ήμουν σε μπουντρούμι, ένιωσα έτσι την ανάγκη να κοινωνικοποιηθώ. Ξαφνικά άρχισα να παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου και να τους μιλάω για ώρες, εγώ που δεν μπορούσα να τους μιλήσω ούτε ένα λεπτό, συγκατοίκησα με τον κολλητό μου. Από τότε δεν μπορώ να μείνω μόνος μου, λέω δεν γίνεται να ξυπνάς και να μην έχεις να πεις μια κουβέντα, να κάνεις ένα αστείο.

• Μακράν το αγαπημένο μου βιβλίο τελευταία είναι το «Όλοι θέλουν να χορεύουν» του Αλμπέρτο Γκαρλίνι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, ένα πραγματικό αριστούργημα και το έχω διαβάσει έξι φορές. Έχει έναν τρομερό λυρισμό, μεγάλη τρυφερότητα και ένταση: είναι η ιστορία τεσσάρων νέων ανθρώπων στην Ιταλία της δεκαετίας του ’80 που μεγαλώνουν μαζί. Θεωρώ ότι ένα βιβλίο πρέπει να πατάει στην πραγματικότητα, αλλά να φεύγει και λίγο, να μην είναι μόνο αυτό. 

• Καλό συγγραφέα σε κάνει το πώς βλέπεις τον κόσμο, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Να τον βλέπεις με συναίσθημα, να νιώθεις, να σε συγκινεί κάτι, ο δρόμος, η φασαρία, τα μπαλκόνια, αυτό δεν μπορεί να σου το διδάξει κανείς. Μπορώ να πω ότι τη ζωή μου άλλαξε μια κοπέλα που γνώρισα και με έμαθε να φεύγω από την πραγματικότητα. Ήμουν πάρα πολύ ορθολογιστής, με ενδιέφεραν η κίνηση στην Αθήνα, η Σταδίου, η Σόλωνος, τα μπαλκόνια, οι άνθρωποι κάτω και απέναντι, και εκείνη την ενδιέφεραν τα αστέρια, το σύμπαν. Θυμάμαι, είχαμε πάει κάπου ψηλά, όπου υπήρχε ένα τηλεσκόπιο, και λέει «ας δούμε» κι εγώ το κατέβασα να δω τους δρόμους. Μου λέει «είσαι χαζός; Εκεί πάνω είναι!», αλλά όντως δεν το ένιωθα τότε, δεν με ενδιέφερε.

• Αυτή με έμαθε να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά, ότι δεν είναι μόνο έτσι, υπάρχει και το αλλιώς, υπάρχει και το πέρα, υπάρχει και το άπειρο. Μου φάνηκε συγκλονιστικό ότι, ενώ έχεις μια πορεία και έναν συγκεκριμένο τρόπο που βλέπεις τον κόσμο, έρχεται κάποιος και σου δίνει μια και στρίβεις και μετά τα βλέπεις όλα αλλιώς, και συναντάς ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από αυτούς που συναντούσες ως τότε.

• Τα βγάζω πέρα επειδή οι γονείς μου πληρώνουν το νοίκι μου, αλλιώς δεν θα μπορούσα. Είναι πολύ αγχωτικό. Ενώ έχω μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, δουλεύω στην ΕΡΤ, στα σίριαλ, πρέπει να προσέχω πολύ τα έξοδά μου ‒ αν δεν είχα βοήθεια απ’ το σπίτι θα ήταν αδύνατο να τα βγάλω πέρα. Νιώθεις άχρηστος, γιατί μπορεί να προσπαθείς όσο μπορείς και με τη δουλειά και με τα βιβλία αλλά από οικονομικής άποψης αυτό δεν αναγνωρίζεται, νιώθεις ότι είσαι λίγο περιττός, ότι κάνεις κάτι το οποίο δεν έχει αντίκρισμα ή σημασία.  

Μιχάλης Μαλανδράκης, συγγραφέας Facebook Twitter
Δεν αντέχω στη σκέψη ότι κάποιος είναι μόνος του εντελώς, χωρίς φίλους, χωρίς ζωή, χωρίς φασαρία. Τους βλέπω και λέω «εγώ έτσι δεν θα γίνω», αλλά μπορεί και να γίνω! Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Το μεγαλύτερο μειονέκτημα για έναν νέο συγγραφέα είναι ότι πρέπει να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να τον διαβάσουν οι συνομήλικοί του. Δεν είναι αυτονόητο, ενώ κάποτε ήταν. Τώρα, για να διαβάσουν οι άνθρωποι που είναι 30 χρονών το βιβλίο ενός 30άρη συγγραφέα πρέπει να καταβάλουν τεράστια προσπάθεια. Θεωρώ ότι τώρα η ενέργεια που δίνεις ως συγγραφέας είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την ενέργεια που παίρνεις, γιατί οι νέοι δεν διαβάζουν. Στις παρουσιάσεις βιβλίων βλέπω ανθρώπους μεγαλύτερους από 50 χρονών και αυτό με στενοχωρεί, γιατί με ενδιαφέρουν και οι άνθρωποι της γενιάς μου και το πώς θα επικοινωνήσω μαζί τους.

• Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι μη μείνω μόνος μου. Στο διαμέρισμα που μένω στο Παγκράτι βλέπω τα απέναντι μπαλκόνια κι έχω προσέξει ότι στον τέταρτο ζει ένας ηλικιωμένος 70 χρονών, ο οποίος είναι συνέχεια μόνος του. Δεν έρχεται κανείς στο σπίτι, είναι συνέχεια ξαπλωμένος. Παίζει πιάνο στο μπαλκόνι και μετά μπαίνει και κάθεται όλο το βράδυ στον καναπέ. Από κάτω είναι ένας 50χρονος μόνος, δεν έχω δει ποτέ κανέναν να μπαίνει στο σπίτι του. Είναι φοβερό, γιατί απέχουν μια γενιά ο ένας από τον άλλον, τους κοιτάζω και σκέφτομαι ότι ο από κάτω δεν ξέρει ότι υπάρχει ο από πάνω και ότι σε μερικά χρόνια θα είναι σαν κι αυτόν. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι κάποιος είναι μόνος του εντελώς, χωρίς φίλους, χωρίς ζωή, χωρίς φασαρία. Τους βλέπω και λέω «εγώ έτσι δεν θα γίνω», αλλά μπορεί και να γίνω!

• Βλέπω τον αριθμό των κοινοποιήσεων και των like που έχουν άνθρωποι που μπαίνεις στο προφίλ τους για να κοροϊδέψεις και με πιάνει απελπισία. Το να βλέπω ότι τα βίντεό τους έχουν εκατοντάδες χιλιάδες like με συνθλίβει γιατί βλέπω ότι ένας τύπος που βγαίνει δέκα λεπτά και λέει συνωμοσιολογίες έχει όχι απλώς πιο μεγάλη αλλά αδιανόητα, συντριπτικά μεγαλύτερη ανταπόκριση από σένα. Οπότε συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω πού πάει η γενιά μου. Είναι τρομερό το πώς έχουμε επιλέξει έναν τόσο δα χώρο και ζούμε μέσα σε αυτόν, στον μικρόκοσμό μας, ενώ υπάρχει απ’ έξω ένα πράγμα που αν το αντιληφθείς, δεν έχεις όρεξη να σηκωθείς από το κρεβάτι.

• Θεωρώ ότι είναι καλό το ότι ζούμε στον τόσο δα μικρό μας κόσμο, κι ας παθαίνουμε κάποια σοκ όταν καταλαβαίνουμε τι κάνουν οι υπόλοιποι. Δεν θέλω να ζω με τους υπόλοιπους γιατί θα πνιγώ. Προτιμώ να ζω με τα στεγανά μου και να σοκάρομαι, παρά να εκτεθώ σε όλο αυτό, γιατί θα με καταπιεί. Για ένα σημαντικό θέμα πολιτικό θεωρώ ότι καλά κάνουν και μιλάνε όλοι, αλλά βλέπω ότι κάποιοι έχουν την ανάγκη να σχολιάσουν την επικαιρότητα έξι φορές τη μέρα, το οποίο, εντάξει, δικαίωμά τους και καλά κάνουν, αλλά εγώ δεν θα ήθελα να το κάνω. Δεν θέλω να αναλώνομαι στο Facebook. Φοβάμαι πάρα πολύ να μιλήσω για κάτι, ρωτάω τον εαυτό μου «το ξέρω αρκετά;».

Βλέπω ότι οι πιο δημοφιλείς Έλληνες συγγραφείς είναι αυτοί που είναι πολύ ενεργοί στα social media. Το θέμα είναι εν τέλει τι έχει σημασία για σένα. Θες να σωπάσεις και να γράψεις, να φτιάξεις κάτι που θα έχει σημασία ή θες να είσαι παρών;

• Βλέπω ότι οι πιο δημοφιλείς Έλληνες συγγραφείς είναι αυτοί που είναι πολύ ενεργοί στα social media. Το θέμα είναι εν τέλει τι έχει σημασία για σένα. Θες να σωπάσεις και να γράψεις κάτι και να φτιάξεις κάτι που θα έχει μια σημασία ή θες να είσαι παρών; Νομίζω ότι κάτι χάνεις αν θες να είσαι συνέχεια παρών, συνέχεια εκεί. Πώς θα εμβαθύνεις, αν δε σωπάσεις λίγο; Έβλεπα μια συνέντευξη του Ελύτη που έλεγε ότι έκανε τέσσερα χρόνια παύση για να γράψει το Άξιον Εστί, τέσσερα χρόνια δεν μιλούσε. Απορώ πώς μπορούν κάποιοι άνθρωποι να γράφουν όλη μέρα στο Facebook και ταυτόχρονα γράφουν και βιβλία. 

• Μου αρέσει πάρα πολύ τελευταία να μπαίνω αργά το βράδυ στο YouTube και να ακούω συνεντεύξεις ώρες ολόκληρες, από συγγραφείς, εκδότες, μουσικούς. Και συνειδητοποιώ ότι οι αγαπημένες μου συνεντεύξεις είναι των λαϊκών τραγουδιστών. Γενικά, μου αρέσει το λαϊκό τραγούδι πάρα πολύ, γιατί φαίνεται ότι όλα είναι πιο απλά και πιο όμορφα. Άκουγα π.χ. μια συνέντευξη του Πασχάλη Τερζή, που δεν τον ακούω καν, και ήταν φοβερό με πόση ταπεινότητα μιλούσε και πόσο συναίσθημα, με πόση προσοχή και ησυχία μέσα του. Δεν μου αρέσουν οι συνεντεύξεις ανθρώπων που μιλάνε με φασαρία, ένταση και θυμό. Το άλλο με ηρεμεί. Δηλαδή με ηρεμεί πάρα πολύ να ακούω συνεντεύξεις ανθρώπων ήσυχων και τακτοποιημένων, ικανοποιημένων από τη ζωή τους, γιατί μου δείχνει πού θέλω να πάω, θέλω να φτάσω κι εγώ εκεί, σε κάποια χρόνια να μπορώ να μιλάω ήρεμα και ικανοποιημένα για μένα.

• Μου αρέσουν και «χαζά» πράγματα, να πηγαίνω δηλαδή στο γήπεδο. Είμαι Παναθηναϊκός, με διαρκείας. Θεωρώ ότι έχει φοβερό ενδιαφέρον καταρχάς το ότι πηγαίνεις εκεί και η ενέργεια που έχει το γήπεδο, η ορμή που δημιουργείται όταν είσαι με τόσους ανθρώπους. Αυτό το μαζικό, την ενέργεια, την ένταση και το «όλοι μαζί να σπρώξουμε και να φωνάξουμε», αν το παρατηρήσεις προφανώς είναι και φανατισμός αλλά είναι και ανάγκη, είναι κάτι συναρπαστικό που δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού.

• Με ενοχλεί πολύ η αλαζονεία. Δηλαδή το βλέπω και από φίλους μου αυτό το «δες τι έκανα εγώ, τι κατάφερα εγώ», αυτήν την τεράστια ανάγκη που έχουμε να πούμε, να πείσουμε τον άλλο ότι εμείς είμαστε καλοί σε κάτι ή ότι ξέρουμε κάτι καλύτερα. Βλέπω ακόμα και σε λεζάντες στο Instagram την προσπάθεια να δείξουν στον άλλο ότι «ξέρεις, αξίζω». Προσπαθούμε να το κάνουμε από ένα post και από μια φωνή που θα βγάλουμε, που αναγκαστικά είναι τόσο ηχηρή και τόσο παράλογα δυνατή που μοιάζει με στριγκλιά. Δεν μπορείς να τον πείσεις τον άλλον έτσι. Απαιτείς να σε συμπαθούν οι άλλοι και να σε θαυμάζουν, αλλά αυτό δεν γίνεται φωνάζοντας. Γίνεται ήσυχα, σιγά-σιγά, σταδιακά, ομαλά, με δουλειά, με σιωπή.

• Δεν μου αρέσει αυτό που λένε «όλα πεθαίνουν, όλα είναι χάλια, όλα είναι δύσκολα». Είναι υπερβολικό. Δεν είμαστε ακριβώς παραιτημένοι και άμοιροι. Το «όλα είναι δύσκολα» δεν μου αρέσει να το ακούω πια, δηλαδή, εντάξει, έτσι είναι, αλλά το να παραδέχεσαι την απελπισία δεν είναι συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Δεν αρκεί αυτό, θεωρώ.

• Ελπίδα μού δίνει η δυνατότητα να φύγω, ότι μπορώ να πάω και κάπου αλλού. Θα ήθελα πολύ να φύγω από την Ελλάδα, εάν βρω τον τρόπο και τον χρόνο, και εάν βρω και τι να κάνω. Το να αφήνω το παράθυρο ανοιχτό με βοηθάει πάρα πολύ. Το να ξέρω ότι υπάρχει κάτι άλλο, το άγνωστο. Το ότι υπάρχει κάτι ακόμα που δεν το έχω δει.

cover
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Στο νέο μου μυθιστόρημα η πλοκή έχει να κάνει με έναν ρεπόρτερ ο οποίος πηγαίνει στο Σεράγεβο τη δεκαετία του ’90, με την πολιορκία, ως πολεμικός ανταποκριτής ιδιωτικού καναλιού. Ζει 3-4 χειμώνες εκεί και βλέπει από κοντά τη φρικαλεότητα του πολέμου, όλα εξαθλιώνονται και γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Μια μέρα βομβαρδίζεται μια υπαίθρια αγορά, οι νεκροί είναι πάρα πολλοί, και τότε αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα. Για έξι μήνες δεν κάνει τίποτα και μετά αποφασίζει να περάσει στην ψυχαγωγία, να παρουσιάσει ένα τηλεπαιχνίδι, και μετά ένα ακόμα πιο φτηνό τηλεπαιχνίδι και μετά ένα ακόμα πιο φτηνό… Με ενδιέφερε πολύ πώς ένας άνθρωπος επιλέγει να ζει επιφανειακά όχι από άγνοια αλλά από επιλογή. Τη μεγάλη φρίκη δεν μπορείς να τη μεταβολίσεις. Δεν μπορείς να την αντέξεις.

• Το βλέπεις και τώρα, διαβάζαμε μήνες για τη ρωσική εισβολή και σήμερα δεν ενδιαφέρεται κανείς, ενώ υπάρχει ακόμα, συνεχίζεται, απλώς δεν αντέχεις, δεν έχεις να δώσεις κι άλλο. Ο αδελφός μου πρόσφατα, με τις πλημμύρες, μου είπε «ή θα είσαι στον κόσμο σου ή θα είσαι δυστυχισμένος». Ή αναίσθητος ή δυστυχισμένος. Δεν γίνεται και τα δύο, και το πιστεύω. Ο ήρωάς μου με ενδιάφερε γιατί έχει καταλάβει ότι για να ευτυχήσεις πρέπει να μείνεις στην επιφάνεια, είναι μεγάλη ασφάλεια τα ρηχά νερά. Όσο μεγαλώνω συνειδητοποιώ ότι αν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στον κόσμο και ασχολείσαι, δεν αντέχεις, έχεις ένα όριο. 

• Η ζωή με έχει μάθει ότι δεν χρειάζεται να προσπαθώ να την καταλάβω. Δεν μπορείς ούτε θα προλάβεις να την καταλάβεις. Πρέπει να τη ζήσεις και όχι να την καταλάβεις.

Το νέο βιβλίο του Μιχάλη Μαλανδράκη «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πόλις. Το θεατρικό έργο «Όνειρα γλυκά» που έχει γράψει θα ανέβει τον Μάρτιο στο θέατρο Τόπος, σε σκηνοθεσία του Μάξιμου Μουμούρη.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΣΑΒΒΑΤΟ Οι Έλληνες δεν γερνούν ποτέ

Βιβλίο / Οι Έλληνες δεν γερνούν ποτέ

Η Βερονίκ Μπουτόν-Μιγιό εξερευνά την τρίτη ηλικία στην ελληνική αρχαιότητα, ο Μιχάλης Αλμπάτης ενσωματώνει αριστουργηματικά το σεξ στο «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» και η Ζέιντι Σμιθ ανατρέχει στο παρελθόν για να εξετάσει τον λαϊκισμό.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ