ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Eκτιμώ την ομορφιά της ζωής από την οπτική του ζωγράφου και αντιλαμβάνομαι τις αισθήσεις μέσα από την οπτική κάποιου που αισθάνεται βαθιά μέσα από το άγγιγμα. Έτσι συνδέομαι εγώ με τη ζωή. Φωτ.: Julian Mommert

Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Αυτή θα είναι η τελευταία μου φορά στη σκηνή»

0

Γεννημένος στην Αθήνα το 1964, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ένας πρωτοπόρος καλλιτέχνης-χορογράφος, σκηνοθέτης και visual artist, οι καινοτόμες συνεισφορές του οποίου στον χορό, το θέατρο και τις παραστατικές τέχνες έχουν πλέον διεθνή αναγνώριση. Τα έργα του παρουσιάζονται στα σημαντικότερα φεστιβάλ και θέατρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Η τελευταία του δουλειά, το INK, που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε διεθνή περιοδεία, έχει γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από κριτικούς και κοινό. Το 2024, το ΙΝΚ θα παίζεται στο Sadler’s Wells στο Λονδίνο από τις 28 Φεβρουαρίου μέχρι τις 2 Μαρτίου και, πριν καταλήξει στο Παρίσι, στο Théâtre de la Ville (13-15 Μαΐου), θα κάνει μια στάση στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου θα παιχτεί από τις 22 έως τις 26 Απριλίου. Η προπώληση έχει ξεκινήσει ήδη.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το τελευταίο του βιβλίο Greek Weird Wave: A cinema of biopolitics κυκλοφορεί από το Edinburgh University Press, ενώ στα ελληνικά κυκλοφορούν τα Σαν κ’ εμένα καμωμένοι και Κάτι τρέχει με την οικογένεια (εκδ. Πατάκη).

Μίλαγα από την αρχή για την αγριότητα, τη μοναχικότητα, το αδύνατο του επιτεύγματος και το ταξίδι που οδηγεί στη δημιουργική σπίθα. Φυσικά, αυτό απαιτεί ένα κοινό επίσης ανοιχτό στο να κοιτάξει στον δικό του εσωτερικό καθρέφτη.

Γνώριμοι από παλιά, οι δυο τους συναντήθηκαν για να μιλήσουν για τη διαδρομή του Δημήτρη Παπαϊωάννου και το πορτφόλιο που δημιούργησε για το περιοδικό «Dust» με αφορμή την τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή με το ΙΝΚ. Ξανακοιτώντας τέσσερις δεκαετίες παραστάσεων, ο Παπαϊωάννου έκανε μια γενναία βουτιά στο αρχείο του και αναζήτησε εικόνες του ίδιου επί σκηνής, τις οποίες έφερε σε διάλογο με καρέ από κόμικς, σχέδια και αφίσες. Το αφιέρωμα αυτό αναδημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα η LiFO. Για τις ανάγκες της αναδημοσίευσης, ο Παπαϊωάννου επεξεργάστηκε το οπτικό υλικό, προσθέτοντας επιπλέον αδημοσίευτες εικόνες.

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
ΙΝΚ (2020). Φωτογραφία από τις πρόβες, του Julian Mommert.
ΙΝΚ (2020). Φωτογραφία από τις πρόβες, του Julian Mommert.

Σάββατο, 4 Νοεμβρίου. Στο σπίτι του στο Παγκράτι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ετοιμάζεται για το καινούργιο σκέλος της περιοδείας του ΙΝΚ. Πετάει αύριο για Χονγκ Κονγκ. Μου προσφέρει τσάι όσο κοιτάζω τη μοναδική του θέα προς την Ακρόπολη – σ’ ένα διαμέρισμα που, γελώντας, μου θυμίζει ότι κατάφερε να αγοράσει μόνο μετά τη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της Μήδειας 2. Χαρτιά είναι διασκορπισμένα παντού στο σαλόνι, που είναι ταυτόχρονα και ο βασικός του χώρος εργασίας. Σημειώσεις, σχέδια, κούτες με παλιά έργα ζωγραφικής – μερικά μισοκατεστραμμένα από την υγρασία. Τα έχει απλώσει για να οργανώσει τις συνθέσεις που θα δημοσιευτούν στο «Dust», ταιριάζοντας παλιά σκίτσα με φωτογραφίες του από παραστάσεις τεσσάρων δεκαετιών. Τον έχω ξαναδεί έτσι, να αναδιφά το αρχείο του με συναισθηματική ένταση, φτιάχνοντας συνδέσεις, εμμονικά συνδυάζοντας λεπτομέρειες και αναφορές, δείχνοντάς μου πώς επιστρέφουν οι εικόνες, πώς επανέρχονται οι σκηνές, πώς, στην επιστροφή τους αυτή, αφηγούνται μια ιστορία. «Ξεκινάω από τις εικόνες», μου λέει. «Είναι κουτιά οι εικόνες που έχουν μέσα τους ζωή… κοίταξε πώς αναδύονται, όσο τις κοιτάς, τα σώματα, πώς φαίνονται οι ρυθμοί». 

Για τον Δημήτρη Παπαϊωάννου δεν έχω πολλά να πω. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, μικρό γκεάκι στην Αθήνα, έπιασα τυχαία στα χέρια μου τα κόμικς του. Μιλούσαν για επιθυμία, για θάνατο, για AIDS, για φίλους που φεύγουν και φίλους που μένουν. Αλλά και για το αποπνικτικό συναίσθημα του να μεγαλώνεις στην ελληνική οικογένεια, για την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται ώστε να σταθείς απέναντί της και να υψώσεις φωνή. Νόμιζα ότι μου απευθύνονταν, ότι μου έστελναν ένα μήνυμα επιβίωσης εντελώς προσωπικό όσο και εντελώς αναγκαίο. Έκτοτε, δεν έχασα καμιά από τις δουλειές του.

Με συγκινούν βαθιά, όλα αυτά τα χρόνια, οι παραστάσεις και τα εικαστικά έργα του Παπαϊωάννου. Άλλοτε, επίσης, με ενοχλούν. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι μπουχτισμένος από τον ιδεαλισμό, τον αισθητισμό, τον φορμαλισμό του. Κι έπειτα με βλέπω να επιστρέφω, να μαγεύομαι από την αρχή, να κάνουν οι εικόνες του κατάληψη στο μυαλό μου, ξανά και ξανά. Η παγκόσμια φήμη του τα τελευταία χρόνια –οι sold-out παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, η διεθνής αναγνωρισιμότητα, τα αφιερώματα στα μεγάλα διεθνή μίντια– μου θυμίζει ότι τα στρώματα της συλλογικής αυτοβιογραφίας που επιμένω να βρίσκω στη δουλειά του ίσως πλέον να φαντάζουν πολύ προσωπικά, πολύ στενά, πολύ χρονοτοπικά προσδιορισμένα. Καθώς τον παρατηρώ να ξεφυλλίζει τα χαρτιά του αρχείου του με τέτοια ένταση –ήσουν εκεί τότε, σωστά;– σκέφτομαι ότι μάλλον καλά κάνω και επιμένω.

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Από αριστερά και δεξιόστροφα: ΣΑΠΦΩ (1992). Πυρπολώντας την Αθήνα για έμπνευση. Φωτιά η Σταυρούλα Σιάμου. Screenshots από την κινηματογράφηση του Δημήτρη Βερνίκου. Τέσσερις σελίδες από το κόμικς ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΝ (1990). Τέμπερα, γραφίτης, ινδικό μελάνι και παστέλ σε χαρτί. Ακρυλικό σε διαφάνεια. ΣΑΠΦΩ (1992). Screenshots από την κινηματογράφηση του Δημήτρη Βερνίκου.Κόμικς ΑΝΑΦΗ (1987). Ακρυλικό σε διαφάνεια, δημιουργημένο για το δεύτερο τεύχος του «Κοντροσόλ στο Χάος», του queer/αναρχικού φανζίν του οποίου ο Δημήτρης ήταν συνεκδότης. Σχέδιο με κάρβουνο για το όνειρο της γοργόνας στη ΣΑΠΦΩ (1991). ΣΑΠΦΩ (1992). Screenshots από την κινηματογράφηση του Δημήτρη Βερνίκου. Σχέδια για το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ RICHARD STRAUSS (1990). Γραφίτης σε χαρτί. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ RICHARD STRAUSS (1990). Φωτογραφία του Αλέξη Μπίστικα. Σχέδια για το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ RICHARD STRAUSS (1990). Γραφίτης σε χαρτί. Aυτοπροσωπογραφία (1995). Παστέλ σε χαρτί. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2001). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου.

—  Δ. Παπανικολάου: Έχεις σκεφτεί ποτέ να φύγεις από την Ελλάδα και να εγκατασταθείς με την ομάδα σου κάπου αλλού; Εννοώ, έχεις αποκτήσει μια διεθνή αναγνώριση που θα σου επέτρεπε να κάνεις κάτι τέτοιο. 
Δ. Παπαϊωάννου: Τι να πω! Να μετακομίσω σε άλλη χώρα, όχι… Σε ένα ελληνικό νησί, ας πούμε, ναι, θα μπορούσα. Αν και, προφανώς, ποτέ μη λες ποτέ. Καταλαβαίνω όμως τι εννοείς. Ναι, η ταυτότητά μου ως Αθηναίου και ως Έλληνα έχει φτιαχτεί από κομμάτια τυχαίας εμπειρίας που όμως είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τον τόπο. Ξανακοιτώντας το έργο μου, τα σκίτσα, τα κόμικς μου ή τα πρώτα χρόνια στην Ομάδα Εδάφους, όπου έκανα τις πρώτες μου παραστάσεις, συνειδητοποιώ ότι η ταυτότητα του Αθηναίου και του Έλληνα είναι πάντα παρούσα. Έγινε εντονότερο αυτό όταν, στην ηλικία των 50, με ανακάλυψε η διεθνής σκηνή και άρχισα να ταξιδεύω. Η ελληνικότητά μου έγινε ακόμα πιο ανάγλυφη έξω από την Ελλάδα, και άρχισα να αλληλεπιδρώ με άλλες κουλτούρες και άλλο κοινό. 

— Είσαι το αγαπημένο παιδί της διεθνούς σκηνής χορού, αλλά πήρε πολύ χρόνο μέχρι να συμβεί αυτό. Γιατί πιστεύεις ότι καθυστέρησε τόσο;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που ίσως είναι περισσότερο πρακτικοί παρά καλλιτεχνικοί. Δεν είχα δουλέψει ποτέ με μάνατζερ και δεν είχα site στο ίντερνετ μέχρι τα 49 μου. Αρκετά πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα εκείνη την περίοδο. Πρώτα, άρχισα να πειραματίζομαι μοντάροντας τις παλιές δουλειές μου, καθώς έμπαινα στον κόσμο των social media, και έμαθα πώς να τις επεξεργάζομαι τεχνικά. Δημιούργησα μερικές ταινίες μικρού μήκους από παραστάσεις και τις πόσταρα στο ίντερνετ. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, άρχισαν να τραβούν την προσοχή ενός διεθνούς κοινού που ενδιαφέρεται για τις παραστατικές τέχνες και τις βρίσκει συναρπαστικές. Δεν ήξερα πολλά για όλα αυτά εκείνη την εποχή. Και τότε, η οικονομική κρίση χτύπησε την Αθήνα. Γίναμε αίφνης πολύ ελκυστικοί στα μάτια των ξένων curators. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος ή μια κρίση, οι διεθνείς επιμελητές γοητεύονται και προσπαθούν να βρουν καλλιτέχνες να αναδείξουν στις εκθέσεις τους ως μια χειρονομία κοινωνικής ευαισθησίας, κάτι το οποίο είναι και ενδιαφέρον, είναι όμως και παράξενο. Έτσι, όταν τσέκαραν να δουν εάν κάτι ενδιαφέρον συνέβαινε στην Αθήνα, έβλεπαν έναν τύπο που όλα αυτά τα χρόνια έκανε δουλειά. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, στο Παρίσι, με την Claire Verlet από το Théâtre de la Ville να παρουσιάζει τη δουλειά μου. Από τη στιγμή που με συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά της όλα έγιναν αστραπιαία και με έναν απρόσμενο τρόπο. 

Ένας τρίτος παράγοντας είναι η γνωριμία μου με τον Julian Mommert, αυτόν τον καταπληκτικό νέο που ήταν βοηθός του Μπομπ Γουίλσον όταν τον γνώρισα. Αργότερα ήρθε μαζί μου ως συνεργάτης σε μια μικρή περιοδεία που σχεδίαζα. Εξελίχθηκε σε ιδανικό συνεργάτη που μου επέτρεψε να αισθανθώ ασφάλεια και να σχεδιάσω πιο μεγάλες και πιο απαιτητικές περιοδείες. Η Τίνα Παπανικολάου, παραγωγός μου και βράχος συνεργασίας που αντεπεξήλθε σε όλες τις προκλήσεις που είχαμε αντιμετωπίσει ως τότε (με κορυφαία πίστα την Τελετή Έναρξης στους Ολυμπιακούς), σαν έτοιμη από καιρό οργάνωσε τις παγκόσμιες περιοδείες υποδειγματικά. Δεν χρειάστηκε το παραμικρό – ήμασταν έτοιμοι. Έτσι, η Claire Verlet, ο Julian, η Τίνα και ο ξαφνικός ενθουσιασμός που γεννήθηκε από τα αποσπάσματα της δουλειάς μου που πόσταρα στο ίντερνετ, όλα συνέβαλαν στην κάπως καθυστερημένη διεθνή επιτυχία μου.

— Την τελευταία δεκαετία, και ίσως χάρη σε έναν συνδυασμό λόγων παρόμοιων με αυτούς που μόλις περιέγραψες, η Ελλάδα έχει εισχωρήσει σε μια διεθνή πολιτιστική αγορά με τρόπους που είχαμε χρόνια να δούμε.
Λιγότερο ίσως στη λογοτεχνία, αλλά σίγουρα στο σινεμά και στις παραστατικές τέχνες. Συμφωνώ. Για παράδειγμα, υπάρχει η περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου που είναι καλός φίλος και ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω πάρα πολύ. Στο χοροθέατρο υπάρχει το παράδειγμά μου, που ακολουθείται από τον Χρήστο Παπαδόπουλο και τον εξαιρετικό Ευριπίδη Λασκαρίδη – και οι δύο φίλοι και πρώην ερμηνευτές μου. Και τώρα έχουμε τον νεαρό Μάριο Μπανούσι, τις αυτοβιογραφικές παραστάσεις του οποίου πρόσφατα ύμνησε η διεθνής κριτική. Είναι λες και μια πόρτα χρειαζόταν να ανοιχτεί. Μερικοί καλλιτέχνες έπρεπε να καταξιωθούν ως νέες φωνές ώστε η ελληνική σκηνή να αποκτήσει δυναμική συνολικά. Η ίδια η χώρα δεν έχει κάνει τίποτα για να μας προωθήσει, αλλά κι αυτό σιγά σιγά αρχίζει να αλλάζει.

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Από αριστερά και δεξιόστροφα: Σχέδιο για το αρχικό πρόγραμμα της ΜΗΔΕΙΑΣ (1993). Τέμπερα σε χαρτί. Ιάσονας στη ΜΗΔΕΙΑ (1993). Screenshots από την κινηματογράφηση του Δημήτρη Βερνίκου. ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ (1997). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου. Μίνα η Αγγελική Στελλάτου. Σχέδια για τη Μίνα του ΔΡΑΚΟΥΛΑ (1997). Παστέλ και ακρυλικό σε διαφάνεια (αριστερά) και παστέλ σε χαρτί (δεξιά). Σόλο για δυο αρσενικές πρίζες. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2001). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου. Το σόλο της νεκρής Μέριλιν. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2001). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου.

—  Όχι ότι αυτή η ξαφνική στροφή της διεθνούς ματιάς πάνω μας δεν έχει τα μειονεκτήματά της, φυσικά. Οι  Έλληνες συγγραφείς αισθάνονται άβολα με τους όρους «λογοτεχνία της κρίσης» ή «ποίηση της λιτότητας», οι διανοούμενοι θυμώνουν με τον όρο «αριστερή μελαγχολία» και οι σκηνοθέτες του σινεμά και της τηλεόρασης αρνούνται επίμονα την ετικέτα Greek Weird Wave, όσο κι αν αυτός είναι ο όρος που τους έδωσε πρόσβαση σε διεθνή φεστιβάλ και παραγωγές. Σε θυμάμαι να δίνεις μια συνέντευξη σε έναν ευρωπαϊκό τηλεοπτικό σταθμό κάποτε και να ενοχλείσαι που, ξεκινώντας, ο δημοσιογράφος θέλησε να σου βάλει κι εσένα μια ταμπέλα, ρωτώντας εάν ήσουν ο Έλληνας Ντεκουφλέ…
Ο Φιλίπ Ντεκουφλέ ήταν ο χορογράφος που είχε κάνει τη Χειμερινή Ολυμπιάδα της Άλμπερτβιλ το 1992, έτσι ο δημοσιογράφος υπέθεσε ότι έκανε συνέντευξη με έναν αντίστοιχο σταρ από τους καλοκαιρινούς Ολυμπιακούς και όχι με έναν πολυσύνθετο δημιουργό. Οι άνθρωποι στο εξωτερικό δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την περίπτωσή μου. Απ’ τη μια πλευρά μπορούσες να με δεις σε σχέση με τις ολυμπιακές τελετές, οι οποίες συχνά θεωρούνται, δικαίως, mainstream, κακόγουστες και εμπορικές, ασχέτως της ποιότητας των δικών μου δημιουργιών σε εκείνο το πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, μπορούσες να προσέξεις την πορεία μου στο underground και την αβανγκάρντ περφόρμανς, κάτι που επίσης ισχύει στη δική μου περίπτωση. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να αποδεχτούν και τις δύο αυτές πλευρές και μια εύκολη διέξοδος είναι να σκέφτονται ότι σχετίζεσαι είτε με τη μία είτε με την άλλη. Υπάρχει μια συναρπαστική ιστορία από τότε που ετοιμαζόμουν να εμφανιστώ στο Théâtre de la Ville για πρώτη φορά. Τελείωνα μόλις την Τελετή Έναρξης για τους πρώτους Ευρωπαϊκούς Αγώνες στο Μπακού (2015) και μου ζητήθηκε να αποφεύγω να αναφέρομαι σε αυτή σε συνεντεύξεις, επειδή ίσως θα μας έφερνε σε αμηχανία. Φυσικά, μόλις δημοσίευσα το director’s cut του σόου το έστειλαν παντού για να το παρακολουθήσουν οι curators. 

— Αμηχανία επειδή το έβλεπαν ως ένα πολύ εμπορικό, υπερβολικά μεγάλης κλίμακας σόου για την τηλεόραση ή επειδή το χρηματοδότησε η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν;
Νομίζω και για τους δύο λόγους. Πρώτον, ένα event για αθλητική διοργάνωση ποτέ δεν θεωρείται ως μια δουλειά άξια του ονόματος ενός σοβαρού καλλιτέχνη. Και δεύτερον, είναι το αμφιλεγόμενο ζήτημα του να έχεις τους πρώτους Ευρωπαϊκούς Αγώνες που έχουν γίνει σε μια χώρα όπως το Αζερμπαϊτζάν, που έχει επικριθεί για τις πολιτικές του στον τομέα του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

— Γιατί το έκανες, τότε;
Το έκανα μόνο για τα λεφτά. Ναι, φυσικά, αυτός είναι ο λόγος που το έκανα. Και τις τελετές της Ολυμπιάδας της Αθήνας το 2004 για τα λεφτά τις έκανα. Σίγουρα, η πρόκληση του να δημιουργήσεις κάτι αυτού του μεγέθους είναι τεράστια και μπορεί να είναι φιλοδοξία κάθε καλλιτέχνη να την αναλάβει. Το έκανα επίσης με τεράστια αγάπη προς την ιστορία της πατρίδας μου, αλλά δεν το έκανα από αγάπη. Το έκανα για τα λεφτά με τη μεγαλύτερη στοργή που θα μπορούσα να έχω για την ιστορία της πατρίδας μου, η οποία είναι μεγαλειώδης, όπως την ανακάλυψα ψάχνοντας τον εαυτό μου. Δεν με βλέπω ως απόγονο των αρχαίων Ελλήνων, είναι γελοίο άλλωστε. Ωστόσο, τα κατορθώματα της αρχαιότητας κατέχουν ένα σημαντικό μέρος στην καρδιά μου, όπως και η φύση, το φως και οι αναλογίες της χώρας στην οποία γεννήθηκα. 

— Εδώ έγκειται η ειρωνεία: μολονότι και οι δύο τελετές, Έναρξης και Λήξης, των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, έτυχαν πολύ καλής υποδοχής, και ειδικά στην Τελετή Έναρξης έδειξες στο διεθνές κοινό αυτό που ήθελε να δει, με τις αναφορές στην κλασική και στην προκλασική αρχαιότητα, η καριέρα σου δεν απογειώθηκε αμέσως μετά από αυτό.  
Φυσικό δεν είναι; Μπορείς να ονομάσεις έστω και έναν καλλιτεχνικό διευθυντή Ολυμπιάδας; Οι τελετές έναρξης της Αθήνας και του Μπακού επέδρασαν στη ζωή μου με πολλούς τρόπους. Το οικονομικό όφελος μου επέτρεψε  να συντηρήσω την ομάδα μου στις πρώτες μου διεθνείς περιοδείες, αναδεικνύοντας έργα όπως το Still Life και Ο μεγάλος δαμαστής. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιοδείας δεν έλαβα καμία προσωπική αμοιβή, αντιθέτως έπρεπε να τη στηρίξω οικονομικά, και τα λεφτά ήρθαν από το Μπακού. Δεν θα ήμουν εδώ που είμαι σήμερα και το «Dust» δεν θα με είχε καν ακουστά εάν δεν είχα εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους να στηρίξω την ανεξάρτητη ομάδα μου στα πρώτα της βήματα σε μια παγκόσμια σκηνή. Όσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, μου παρείχαν επιτυχία παρά το αρκετά υψηλό ρίσκο της καταστροφής, αν αποτύγχανα. Επιπλέον, μου έδωσαν την ελευθερία να μη δουλεύω για λίγα χρόνια, επιτρέποντάς μου να κερδίσω απόσταση από την πιο πρόσφατη δουλειά μου. Όταν επέστρεψα στις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις και κοίταξα πίσω, κατάλαβα ότι δεν μου άρεσε τόσο πολύ αυτό που είχα φτάσει να κάνω. Έτσι, βαθμιαία ξανασυνδέθηκα με τις βαθύτερες καλλιτεχνικές μου ρίζες και την πηγή της δημιουργικότητάς μου. Αυτή η μεταμόρφωση πήρε μερικά χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς, αλλά νομίζω ότι άλλαξε την τέχνη μου προς το καλύτερο. Μου έδωσε σιγουριά και επέτρεψε σε παραγωγούς να επενδύσουν σε μένα, μου έδωσε όλα όσα χρειαζόμουν για να ακολουθήσω τα επόμενα βήματά μου. Μέχρι που ήρθε η κρίση.

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Από αριστερά και δεξιόστροφα: Αφίσα για το ΔΩΜΑΤΙΟ Ι (1988). Μελάνι και ακρυλικό σε διαφάνεια. ΔΩΜΑΤΙΟ Ι (1998). Φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά. Flyer για το ΔΩΜΑΤΙΟ Ι (1988). Μελάνι και ακρυλικό σε διαφάνεια. ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ (2013). Σύνθεση από φωτογραφίες του Μίλτου Αθανασίου. Γυμνό σώμα ο Μιχάλης Θεοφάνους. Σελίδα από το κόμικς ΚΑΛΥΜΝΟΣ (1988), ακρυλικό σε διαφάνεια. ΤΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ (1987). Φωτογραφία του Αλέξη Μπίστικα. Artwork στη σκηνή του Ζάφου Ξαγοράρη.

— Είναι ενδιαφέρον πώς πλέον μιλάμε για την Κρίση –με κεφαλαίο Κ– σαν να είναι ιστορική περίοδος. Ελπίζοντας ότι αυτή η εποχή κοινωνικο-οικονομικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα έχει τελειώσει πια για τα καλά (προσωπικά δεν είμαι βέβαιος), ακόμη θυμάμαι πόσο πολύ μας έσπρωξε τότε σε μια διάθεση αναστοχασμού. Εκείνη τη δεκαετία που ξεκίνησε το 2010 ήταν σαν να περνούσαμε όλοι μια διαδικασία συλλογικής ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Αυτό που έκανες εκείνη την περίοδο, αυτή η ανάγκη σου να αλλάξεις πορεία, ίσως και να μην ήταν και τόσο συμπτωματική τελικά.  
Ίσως, ναι. Τείνω να σκέφτομαι όμως ότι έπαιξε ρόλο και το εξής: μπορεί ποτέ να μην πήρα τον εαυτό μου πολύ στα σοβαρά, αλλά την τέχνη μου την πήρα. Πάντα σκεφτόμουν ότι άξιζε να τη διασώσω. Πάντα κρατούσα σχέδια, βίντεο, φωτογραφίες και δημοσιεύσεις. Ποτέ δεν πετάω αυτό το υλικό. Και το μετέφερα από σπίτι σε σπίτι. Έγινε, με τα χρόνια, ένα τεράστιο αρχείο. 

­— Ναι, κάθε φορά που σε επισκέπτομαι αυτές τις μέρες υπάρχει πάντα κάτι από το αρχείο σου που έχεις μόλις ξεθάψει ή προσέξει, κάτι για το οποίο θέλεις να ξαναμιλήσεις. Είσαι, που λέμε, σε έναν διαρκή αρχειακό πυρετό και το υλικό που έχεις συγκεντρώσει εδώ για το «Dust» είναι ένα τέλειο παράδειγμα. Αποσπάσματα από τα πρώιμα κόμικς σου, φωτογραφίες από παραστάσεις διαφορετικών περιόδων και πίνακες που έχεις βάλει μαζί σε συνθέσεις τις οποίες, αν δεις ως σύνολο, θυμίζουν κι αυτές τα πρώιμα κόμικς σου.
Είμαι 60 χρονών πλέον. Ήδη κάθε μου παράσταση σημαίνει τεράστιο σωματικό πόνο. Νομίζω αυτή η περιοδεία μου με το ΙΝΚ θα είναι η τελευταία μου φορά στη σκηνή. Γι’ αυτό το τεύχος του «Dust», λοιπόν, σκέφτηκα ότι μπορούσα να κοιτάξω στις παλιές παραστάσεις μου, μαζί με σχέδια και ζωγραφιές, και να παρατηρήσω τον νεότερο εαυτό μου. Όταν γερνάς, ακόμα και οι πλευρές του προηγούμενου εαυτού σου που δεν εκτιμούσες εκείνη την εποχή γίνονται πιο αποδεκτές. Σκέφτομαι: «Δεν ήμουν και τόσο κακός, γιατί ήμουν τόσο δυσαρεστημένος;». Έπειτα, πηγαίνεις ακόμα πιο πίσω στον χρόνο και σκέφτεσαι: «Αυτό ήταν αρκετά καλό. Γιατί ήμουν τόσο δυσαρεστημένος και με αυτό;». Έτσι, βλέπω σε αυτές τις εικόνες μια νεανικότητα, μια συγκεκριμένη φωτογενή ποιότητα, και παρατηρώ ότι, για κάποιον λόγο, δεν ένιωθα κανέναν φόβο. 

800
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

— Κι αν τη θυμάμαι εκείνη την περίοδο… Την Ομάδα Εδάφους, την κατάληψη καλλιτεχνών στην οποία είχατε μετατρέψει σε σπίτι σας. Τα πάντα, από τα εισιτήρια μέχρι το τύπωμα έξτρα αντιτύπων του προγράμματος, γίνονταν από την ομάδα με αδιανόητη αγάπη. Κάτι πολύ αληθινό συνέβαινε εκεί: χειροτεχνημένο και χειροτεχνικό, υπόγειο, αντικομφορμιστικό, αντικανονιστικό, queer, δικό μας. Προσωπικά, κάπως τα έχασα αυτά αργότερα, όταν σταμάτησες να είσαι «δικός μας» και άρχισες να γίνεσαι «ολωνών». Πάρε την queer πλευρά της δουλειάς σου, για παράδειγμα: στις μετέπειτα παραστάσεις αισθανόμουν λες και την είχες κάπως εξωραΐσει, ότι είχες σιδερώσει τα τσακίσματα, μετατρέποντάς τη σε διάχυτο ομοερωτισμό. Αυτό που είχε υπάρξει και μια κοινωνική, σεξουαλική και ταυτοτική χειρονομία ήταν πλέον κυρίως αισθητική.
Εντελώς! Αλλά καθώς κάνεις αυτό το σχόλιο, πρέπει να το συνδέσεις και με την από πολύ νωρίς ειλικρινή και δημόσια στάση μου σχετικά με τη σεξουαλική μου ταυτότητα. Όταν ξεκίνησα, ήμουν από τις ελάχιστες δημόσιες προσωπικότητες που ήταν ανοιχτά γκέι. Αυτό θα έπρεπε να το συνυπολογίσεις. Και έπειτα, μετά τους Ολυμπιακούς, όταν όλοι έμαθαν το όνομά μου στην Ελλάδα, αισθάνθηκα σαν να έκανα coming out ξανά. Αυτό συνέβη στην πραγματικότητα στην πρώτη μου συνέντευξη, αφού έγινα εθνικό πρόσωπο. Επέλεξα να την κάνω με ένα γκέι περιοδικό που ονομαζόταν «10%». Ήξερα ότι όλη αυτή η ξαφνική φήμη δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν σκοπό αν δεν τη χρησιμοποιούσα για να βοηθήσω κάποιον. Στην περίπτωσή μου αυτός ο κάποιος ήταν οι νεαροί άντρες και οι γυναίκες που, επιτέλους, θα μπορούσαν να δουν έναν «εθνικό ήρωα» που ήταν ανοιχτά γκέι. Αυτό το περιοδικό ήταν η μόνη πλατφόρμα όπου θα μπορούσα να κάνω καλή χρήση αυτής της, σε διαφορετική περίπτωση, άχρηστης φήμης. Ωστόσο, δεν αισθανόμουν ποτέ άνετα με τους δημοσιογράφους που σχηματοποιούσαν την υποδοχή της τέχνης μου ως οτιδήποτε άλλο από τέχνη χωρίς άλλο προσδιοριστικό, π.χ. ως «γκέι τέχνη». Αντιστεκόμουν σε αυτό επειδή στόχος μου δεν είναι να δημιουργώ αποκλειστικά για ένα συγκεκριμένο κοινό. Ο σκοπός μου ήταν να παραμένω αληθινός ως προς την ταυτότητά μου και να είμαι αυθεντικός καλλιτέχνης, για όποιον ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και διστάζω όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να ορίσουν το νόημα του έργου μου, τα σύμβολά του ή τους μύθους στους οποίους παραπέμπει, ιδιαίτερα μάλιστα πριν παιχτεί μια παράσταση. 

Η πολιτική της ταυτότητας, επίσης, δεν ήταν τόσο κυρίαρχη κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Στην αρχή της καριέρας μου, ενώ παρουσίαζα τη Σαπφώ στην κατάληψη, αναπαριστούσα την αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια Σαπφώ, η οποία έδωσε το όνομά της στις ομοφυλόφιλες γυναίκες. Η αντισυμβατική παραγωγή με παρουσίαζε ως Σαπφώ, ντυμένο γυναίκα, η μουσική ήταν του Γιώργου Κουμεντάκη και την ερμήνευε ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης. Αυτά τα στοιχεία συνεισέφεραν στο queerness της παράστασης και στην ομοφυλόφιλη αισθητική της. Αυτή η καλλιτεχνική κατάθεση όμως στέκεται μόνη της και προτιμώ να μην τη χαρακτηρίζω ως γκέι τέχνη ή να μην την κατηγοριοποιώ με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, καθώς αυτές οι ταμπέλες μπορεί να είναι περιοριστικές. 

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Από αριστερά και δεξιόστροφα: ΣΑΠΦΩ, ανεβασμένη το 1992 στην κατάληψη («Κτίριο των καλλιτεχνών») με την αυθεντική σύνθεση του Γιώργου Κουμεντάκη ΕΡΩΣ ΔΑΙΜΩΝ. Screenshots από την κινηματογράφηση του Δημήτρη Βερνίκου. Σελίδα από το κόμικς ΕΦΙΑΛΤΗΣ (1989). Τέμπερα και ινδικό μελάνι σε χαρτί. ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ (2013). Screenshots από την κινηματογράφηση του Στέφανου Σιταρά. Γυμνό σώμα: Μιχάλης Θεοφάνους. ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ (2013). Screenshots από την κινηματογράφηση του Στέφανου Σιταρά. Γυμνό σώμα: Μιχάλης Θεοφάνους. BIRTH PLACE (2004) - Αθήνα 2004, τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Φωτογραφία: Σωκράτης Σωκράτους. Το σόλο με το βιβλίο που εξανεμίζεται. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2001). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου. Το βιβλίο σχεδίων εκ του φυσικού του 2022, μολύβι σε χαρτί. THE GREAT TAMER (2017). Screenshots από την κινηματογράφηση του Julian Mommert. Γυμνό σώμα: Χρήστος Στρινόπουλος. Aυτοπροσωπογραφία (1995). Τέμπερα σε χαρτί. Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ (1997). Screenshots από την κινηματογράφηση του Γιώργου Λάνθιμου. MaryIin η Κατερίνα Παπαγεωργίου.

— Είσαι στο επίκεντρο όλων των φωτογραφιών που έχεις συγκεντρώσει για το «Dust». Στις πιο πολλές από αυτές μπορούμε να δούμε τον νεότερο εαυτό σου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, να καρφώνει με το βλέμμα. Στην πιο παλιά από αυτές είσαι εσύ, 29 χρονών, ντυμένος Σαπφώ. Παρατηρώ τα μάτια σου, εκείνα τα ίδια μάτια που δέκα χρόνια αργότερα μπορεί να ξαναδεί κανείς στην εμβληματική φωτογραφία του Για πάντα με στρογγυλά γυαλιά, το ίδιο έντονο βλέμμα. Τώρα που μπορείς να δεις αυτό τον άντρα ξανά, τον νεότερο εαυτό σου, μπορείς να διακρίνεις τι είναι τελικά αυτό που βλέπει;  
Πιστεύω ότι αυτός ο νεαρός άντρας, τον οποίο τώρα αναγνωρίζω όσο κοιτάζω προς τα πίσω, είχε μια βαθιά επιθυμία να ευθυγραμμιστεί με τεράστια αρχέτυπα. Όταν κοιτάζω την ερμηνεία μου στη Σαπφώ και πώς δημιουργήσαμε το μέικ-απ και τους φωτισμούς για την παράσταση, μπορώ να δω τον θαυμασμό μου για τις ταινίες και τους πίνακες που ενσαρκώνουν αυτά τα εντυπωσιακά αρχέτυπα. Δεν ντρεπόμουν να βάλω ένα τόσο σημαντικό στοίχημα· ήταν δικό μου και δεν ήταν με κανέναν τρόπο ταπεινό. 

Εξέθετα τον εαυτό μου στο κοινό, παίρνοντας ένα ρίσκο, και αναρωτιόμουν εάν θα πετύχω ή όχι. Αλλά υπήρχε μια έμφυτη τόλμη που με έκανε να θέλω να το πάρω. Επίσης, υπήρχε αίσθηση χιούμορ, τελετουργίας, μια δόση παραλογισμού και μια έντονη λαχτάρα για ομορφιά. Οι στόχοι ήταν πολλοί, όσοι και οι αναφορές, αλλά αυτό που ξεχωρίζει περισσότερο για μένα είναι ότι υπήρχε ένα ξέφρενο βέλος που ήθελε να τα πετύχει όλα. 

— Αυτό που είναι επίσης εντυπωσιακό είναι πόσο πολύ η πρώιμη δουλειά σου, τα σκίτσα και τα κόμικς που δημοσίευσες σε αντικομφορμιστικά περιοδικά όπως η «Βαβέλ» ή underground σαμιζντάντ όπως το «Κοντροσόλ στο Χάος», περιείχαν όλα εικόνες από παραστάσεις που ήρθαν σε ένα πολύ μεταγενέστερο στάδιο. Ήταν σχεδόν σαν να προσπαθούσες διαρκώς να σχεδιάσεις, να χαρτογραφήσεις το μέλλον.
Νομίζω ότι αυτό που λες ισχύει. Πάντα έλεγα ιστορίες για το αλλόκοτο και το καταδικασμένο μιας προσωπικότητας που ενστικτωδώς ήξερα ότι θα ήταν η προσωπικότητα του παθιασμένου δημιουργού που κατέληξα να γίνω. Μίλαγα από την αρχή για την αγριότητα, τη μοναχικότητα, το αδύνατο του επιτεύγματος και το ταξίδι που οδηγεί στη δημιουργική σπίθα. Φυσικά, αυτό απαιτεί ένα κοινό επίσης ανοιχτό στο να κοιτάξει στον δικό του εσωτερικό καθρέφτη.

— Πολύ συχνά, υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στις ιστορίες σου.
Είναι ένας αλλόκοτος κόσμος επειδή δεν είμαι βέβαιος εάν είναι φόβος ή ένας εναγκαλισμός του σκότους με τα μάτια ορθάνοιχτα. Νομίζω ότι πάντα κοιτάζω σε αυτό το ανοιχτό κενό, το ανθρώπινο σκοτάδι, και, φυσικά, το φοβάμαι – αλλά ο φόβος είναι ένας πιο περιορισμένος τρόπος να το εκφράσω. Θα προτιμούσα να εστιάσω στην επίγνωση ή στη σύνδεση, αλλά πρέπει να πω ότι είμαι το λιγότερο κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσω για τον εαυτό μου.

— Υποθέτω ότι το κοινό από διαφορετικές χώρες αλληλεπιδρά διαφορετικά με αυτές τις πλευρές του έργου σου, σωστά;
Ναι. Για παράδειγμα, έχω μια ισχυρή σύνδεση με την Ιαπωνία, ειδικά μέσω του χορού butoh, μια εκφραστική γιαπωνέζικη φόρμα στην οποία εκπαιδεύτηκα όταν ήμουν νεαρός. Στις παραστάσεις μου αγκαλιάζω τη σιωπή και εξερευνώ το σκοτάδι της ζωής μαζί με την ομορφιά και την αρμονία. Αυτές οι πτυχές έχουν βαθιά απήχηση στο γιαπωνέζικο κοινό. Το θέμα της διαστροφής και της αποδοχής της τους συγκινεί επίσης. Τα πλήθη σε Ασία, Ισπανία, Αμερική και Ιταλία είναι συνήθως ενθουσιώδη. Στο Παρίσι χειροκροτούν με ένα ρυθμικό χτύπημα του ποδιού, αλλά οι Έλληνες είναι οι λιγότερο πρόθυμοι να χειροκροτήσουν όρθιοι. Συχνά οι άνθρωποι μάς χειροκροτούν όρθιοι, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών, αλλά στους Έλληνες, όχι, δεν αρέσει να χειροκροτούν όρθιοι. 

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Δημήτρης Παπαϊωάννου, ΙΝΚ 2020. Φωτ.: Julian Mommert
Δημήτρης Παπαϊωάννου, ΙΝΚ 2020. Φωτ.: Julian Mommert

— Και η «νεοκλασική» πλευρά του έργου σου; Πώς την υποδέχεται το διεθνές κοινό;
Τους Ιταλούς, για παράδειγμα, τους ενθουσιάζει η λατρεία που έχω για την αρχαιότητα. Έχουν δυνατή σύνδεση με αυτήν τη διάσταση του έργου μου και την απολαμβάνουν ειλικρινά. Εκτιμούν τις αναφορές στα στοιχεία της δικής τους κουλτούρας επειδή, όπως γνωρίζουμε, η Ρώμη είχε δεχτεί έντονες επιρροές από την κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, οι Ισπανοί είναι οι μόνοι μετά τους Έλληνες που κάνουν τις παραστάσεις sold-out μέσα σε μερικά λεπτά από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η προπώληση. Το κοινό μου είναι πολύ νεαρό στην Ισπανία και πολύ φανατικό. Δεν ξέρω ακριβώς με τι συνδέονται. Ξέρω γιατί συμβαίνει με τους Ιταλούς ή τους Γιαπωνέζους, αλλά δεν ξέρω τι γοητεύει τόσο πολύ τους Ισπανούς. Το κοινό είναι γενικά πολύ ευγενικό μ’ εμάς, αλλά πολύ διαφορετικό. Ακόμα και το βήξιμο και η νευρική κίνηση των θεατών κατά τη διάρκεια της παράστασης διαφέρουν από χώρα σε χώρα. 

— Στις τελευταίες παραστάσεις σου, ειδικά μετά τον Μεγάλο Δαμαστή, βλέπω να αναπτύσσεται και μια κωμική διάσταση, που κάποτε συνδέεται με το σκοτεινό χιούμορ…
Λοιπόν, διαφωνώ μαζί σου επειδή πιστεύω ότι οι απόπειρές μου με το χιούμορ έχουν προκύψει πολύ νωρίτερα στη δουλειά μου. Ωστόσο, δεν είχαν ποτέ αρκετή απήχηση στο ελληνικό κοινό, επειδή έχω καταλάβει ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να συλλάβουν ταυτόχρονα το ιερό και το γελοίο. Προτιμούν το χιούμορ να είναι ιερόσυλο, να στέκεται στον αντίποδα του ιερού. Αλλά όταν περιοδεύσαμε με τον Μεγάλο Δαμαστή η πρώτη μας παράσταση εκτός Αθήνας έγινε στο Άμστερνταμ. Το κοινό εκεί γέλαγε και χειροκροτούσε στη μέση της παράστασης κάθε φορά που συνέβαινε μια ανάλογη σκηνή και το έκανε σε όλες τις στιγμές που έπρεπε, π.χ. όταν εμφανιζόταν η εικόνα του Ρέμπραντ ή όταν η γυναίκα με τα δυο αντρικά πόδια έβαζε τα τακούνια και κατάφερνε να περπατήσει. Ήμασταν πολύ ικανοποιημένοι επειδή ο Μεγάλος Δαμαστής ήταν σχεδιασμένος να είναι κάπως σαν αλλόκοτο τσίρκο. Αυτό επαναλήφθηκε και σε άλλες πόλεις. Το διεθνές κοινό είναι πιο ικανό να εκτιμήσει το παράξενο χιούμορ μας από ό,τι οι Έλληνες. Οι Έλληνες έχουν την τάση να είναι λίγο πιο σοβαροί. 

— Επομένως, λάτρεψαν την τελευταία σου παράσταση, το ΙΝΚ, ίσως την πιο σκοτεινή δουλειά σου. Από πού στο καλό ήρθε ξαφνικά αυτή η μαύρη τρύπα; Σίγουρα δεν την περίμενα.  
Πίστεψέ με, δεν έχω ιδέα. Ξέρεις, τα έργα δεν βγαίνουν από μένα ακριβώς όπως θα ήθελα και, μέχρι κάποιο σημείο, πρέπει να τα αποδεχτώ όπως είναι. Ως προς το ΙΝΚ: το έφτιαξα μια πολύ χαρούμενη περίοδο της ζωής μου, ωστόσο, σωστά το λες, είναι ένα από τα πιο σκοτεινά έργα που έχω κάνει ποτέ. Δεν υπήρχε χώρος για χιούμορ, όμως μου αρέσει να γίνομαι αστείος και να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε. Το χιούμορ είναι σαν ένας πιο γρήγορος τρόπος για άμεση επικοινωνία. Δυστυχώς, το ΙΝΚ δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Τις αποδέχεσαι τις δουλειές που κάνεις όπως έρχονται. Έρχονται από μέσα σου, αλλά μπορείς μόνο μέχρι ενός σημείου να τους επιβληθείς και να τις αλλάξεις. Τις αποδέχεσαι γι’ αυτό που είναι και τις παραδίδεις με όσο πιο ξεκάθαρο τρόπο γίνεται. 

— Από τις πρώτες παραστάσεις τον περσινό Ιανουάριο έχω ακούσει τόσο πολλές θεωρίες για τον τίτλο, το INK, όσοι και οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα.
Νομίζω ότι αποδίδουμε περισσότερες διανοητικές συνδέσεις απ’ όσες χωράει αυτός ο τίτλος. Όπως έχω αναφέρει πολλές φορές, το ΙΝΚ είναι ένας τίτλος που δόθηκε από τον ιδιοφυή  Άγγελο Μέντη, ο οποίος είναι ο νονός των έργων μου. Περιέχει μια βαθιά πνευματική σύνδεση, επειδή το όνομα ορίζει το έργο και το μεταμορφώνει καθώς αυτό οδεύει προς την υλοποίηση. Από την Πρώτη Ύλη ο Άγγελος ονομάζει στις δουλειές μου. Του προέκυψε το ΙΝΚ από το μελάνι του χταποδιού, το οποίο είναι σαν μαύρο σπέρμα που παίρνει κανείς και μ’ αυτό γράφει ή ζωγραφίζει, επιτρέποντας στο σαρκικό να μεταμορφωθεί σε πνευματικό μέσα από μια κίνηση αλχημείας. Αμέσως συμφώνησα. 

Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Δημήτρης Παπαϊωάννου, ΙΝΚ 2020. Φωτ.: Julian Mommert
Δημήτρης Παπαϊωάννου Facebook Twitter
Δημήτρης Παπαϊωάννου, ΙΝΚ 2020. Φωτ.: Julian Mommert

— Πρόσφατα, μία από τις δραστηριότητές σου, που με έχει κάποιες φορές μπερδέψει, είναι η παρουσία σου στα social media. Ποστάρεις συνεχώς για τις παραστάσεις σου και ανεβάζεις αυθεντικά έργα, φωτογραφίες, σκίτσα και πίνακες. Και εμπλέκεσαι απευθείας με τους followers σου, αφιερώνοντας χρόνο ακόμα και για να απαντήσεις σε αρνητικά ή εντελώς ομοφοβικά σχόλια.
Το κάνω επειδή υπάρχει πάντα πλεόνασμα υλικού· πολλά πράγματα μου αρέσουν, αλλά δεν είναι όλα αρκετά σημαντικά για να τα συμπεριλάβω σε μια παράσταση. Από τότε που ήμουν νέος λαχταρούσα μια άμεση σύνδεση με τη γενιά μου. Και τώρα, φυσικά, αυτό ανοίγει ένα παράθυρο για όλο και νεότερες γενιές. Είναι μια επιθυμία που είχα καταφέρει να ικανοποιήσω από τα 19 μέχρι τα 30 με τα κόμικς μου: κάθε μήνα, ένα κόμικ στα σπουδαία φανζίν και περιοδικά που κυκλοφορούσαν στο αθηναϊκό underground. Αυτό λειτουργούσε ως σύνδεση με τη γενιά μου, με τους ανθρώπους που δεν θα πήγαιναν, για παράδειγμα, σε μια γκαλερί. Τα κόμικς είναι μια μορφή τέχνης της εργατικής τάξης, προσιτή οικονομικά, προσβάσιμη. Οι άνθρωποι στον κύκλο μου διάβαζαν τις ιστορίες μου –τα αθηναϊκά μπλουζ μου– που είναι ανοιχτά ομοφυλοφιλικές και παρουσιάζουν αστικά τοπία και διάχυτη μελαγχολία. Λειτουργούσαν σαν κάποιου τύπου ημερολόγιο για μένα, μια διαδικασία που ισορροπούσε την ψυχή μου και εξέφραζε την έμφυτη μοναχικότητά μου. Για να επικοινωνήσω με τις νεότερες γενιές τώρα χρησιμοποιώ τα social media ως εργαλεία, ως κύρια πλατφόρμα μέσα από την οποία μοιράζομαι τη δουλειά μου, σκίτσα, πίνακες ή κομμάτια της ζωής μου. Αυτό μειώνει την εξάρτησή μου από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους, όταν θέλω να κοινοποιήσω τις ιδέες μου. Μου επιτρέπει να έχω ανοιχτή συνομιλία με μια άγνωστη μάζα ανθρώπων που συναντάω ως μέρος του κοινού μου κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου. Είναι κάτι που απολαμβάνω απόλυτα.  

— Ένα από τα πράγματα που ανεβάζεις συχνά είναι σκίτσα ανθρώπων που γνωρίζεις, και σε έχω δει να το κάνεις αυτό και στην καθημερινή ζωή σου: να γνωρίζεις ανθρώπους και να τους ζητάς να ποζάρουν για σένα αμέσως. Πρόσφατα, που σε παρακολουθούσα, με εξέπληξε το πόσοι άνθρωποι έρχονται να σε χαιρετήσουν οι ίδιοι θέλοντας και να ποζάρουν για σένα, ξέροντας ότι ίσως θα ποστάρεις μετά τη φωτογραφία τους. Γιατί πιστεύεις ότι το τολμάνε;
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι μέρος της αγάπης που έχουν οι άνθρωποι για τη δουλειά μου. Μου φαίνεται φυσικό. Πλέον το σκιτσάρισμα με ζωντανό μοντέλο είναι η πιο παλιομοδίτικη και φαινομενικά πιο άχρηστη μορφή τέχνης. Κανείς δεν το κάνει πια στα σοβαρά, να ζωγραφίζει ή να σκιτσάρει μοντέλα, για μένα όμως είναι κάτι σαν πνευματική άσκηση. Ωστόσο, υπάρχει μια ειλικρινής τρυφερότητα του κοινού γι’ αυτή την πλευρά της δουλειάς μου, κάτι που συχνά οι επιμελητές μάλλον παραβλέπουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί όσοι με προσεγγίζουν θέλουν να τους σκιτσάρω ή γιατί εκτιμούν αυτό που κάνω. Ελπίζω η δουλειά μου να είναι σημαντική γι’ αυτούς και να κάνει μια σύνδεση, μια επαφή. Ελπίζω να ενθαρρύνει μια σχέση με την ομορφιά και να ανοίγει ένα παράθυρο στο υπερβατικό. Είμαι πολύ ευγνώμων που συμβαίνει αυτό και αφού τα social media διευκολύνουν αυτή την επικοινωνία, μου δίνουν τη δυνατότητα να καταλάβω τι αντίκτυπο έχει σε όλους. Με κάνει να αισθάνομαι λιγότερο μόνος και πιο συνδεδεμένος με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

— Μου έστειλες πρόσφατα μερικά εξαιρετικά σκίτσα και φωτογραφίες. Κάποιες φαίνεται να έχουν τραβηχτεί αμέσως μετά το σεξ, πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο σώμα-αντικείμενο του πόθου… Δεν μπορεί να κοιμηθεί κανείς με τον Δημήτρη χωρίς να σκοντάψει πάνω στον Παπαϊωάννου κάποια στιγμή, σωστά;  
Άκου, εκτιμώ την ομορφιά της ζωής από την οπτική του ζωγράφου και αντιλαμβάνομαι τις αισθήσεις μέσα από την οπτική κάποιου που αισθάνεται βαθιά μέσα από το άγγιγμα. Έτσι συνδέομαι εγώ με τη ζωή. Δεν το βλέπω ως βάρος, το θεωρώ ευλογία. Μέρος της ευτυχίας μου όταν συναντάω την ομορφιά της ζωής είναι να μπορώ να την κοιτάξω και να την αποκωδικοποιήσω με τα μάτια ενός ζωγράφου. Έτσι, το να αιχμαλωτίζω εικόνες μέσα από τη φωτογραφία ή το να σκιτσάρω την ομορφιά της ζωής δεν είναι κάτι που μπορεί να σταματήσει ή να μου στερήσει αυτό που βιώνω εκείνη τη στιγμή. Δεν υπάρχει τρόπος να κοιμηθείς μαζί μου χωρίς να κοιμηθείς με τον καλλιτέχνη, ναι. Δεν εννοώ να κοιμηθείς με την καριέρα του καλλιτέχνη αλλά με τον καλλιτέχνη, με την έννοια της ανθρώπινης υπόστασης.

— Αν ήμουν εραστής σου, θα μου είχες μόλις ραγίσει την καρδιά…
Έτσι ζουν οι καλλιτέχνες όμως. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις από αυτό, να το αφήσεις στην άκρη. Για παράδειγμα, ένας μουσικός που έχει πολύ καλό αυτί, δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια του σεξ σίγουρα θα βρίσκει τον τόνο κάθε βογγητού. 

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ΙΝΚ μπορείτε να δείτε εδώ

Τη συνέντευξη μετέφρασε ο Δημήτρης Παπανικολάου, επιμέλεια: M. Hulot

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Φραγκούλης: «Ένας δειλός συμβιβασμένος είμαι»

Χάρης Φραγκούλης: «Ένας δειλός συμβιβασμένος είμαι»

Έχοντας σκηνοθετήσει μια «μη τυπική σύνθεση της Αντιγόνης» που αγαπήθηκε πολύ και καθώς ετοιμάζεται να λάβει το «χρίσμα» από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στη νέα του παράσταση, ο Χάρης Φραγκούλης δίνει πια περισσότερο χώρο στην τρυφερότητα.
PORTRAITS 2023
Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Την πόρτα της γελοιότητας την περνά κανείς πάρα πολύ εύκολα»

Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Την πόρτα της γελοιότητας την περνά κανείς πολύ εύκολα»

Θα είναι η τελευταία φορά που θα συμμετάσχει ο ίδιος «με σάρκα και αίμα» στη δική του δουλειά, δηλώνει ο Έλληνας δημιουργός για το νέο του έργο που έχει τίτλο «INK» και θα κάνει πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής τον Ιανουάριο.
ΧΟΡΟΣ
Δημήτρης Παπαϊωάννου

Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Μακάρι να ήμουν απόλυτα λαϊκός καλλιτέχνης»

Η Λουίζα Αρκουμανέα είδε τον «Εγκάρσιο Προσανατολισμό» στο Λονδίνο και έκανε μια διεξοδική συζήτηση με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, με αφορμή την ελληνική πρεμιέρα του νέου του έργου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση τον Δεκέμβριο.
ΧΟΡΟΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ