Facebook Twitter

Έλα, έχω τα φασολάκια που σ’ αρέσουν

Έλα, έχω τα φασολάκια που σ’ αρέσουν

Έλα, έχω τα φασολάκια που σ’ αρέσουν Facebook Twitter
Παίζοντας με τα σορμπέ και τα παγωτά του Σπύρου Πεδιαδιτάκη στα πολύ αγαπημένα Άκρα.

TΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ που μας πέρασε έπαθα μια τροφική δηλητηρίαση τρώγοντας πολλά κουκουνάρια. Υπάρχει και επίσημη ονομασία για την πάθηση αυτή που δεν τη θυμάμαι τώρα, αλλά, για να ξέρετε, τα κουκουνάρια, άμα φας ποσότητα, κι εγώ εκείνο το απόγευμα είχα φάει μεγάλη ποσότητα από πείνα, απελπισία, λαιμαργία και επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο σπίτι πέρα από κάτι τέτοια ξέμπαρκα σακουλάκια με ξηρούς καρπούς, έπαθα το μεγάλο κακό. Τι είναι το κακό; Ό,τι τρως και ό,τι πίνεις είναι πικρό. Το βλέπεις, το επιθυμείς, το μυρίζεσαι, ξέρεις τα πάντα γι' αυτό από μνήμης, πόση χαρά σου έχει δώσει λίγες μέρες πριν όταν το είχες δαγκώσει με ηδονή. Mόνο που τώρα σε προδίδουν οι αισθήσεις σου. Η φράουλα που ήξερες έχει γεύση πικρή σαν τιμωρία. Τα πορτοκάλια, οι πάστες, οι μακαρονάδες, το κρασί, ακόμα και ο καφές το πρωί είναι λίγο πιο πικρός από το σύνηθες. Γίνεται μια χημική αντίδραση με τα κουκουνάρια όταν καταναλωθούν σε υπερβολική ποσότητα από βουλιμικούς αφελείς, όπως εγώ, και όλα είναι πικρά για μέρες. Όταν ξεπέρασα το πρώτο εγκεφαλικό (νόμιζα στ’ αλήθεια ότι ήρθε το τέλος, δεν ακούω και λίγα γύρω μου, λέω «ήρθε κι η δική σου ώρα») και ρώτησα να μάθω για το κακό που με βρήκε (μια χαρά μάς έχει απομείνει και μας σε αυτήν τη ζωή, να τρώμε και να πίνουμε!) μου είπαν να κάνω υπομονή γιατί «θέλει καιρό» να περάσει. Και όντως πέρασαν πέντε-έξι μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς, που όλα ήταν πικρά, ένα μαρτύριο. Επέμενα και δεν σταμάτησα να δοκιμάζω ό,τι νόμιζα ότι θα μου άρεσε. Στην αρχή η γνώριμη γεύση σού έκανε για λίγο τη χάρη. Μετά, κάρβουνα στο στόμα. Πόσες και πόσες αναγωγές έκανα! Έτσι είναι κι οι ζωές μας πια, όπως αυτή η τυρόπιτα που δεν έχει πια γεύση βουτύρου και ωραίου αλμυρού τυριού αλλά της βενζίνης, της απελπισίας, της μοναξιάς. Για την πικρή μου περίοδο λέξη δεν είπα σε κανέναν. Έτρωγα κι έπινα σαν να μη συμβαίνει τίποτα, μέχρι που ο συναγερμός έληξε ένα μεσημέρι Σαββάτου νομίζω, όταν ξαφνικά μια φέτα ψωμί είχε τη γεύση του θαύματος που ήξερα από παλιά. Συνέβη λοιπόν κι αυτό και το είχα ξεχάσει μέχρι σήμερα που έφτιαχνα γεμιστά και αναζήτησα τα κουκουνάρια να τα ρίξω στη γέμιση. Ξανασυστηθήκαμε, είπαμε θα έχουμε μέτρο στη σχέση μας, απόλυτη συνεννόηση και όλα θα πάνε καλά και ήρεμα. Μεγαλώσαμε πια για τέτοιες ταραχές. Έτσι κι έγινε, και λίγες ώρες προτού κλείσει η κουζίνα, που έτσι κι αλλιώς μήνες τώρα είναι κλειστή (μια οι δουλειές, μια οι καύσωνες, μια οι στενοχώριες, μας κράτησαν «εκτός λειτουργίας»), πάλι τρώμε γεμιστά. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω, αλλά δεν παίρνω μέρος και σε διαγωνισμό… Λίγο τον άνθρωπό μου να δω θέλω, σε ένα ωραίο τραπέζι, ένα πιάτο φαΐ και λίγο κρασί. Διαχρονικά κόλπα για να έρθουμε στα σύγκαλά μας. Αυτά και όχι άλλα γαστρονομικά shows, εμείς που δεν είμαστε μάγειρες.

Ένα εστιατόριο που λάτρευα άλλαξε χέρια. Λίγο μυστικά, λίγο αθόρυβα. Γράφτηκαν κάποια λόγια εδώ κι εκεί, αλλά, από σεβασμό μάλλον, ήταν πολύ λίγα. Και πήγαμε που λες, με μεγάλη χαρά στο μέρος που το θεωρούσαμε σχεδόν δικό μας! Και ήταν όλα ίδια. Τα φαγητά, το μαγαζί. Τέτοιο σεβασμό στη μνήμη ενός μαγαζιού δεν έχω ξαναδεί σε αυτή την πόλη που μισεί το παρελθόν της με όλη τη δύναμη της ύπαρξής της! Μασουλάγαμε την μπριζόλα μας που ήταν ίσως και καλύτερη από την παλιά. Και λέγαμε «τι ωραία» και «μπράβο» και «κοίτα τους πίνακες στους τοίχους, και κοίτα που ούτε τα βιβλία δεν σήκωσαν, τίποτα δεν θα μας λείψει». Φεύγοντας μας έπιασε, έτσι από το πουθενά, μια πίκρα. Αμίλητοι ανηφορίζαμε τον δρόμο και όλο κάτι θέλαμε να πούμε, αλλά δεν το λέγαμε. Γιατί εμείς είμαστε παλιοί πελάτες και τους παλιούς πελάτες δεν τους νοιάζουν οι μπριζόλες και οι καρέκλες. Οι παλιοί πελάτες θέλουν να τους αναγνωρίζεις. Να έχεις τον αριθμό τους στο κινητό σου και όταν σε παίρνουν να απαντάς λες και τους περίμενες από το πρωί να πάρουν. Να τους λες «καλησπέρα, Μιχάλη, πώς είσαι σήμερα, έλα, έχω τα φασολάκια που σ’ αρέσουν, σ' τα έχω κρατήσει». Αυτό είναι τα παλιά μαγαζιά που αγαπάς, μια σταθερά στον όλο και πιο ανάστατο κόσμο σου. Δεν έχω απαιτήσεις από τη νέα διεύθυνση, απλώς σκέφτομαι το μεγαλείο του παλιού ιδιοκτήτη που κράτησε για δεκαετίες τους πιο ιδιόρρυθμους πελάτες και εύχομαι στ’ αλήθεια να το φτάσουν, δημιουργώντας κι αυτοί το δικό τους νέο, πιστό, τακτικότατο πελατολόγιο.

Στον ποιητή Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, που έφυγε χθες, είχα την τιμή να μαγειρέψω μια άνοιξη μια μπουγιαμπέσα, που, για να τη φτιάξω σωστά, διάβαζα έναν μήνα (μέχρι και φωτοτυπίες από τα εγχειρίδια της Σπονδής μού έστειλε ένας φίλος). Ένα φθινόπωρο του έφτιαξα το φημισμένο μου χοιρινό και άλλο ένα καλοκαίρι φάγαμε γεμιστά στο μπαλκόνι. Η τελευταία φορά που έγινε τραπέζι και μας τίμησε με την παρουσία του ήταν μια Καθαρά Δευτέρα πριν από δυο χρόνια νομίζω, που επαίνεσε την εναλλακτική επιλογή ενός λευκού κρασιού από τον Βορρά, μίλησε με αληθινή ευγένεια και καλοσύνη στους φίλους μου (αυτό που έκανε πάντα άλλωστε) και χόρεψε και τραγούδησε με την υπόλοιπη παρέα που δεν θέλει και πολύ, λίγα κεριά, περιποίηση και καλά σερβίτσια για να γίνει το θαύμα που μέσα στα χρόνια κρατώ σαν το μεγαλύτερο δώρο που μου χάρισε η ζωή σε αυτή την πόλη. Και τι έκανα κι εκείνη τη μέρα όταν έλεγε κάτι ο Νίκος, ή η Άννα, ή η Τζούλια; Έκανα αυτό που είπε και ο Ν. στη μοναδική του συνέντευξη: «καθώς με χώριζαν τριάντα και περισσότερα χρόνια από τις ηλικίες τους, έκανα υπακοή και δεν πολυμιλούσα, μόνον άκουγα». Τι να έλεγα, μόνο μαγείρευα και ήμουν ευγνώμων. Εις το επανιδείν.  

Καλοπέραση

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ