Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Η νευρασθενική βιωματική σχέση ανάμεσα στην επιθυμία του σώματος και την ερωτική πρακτική θα τον οδηγήσει σε μια λογοτεχνική γραφή, που σήμερα πια σπανίζει.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση

0

Κάπου τον περασμένο Οκτώβριο μου τηλεφώνησε ο ποιητής Γιάννης Κοντός και μου είπε ότι σχεδίαζαν με τον Θανάση Νιάρχο μια εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, τον Φεβρουάριο που θα ερχόταν, όταν θα συμπληρώνονταν τριάντα χρόνια από τότε που έφυγε. Σκόπευαν να γίνει χωρίς ενδιάμεσους φορείς, σε ένα κεντρικό θέατρο και, εκτός από αυτούς τους δύο, θα συμμετείχε ο Μένης Κουμανταρέας. Μου ζήτησε να είμαι κι εγώ εκεί, “ξέρεις εσύ” μου είπε, “τον ξέρεις τόσο καλά τον Γιώργο”.

Ο Γιάννης Κοντός θα έμπαινε ένα μήνα αργότερα στο νοσοκομείο και δεν θα ξανάβγαινε, όπως ακριβώς και ο Γιώργος Ιωάννου μπήκε για μια συνηθισμένη επέμβαση προστάτη και έσβησε άδικα. Τον επόμενο μήνα δολοφονήθηκε ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κοντός το μάθαινε στο νοσοκομείο. Στην κηδεία του Γιάννη Κοντού ο Θανάσης Νιάρχος μου την θύμισε την εκδήλωση. Ήδη μία τριάδα φίλων και συγγραφέων συγκατοικούσαν στα βάθη του χαμένου παραδείσου.

  

Ο Γιάννης Κοντός ήταν ο άνθρωπος που, μετά το δεύτερο βιβλίο μου, με κάλεσε προσωπικά στον Κέδρο και μου ζήτησε να εκδίδω εκεί τα βιβλία μου. “Εδώ είναι η θέση σου”, μου είχε πει. Μέσω αυτού συνδέθηκα με την προηγούμενη γενιά των Ελλήνων συγγραφέων που τους διάβαζα και τους θαύμαζα. Θυμάμαι το άγχος μου όταν ο Γιάννης κανόνισε να βρεθούμε σε μια ταβέρνα στην Κυψέλη για να γνωριστούμε με τον Κουμανταρέα. Εγώ μόλις είχα βγάλει τον “Ναύτη” και πάθαινα κρίσεις πανικού στην Αθήνα, από την απότομη μετακίνησή μου από την επαρχία. Στο ταβερνάκι ξηλώθηκαν και οι δύο σόλες των παπουτσιών μου από το τρίψιμο που έκανα στο πάτωμα τα πόδια μου και έφυγα, σχεδόν ξυπόλητος, πατώντας σε πέτσινες μεμβράνες, βροχερό φθινόπωρο ήταν θυμάμαι. Με σοβαρό ύφος, ο Μένης με ρώτησε, “κόντυνες;” ενώ ο Γιάννης, σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, κοίταζε με απορία τα απομεινάρια των υποδημάτων μου.

Ο Ιωάννου ήταν ο διαβάτης που σύχναζε σε καφενεία, στις αγορές, στα καπνισμένα σινεμά, σε απόμερες περιοχές, ισότιμος των αρσενικών αλλά και κυνηγός. Η αναζήτηση αυτή δεν είχε μόνον σχέση με τον Άλλο, αλλά με την ίδια την περιπέτεια, τη λατρεία των χώρων, τις μνήμες των τόπων, την περιδιάβαση στις σκιές και τις θολές περιοχές της ιστορίας των ανωνύμων

Σε εκείνο το τραπέζι, αλλά και σε όλα τα επόμενα άκουγα συνεχώς για τον Γιώργο Ιωάννου. Επεισόδια από την καθημερινή του ζωή, τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ως δάσκαλος, ως εκφραστής της ελεύθερης γνώμης. Ο Γιάννης τον αγαπούσε αφάνταστα τον Ιωάννου, τον περιέγραφε με χειρονομίες και εκφράσεις (είχε το σπάνιο ταλέντο να μιμείται με χιούμορ τους πάντες), καμιά φορά προχωρούσε και σε πιο ιδιαίτερες στιγμές του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Φυσικά δεν έχω σκοπό να μεταφέρω τα προσωπικά τον συγγραφέα ΄ ανέκαθεν με ενδιέφερε η ιδιωτική ζωή ενός καλλιτέχνη όπως αποτυπώνεται μέσα στο ίδιο του το έργο. Ο Γιάννης Κοντός επέμενε ότι αν ζούσε ο Ιωάννου θα του άρεσαν τα βιβλία μου. Κι εγώ αυτό το κρατούσα ως εφόδιο και έπαινο γιατί κι εγώ τον είχα επιλέξει από πολύ νωρίς, χωρίς ποτέ να πιστεύω ότι θα μάθαινα για τον βίο του από πρώτο χέρι, από τους φίλους του.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Ο Ηλίας Πετρόπουλος με τον Γιώργο Ιωάννου, σε μια διαδήλωση την εποχή των αποστατών.

Ήταν τότε, στη μεταπολίτευση, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου εκτός από την αγγλική λογοτεχνία, διδασκόμουν και ελληνικά από σημαντικούς νεοελληνιστές καθηγητές. Διάβαζα τα πεζογραφήματά του Ιωάννου, εκτός πανεπιστημιακής ύλης, εμβαθύνοντας στα νοήματα, στις διαστρωματώσεις της γλώσσας και των υπαινιγμών. Αισθανόμουν ότι με αφορούσαν τα λόγια του και προσπάθησα να γράψω το πρώτο μου διήγημα μιμούμενος σχεδόν το στιλ του. Μπορεί να είχα υπογραμμισμένο τον Κόνραντ και τον Φιτζέραλντ, τον Σέξπιρ και τον Σάλιντζερ, όμως αντιλαμβανόμουν ότι χρειαζόμουν την ελληνική γλώσσα και το ήθος της για να εκφραστώ προσωπικά. Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν o πιο σημαντικός δάσκαλος. Συνδύαζε πολλά οικεία στοιχεία: μια χαμηλότονη αφήγηση που πίσω της υπόβοσκε αγάπη, νοσταλγία αλλά και πάθος. Καθαρά ελληνικά, διατυπωμένα χωρίς φιοριτούρες και ναρκισσισμό (εδώ μάλιστα θύμιζε τους Αγγλοσάξονες) αν και αργότερα προτίμησε πιο μακροπερίοδες παραγράφους, επιδεικνύοντας τον φιλόλογο και τον έμπειρο στυλίστα. Μιλούσε για γειτονιές και ανθρώπους που αναγνώριζα. Μεγάλωσα σε χωριό, που ήταν και προσφυγοχώρι, στην Θεσσαλονίκη πηγαινοερχόμουν από παιδί στους συγγενείς μας, εντόπιζα στις μικροιστορίες τους πράγματα που ανήκαν και στην δική μου κληρονομιά της πρόσφατης ιστορίας.

Μα πάνω απ' όλα διέβλεπα και ξεσκάλωνα όλες εκείνες τις αισθητικές και αισθαντικές αναφορές σωμάτων και ψυχών που πάλευαν να τιθασεύσουν τα πάθη τους αλλά και να τα εκπληρώσουν με κάθε αντίτιμο. Εντόπιζα την επιθυμία της αντρικής ομορφιάς, της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, μιας ερωτικότητας όπου πρόσωπα, εκφράσεις, καταστάσεις ανήκαν σ’ έναν «ελληνικό κόσμο, αραβικό, μεσογειακό, σταματημένο σε ρυθμούς και αιτιολογίες χιλιετιών»[1].

Η νευρασθενική βιωματική σχέση ανάμεσα στην επιθυμία του σώματος και την ερωτική πρακτική θα τον οδηγήσει σε μια λογοτεχνική γραφή, που σήμερα πια σπανίζει. «Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ' την εξομολόγηση», έλεγε.

Ο Ιωάννου ήταν ο διαβάτης που σύχναζε σε καφενεία, στις αγορές, στα καπνισμένα σινεμά, σε απόμερες περιοχές, ισότιμος των αρσενικών αλλά και κυνηγός. Η αναζήτηση αυτή δεν είχε μόνον σχέση με τον Άλλο, αλλά με την ίδια την περιπέτεια, τη λατρεία των χώρων, τις μνήμες των τόπων, την περιδιάβαση στις σκιές και τις θολές περιοχές της ιστορίας των ανωνύμων.

Η νευρασθενική βιωματική σχέση ανάμεσα στην επιθυμία του σώματος και την ερωτική πρακτική θα τον οδηγήσει σε μια λογοτεχνική γραφή, που σήμερα πια σπανίζει. «Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ’ την εξομολόγηση», έλεγε. Λείψανα εποχών και καταβολών αλληλοτέμνονται. Καταγράφει τα λαϊκά πλήθη όπως στις κοινωνικές ταινίες του Κούνδουρου, του Κακογιάννη ή του Αλέξη Δαμιανού. Στους προσφυγικούς μαχαλάδες, παρατηρεί τις μάνες, τις συζύγους, παρατηρεί σχολαστικά τους άντρες. Άλλοι θα φύγουν μετανάστες και άλλοι θα παραμείνουν για να πολλαπλασιάσουν την Ελλάδα του. Λιτοδίαιτοι, αδύνατοι αλλά σφιχτοδεμένοι Έλληνες, χωρίς νωθρότητα και βουλιμία, περιτμημένοι από την κατοχική ανεπάρκεια αλλά δουλεμένοι και εργατικοί.

«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους». Κατά βάθος δε θα ήθελε να ξεφύγει ποτέ από κοντά τους, να μη συγχρωτίζεται τους «άνοστους λογοτέχνες». Καταφεύγει σε τελετές του έρωτα και λατρείας του σώματος: «όταν γδύνω ερωτικά σώμα εξαίρετο, γονατίζω, κλαίω, και προσεύχομαι, ασπαζόμενος τα πάντα με ευλάβεια». Ανάβει αγιοκέρι και αγιορείτικο θυμίαμα.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Το “Φυλλάδιο”, ένα προσωπικό ημερολογιακό περιοδικό, όπου ασκούσε κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις, μια έντυπη προδρομική ανάρτηση των σημερινών blogs και του facebook.

Την εποχή που ο Γιώργος Ιωάννου ζούσε πια στην Αθήνα, εγώ ήμουν καθηγητής στην Θράκη. Κι εκεί, ανάμεσα στον πολύτομο Προυστ και τον δύσβατο Φουκώ, στεκόταν κι αυτός ισοδύναμος, με τα σπαρακτικά εξομολογητικά του κείμενα, αλλά και με το “Φυλλάδιο”, ένα προσωπικό ημερολογιακό περιοδικό, όπου ασκούσε κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις, μια έντυπη προδρομική ανάρτηση των σημερινών blogs και του facebook. Πρόλαβα να αγοράσω όλα του τα φυλλάδια, τα βιβλία, τον είδα σε μία εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, παρακολούθησα την εμπλοκή του στο τότε ανερχόμενο κίνημα του ΑΚΟΕ, την καταδίκη του από το δημόσιο και τον εκτοπισμό του με δυσμενή μετάθεση.

Στην Αθήνα, με κέντρο την Ομόνοια, αφουγκραζόταν όχι μόνον την καρδιά της πόλης αλλά και του διερχόμενου κόσμου. Επεκτεινόταν από ντόπιος σε πιο διαπολιτισμικό. Είχε γίνει μια περσόνα που μέτραγε η κουβέντα του και διαβαζόντουσαν οι επιφυλλίδες του. Αυτό ίσως απέβαινε και εις βάρος της γραφής του, ωστόσο είχε ήδη καταθέσει τόσο πολλά. Ο άδοξος θάνατός του από μια νοσοκομειακή λοίμωξη τον βρήκε πέντε χρόνια μετά την δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων “Ο Επιτάφιος θρήνος”. Θυμάμαι να ακούω την είδηση και να βυθίζομαι στην θλίψη. Ο χαμός αγαπημένων συγγραφέων είναι πιο οδυνηρός γιατί εμπεριέχει το κενό ενός έργου που θα μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν αν δεν τους είχε αποκοπεί απότομα το νήμα της ζωής. Ξαναδιάβασα τον “Επιτάφιο” που, ωστόσο, μου φάνηκε αναστάσιμος. Έκτοτε, όσες φορές μου ζητήθηκε να δώσω μια δεκάδα με τα πιο αγαπημένα μου ελληνικά βιβλία, πάντα τοποθετούσα τον “Επιτάφιο θρήνο” στις πρώτες θέσεις, μαζί τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Ταχτσή, τον Τσίρκα, τον Χειμωνά, τον Πεντζίκη. Όλοι τους δάσκαλοι, αλλά ο πιο κοντινός μου θα παρέμενε ο Ιωάννου.

Και σήμερα; Διαβάζεται πια ο Ιωάννου; Ποιος ξέρει. Πάντως στα θέματα των Πανελληνίων μπαίνει τακτικά ως “κείμενο”. Σε ευαίσθητους πολίτες θα βρει επίσης θέση: στήριξε τους μοναχικούς, τους πρόσφυγες, τους μειονοτικούς, τους Εβραίους, τους απόκληρους. Η γλώσσα του αντίδοτο στα απονενοημένα viral και τα τιτιβίσματα των εκατόν σαράντα γραμμάτων.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Στην Αθήνα, με κέντρο την Ομόνοια, αφουγκραζόταν όχι μόνον την καρδιά της πόλης αλλά και του διερχόμενου κόσμου.

Απόσπασμα από το άρθρο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη “Ο κόσμος των αντρών στο έργο του Γιώργου Ιωάννου”

“...Η θρησκευτικότητα ως ερωτική έξαψη και ταύτιση του ιερού με το σωματικό μαρτύριο, θα δώσει τον τόνο στην τελευταία συλλογή πεζογραφημάτων που φέρει τον τίτλο “Ο Επιτάφιος θρήνος”. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1980 και αποτελεί το αποκορύφωμα του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου. Η θεματολογία του περιορίζεται σε όσα πράγματα ο συγγραφέας υπαινισσόταν και στα προηγούμενα βιβλία του. Η καθέλκυσή τους στον λογοτεχνικό ωκεανό γίνεται πανηγυρικά. Ερωτισμός, αυτοερωτισμός, ερωτικές αφηγήσεις, πλάνεμα, διαστροφή, περιθωριακές αδελφές. Το πρώτο αφήγημα, το ομώνυμο της συλλογής, είναι ένα εξαίρετο σημαδιακό γραπτό. Θεωρείται –και επικροτούμε– ως το καλύτερο διήγημα του Ιωάννου που αντιπαλεύει ακόμη και τους “Νεκρούς” του Τζόις. Ο “Επιτάφιος θρήνος” θα επιβιώσει στη μετριότητα και το συντηρητισμό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και θα απλωθεί από την καρδιά της Αθήνας σε μιαν ανυπάκουη ελληνότροπη κοινωνία.

Μετουσιώνει την τέχνη του προσωπικού σε καθολική ενατένιση, εναρμονίζει τη γλώσσα της ψυχής και του σώματος, δίνει τονικότητα σε ένα κείμενο που θέλεις να το ψάλεις αντί να το διαβάσεις. Συμβάλλει και η θρησκευτικότητα του συγγραφέα που, απαλλαγμένη από τις ενοχές του εκκλησιαστικού κατεστημένου, ξαναβαφτίζεται στο ανατολικό χριστιανικό πνεύμα των πρώτων περιόδων της πίστης, όταν ο Διόνυσος και ο Χριστός ταυτίζονταν στις πλαγιές του Λιβάνου και στις ερήμου της Παλαιστίνης. Ο περιφερόμενος, στα στενά της Ομόνοιας, Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής, η περιφορά του ωραιότερου νεκρού σώματος, είναι η πορεία του ιδανικού αντρικού σώματος, του ελληνικού κορμιού, όπως το γνώρισε και το σμίλεψε ο συγγραφέας. Σ’ αυτή την πορεία τον συνοδεύουν «οι στρατιώτες που είχαν παζαρέψει το κορμί τους», γιατί, «τω καιρώ εκείνω ήτανε όλοι δυνατοί, γιατί δουλεύανε με το κορμί τους». Ο Πάνας βαδίζει πλάι πλάι με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Όσοι απόμειναν, μέσα στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου της Ομόνοιας, δεν έχουν παρά να εγκαταλείψουν τις ηδονοβλεπτικές χαραματιές του ξενοδοχείου και να πάνε κι αυτοί να φιλήσουν εκεί «...όπου είναι οι χαρακιές της δύναμης, μεριές μεριές στο στήθος μέχρι κάτω στην κοιλιά».

Ο συγγραφέας επανακτά τον αντρισμό της γραφής εις βάρος της εκθήλυνσης της κοινωνίας. Βγαίνει στους δρόμους, παρατηρεί το πλήθος, προσπαθεί να συλλάβει τον νεορεαλισμό της καινούργιας έκρυθμης Αθήνας. Οι κίνδυνοι της μετανάστευσης θα αντικατασταθούν από την επερχόμενη διάβρωση του τουρισμού και της ευρωπαϊκής ένταξης.

Στα υπόλοιπα διηγήματα ο συγγραφέας είναι απαλλαγμένος από το άγχος του χρονικογράφου. Βέβαια η βορειοελλαδίτικη πόλη θα επανέρχεται στις τελευταίες συλλογές που θα έχουν τη μορφή χρονικών. Το ισχυρό μοτίβο της Θεσσαλονίκης χλομιάζει δίνοντας χώρο σε ένα διαφοροποιημένο αισθαντικά χώρο. Ήδη ο συγγραφέας Ιωάννου έχει βρει τη δική του Αλεξάνδρεια μέσα στην χαοτική Αθήνα και, χορτασμένος από τις παλιές ιστορίες, ξαναρίχνεται στο παιγνίδι της καθημερινότητας. Φωτογραφίζεται στην Ομόνοια και, μετά το Βαρδάρη, υιοθετεί άλλη μια πλατεία, ενώνοντας τους δύο ομφαλούς της χώρας.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Μετουσιώνει την τέχνη του προσωπικού σε καθολική ενατένιση, εναρμονίζει τη γλώσσα της ψυχής και του σώματος, δίνει τονικότητα σε ένα κείμενο που θέλεις να το ψάλεις αντί να το διαβάσεις.

Η δεκαετία του ’80 μεταμορφώνει την Ελλάδα ιδεολογικά και κοινωνικά. Οι γενιές της κατοχής γερνάνε και οι καινούργιοι Έλληνες ακούνε παραξενεμένοι τις ιστορίες αυτού του περιπλανώμενου τροβαδούρου των παθών και των πόθων που έζησαν οι θείοι και οι πατεράδες τους. Η φραστική τολμηρότητα ορισμένων φράσεων προσπερνάει τις νύξεις. Ο συγγραφέας επανακτά τον αντρισμό της γραφής εις βάρος της εκθήλυνσης της κοινωνίας. Βγαίνει στους δρόμους, παρατηρεί το πλήθος, προσπαθεί να συλλάβει τον νεορεαλισμό της καινούργιας έκρυθμης Αθήνας. Οι κίνδυνοι της μετανάστευσης θα αντικατασταθούν από την επερχόμενη διάβρωση του τουρισμού και της ευρωπαϊκής ένταξης.

Ο αφηγητής απολαμβάνει τη μοναξιά της πόλης, όπως η δασκάλα στο ομώνυμο διήγημα, που σκύβει τρυφερά πάνω στον ηδονοβλεψία φαντάρο και κλαίνε μαζί για όσα δεν ολοκληρώθηκαν. Άλλη μια ματαίωση, σαν εκείνη με το καθηλωμένο ανάπηρο αγόρι, που ζήταγε χείρα βοηθείας για να ολοκληρώσει τις ονειρώξεις του. «Η δασκάλα», ως διήγημα, αποτελεί ακόμη ένα κείμενο για αποθησαύρισμα και καταδεικνύει τις δυνατότητες του συγγραφέα για δημιουργία μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Η ενδεχόμενη ταύτιση της ηρωίδας με ένα ακόμη από τα προσωπεία του συγγραφέα θα μας οδηγούσε στην κουραστικά διατυπωμένη χρήση του Φλομπέρ για το ποιος είναι η κυρία Μποβαρί. Δεν είναι, πάντως, «Η κυρία Μινώταυρου», η πιο καρναβαλική φυσιογνωμία του συγγραφέα στο ομώνυμο διήγημα, όπου αποθεώνεται η μάσκα και η μεταμφίεση. Οι υποκοσμιακές φιγούρες των μεταμφιεσμένων γυναικών μοιάζουν σαν περισσεύματα από τον ταχτσικό περίγυρο. Είναι συγκινητική η επίδειξη συμπάθειας, παρά το σαρκασμό της γραφής, γι’ αυτό το υποκοσμιακό περιβάλλον που αναδεικνύεται ως ένα εναλλακτικό πεδίο της πόλης θυμίζοντάς μας την τριλογία της Νέας Υόρκης του Άντι Γουόρχολ. «Η κυρία Μινώταυρου» κλείνει τη συλλογή.

Τα υπόλοιπα βιβλία του, ακόμη και η “Καταπακτή”, μοιάζουν με συμπληρωματικές σημειώσεις που αποσαφηνίζουν όσα θαυμαστά υπαινισσόταν ο συγγραφέας στα πρώτα του γραπτά. Ο “Επιτάφιος Θρήνος” είναι επίσης ο επιτάφιος της λογοτεχνικής πορείας του Γιώργου Ιωάννου, μόνο που δεν είναι θλιβερός, είναι στολισμένος με τα ωραιότερα άνθη, συνοδεύεται από τα δυνατότερα κορμιά και μοσχοβολάει αληθινό λόγο και μια αγάπη που τώρα πια ομολογείται. Κι ας μην ξεχνάμε ότι τον Επιτάφιο διαδέχεται η μακάρια ανάσταση”.

Για τον Γιώργο Ιωάννου δεν υπάρχει άλλο γιατρικό από την εξομολόγηση Facebook Twitter
Με τον Ηλία Πετρόπουλο και την γυναίκα του, το ζεύγος Λουκά Βενετούλα, και τον Βασίλη Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, 1964.
 

___________

Διαβάστηκε στον Πύργο Μπαζαίου το 2005, στο Φεστιβάλ Νάξου, με αφορμή το αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου με την συμμετοχή του Θωμά Κοροβίνη, της Έλενας Χουζούρη και του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό (δε)κατα, το φθινόπωρο 2006.

* Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο "Καινούργια πόλη" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη


[1] (Φράνκο Λα Τσέκλα, Απότομοι Τρόποι, Η ανθρωπολογία του αρσενικού, Κέδρος 2004.)

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 19.8.2017

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Βιβλίο / Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Η συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου μιλά για την εποχή μας, τον χώρο της εκπαίδευσης και την ταυτότητα του νεοέλληνα.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Βιβλίο / «Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Ο Ντόναλντ Σασούν, ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και άλλοτε στενός φίλος, συνεργάτης και επιμελητής των βιβλίων του Έρικ Χoμπσμπάουμ, μιλά στη LiFO.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Βιβλίο / Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Η συγγραφέας του βιβλίου “Diva”, Ντέζι Γκούντγουιν, τονίζει με άρθρο της στον Guardian ότι το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της κορυφαίας τραγουδίστριας τραγική, σημαίνει ότι την αδικεί κατάφωρα.
THE LIFO TEAM
Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Βιβλίο / Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Ο Βρετανός ιστορικός Πολ Κάρτλετζ αποκαθιστά την ιστορική πόλη της αρχαιότητας που αντιμετώπιζαν υπεροπτικά οι Αθηναίοι. Δείχνει πώς τα θηβαϊκά θέματα επιβιώνουν στη σύγχρονη τέχνη, γράφει για τον Επαμεινώνδα που είχε έναν μόνο τραχύ μανδύα, παρουσιάζει την κοινωνία που δημιουργεί τον Ιερό Λόχο, ένα στρατιωτικό σώμα που αποτελείται αποκλειστικά από εραστές και ερώμενους.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Συζητώντας για ένα θέμα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, τους δωσίλογους της Κατοχής

Βιβλίο / Oι δωσίλογοι, ένα θέμα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας

Μέσα από την έρευνά του σε αρχεία που μέχρι σήμερα παραμένουν κλειστά ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης εξετάζει τα γεγονότα και τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές σε μια πολύπαθη και αιματηρή για την Αθήνα περίοδο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρούση μπήκε στα ευπώλητα από στόμα σε στόμα

Βιβλίο / Το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρούση μπήκε στα ευπώλητα από στόμα σε στόμα

Το Λίγα Λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση είναι ένα μυθιστόρημα με ποιητικό λόγο που το νεανικό κοινό το ανακάλυψε μέσω word of mouth. Και όπως λέει και ένας φίλος της «ένα καλό βιβλίο είναι σαν μία νάρκη, δεν ξέρεις σε ποιανού την ψυχή θα σκάσει».
M. HULOT
Γκαζμέντ Καπλάνι «Με λένε Ευρώπη»

Το πίσω ράφι / «Με λένε Ευρώπη»: Το βιβλίο ενός Αλβανού μετανάστη για τις περιπέτειές του στην Ελλάδα

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι εναλλάσσει την εμπειρία του στην Ελλάδα με τις μικρές οδύσσειες ανθρώπων που άφησαν πίσω την πατρίδα τους, σε ένα βιβλίο που κινείται διαρκώς μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και καταπιάνεται με το ανεξάντλητο θέμα της μετανάστευσης και της ταυτότητας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο Larry Gus διάβασε τον «Οδυσσέα» του Τζόις περπατώντας τους δρόμους της Αθήνας

The Book Lovers / Ο Larry Gus διάβασε τον «Οδυσσέα» του Τζόις περπατώντας τους δρόμους της Αθήνας

O Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον μουσικό και συνθέτη Larry Gus, aka Παναγιώτη Μελίδη, για τα βιβλία που επηρέασαν τη μουσική του. Πρόκειται για έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό αναγνώστη.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Μέχρι τον Αύγουστο»: Το ‘χαμένο’ μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έπρεπε να παραμείνει χαμένο

Βιβλίο / «Μέχρι τον Αύγουστο»: Το «χαμένο» μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έπρεπε να παραμείνει χαμένο

Το βιβλίο προσφέρει στιγμιαίες απολαύσεις, αλλά είναι ολοφάνερα ημιτελές και πολλά σημεία του μοιάζουν τόσο κακογραμμένα που καθιστούν απολύτως κατανοητή την επιθυμία του συγγραφέα να μην εκδοθεί ποτέ.
THE LIFO TEAM
Ο σουρεαλιστικός «συντε(λο)γοτεχνικός» κόσμος του Αχιλλέα ΙΙΙ

Βιβλίο / Ο σουρεαλιστικός «συντε(λο)γοτεχνικός» κόσμος του Αχιλλέα ΙΙΙ

Ο βραβευμένος συγγραφέας που μόλις κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων του με τον διφορούμενο τίτλο «Τέλος Πάντων» εξηγεί, μεταξύ πολλών άλλων, γιατί τον απασχολούσε συνέχεια το τέλος του κόσμου, σε σημείο που του έγινε εμμονή.
M. HULOT
Πέρα από τις Ακυβέρνητες πολιτείες: O Τσίρκας, ο Σεφέρης, ο Κοτζιάς και η Χούντα του 1967

Lifo Mini – Series / Πέρα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες: O Τσίρκας, ο Σεφέρης, ο Κοτζιάς και η Χούντα του '67

H Κωνσταντίνα Βούλγαρη σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Στρατή Τσίρκα, μιλά για τη φιλία του με τον Σεφέρη, την πολιτική του δράση μέσα στη Δικτατορία, αλλά και για το πώς έπεισε τον Παύλο Ζάννα να μεταφράσει Προυστ, μέσα στη φυλακή. Στο podcast ακούγονται για πρώτη φορά αποσπάσματα από διάλεξη που είχε δώσει ο Σ. Τσίρκας μαζί με τον Α. Kοτζιά.
THE LIFO TEAM
Σέρχιο Πιτόλ «Συζυγική ζωή»

Το Πίσω Ράφι / «Η συζυγική ζωή»: Η απολαυστική σάτιρα του Σέρχιο Πιτόλ για τις δηλητηριασμένες σχέσεις

Μέσα από τις απέλπιδες προσπάθειες μιας γυναίκας ν’ απαλλαγεί οριστικά από τον άπιστο σύζυγό της, με τη λοξή και ειρωνική ματιά του, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς μεταμορφώνει σε φάρσα αυτό που άλλοι θα έβλεπαν ως τραγωδία.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Paul Lynch

Βιβλίο / Paul Lynch: «Υπάρχουν συγγραφείς που παίζουν στο κέντρο του γηπέδου, εγώ παίζω στα άκρα»

Ο πέμπτος Ιρλανδός συγγραφέας που παίρνει το Booker εξηγεί στη Βένα Γεωργακοπούλου γιατί στην Ιρλανδία βγαίνουν τόσο σημαντικά βιβλία, περιγράφει πως σε μια λαϊκή σχολίασαν το βραβευμένο βιβλίο του ως «πολύ μαύρο» και πως αν καθόταν να γράψει κάτι για να κερδίσει, αυτό δεν θα ήταν το «Τραγούδι του προφήτη».
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Nανά Δαρειώτη: «Ε. Ζολά, Κ. Μπλίξεν και Ε. Βουτσινά - Οι συγγραφείς που θα με συνδέουν πάντα με την κουλτούρα του φαγητού»

The Book Lovers / «Ο Ζολά, η Μπλίξεν και η Βουτσινά θα με συνδέουν πάντα με την κουλτούρα του φαγητού»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την δημοσιογράφο γεύσης Νανά Δαρειώτη για όλα εκείνα τα βιβλία που την διαμόρφωσαν αλλά και για τα αστυνομικά μυθιστορήματα που την ξαναέβαλαν στον κόσμο της ανάγνωσης μετά από μια βασανιστική περίοδο long covid που πέρασε τελευταία.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ