H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Αν συναντούσαμε την Αξιώτη, όπως την πρωτοαντίκρισε ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα, το φθινόπωρο του '68, θα βλέπαμε μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα, με την ευγένεια παλιάς αρχόντισσας και την κοκεταρία Παριζιάνας.
0

«Συγγραφέας, σου λέει ο άλλος! Που δεν είχες γράμματα από προσωπικότητες να σου λένε το ένα και τ' άλλο, επαίνους φυσικά. Δεν είχες τα λεγόμενα "κατάλοιπα", δεν έχεις κληρονόμους, να σε τυπώνουν μετά θάνατον. Δηλαδή φύλακες πιστοί της μνήμης σου, των θησαυρών του μυαλού σου. Και τα λοιπά. Δεν είχες τίποτα. Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος; Τίποτα το εγκόσμιο. Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί...».

Ο παραπάνω καημός ξεχύνεται από την «Κάδμω», το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη, και είναι απ' αυτούς που συμμερίζονται, είτε το παραδέχονται είτε όχι, πολλοί συγγραφείς. Θα μνημονεύεται το έργο τους όταν δεν θα υπάρχουν; Θα δώσει καρπούς η κληρονομιά τους ή θα ξεχαστεί; Ταυτισμένη με τις περιπέτειες της Αριστεράς, η Αξιώτη πέθανε στα 70 της, το 1973, πριν αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται εκείνοι που τη συγκρίνουν με τη Βιρτζίνια Γουλφ. Κηδεύτηκε με έξοδα της εκδότριάς της, της Νανάς Καλλιανέση, και στις εφημερίδες της εποχής η είδηση του θανάτου της δεν πέρασε ούτε στα ψιλά. Κι όμως, οι «Δύσκολες Νύχτες», το πρώτο της μυθιστόρημα, η βράβευση του οποίου έβγαλε από τα ρούχα της την Πηνελόπη Δέλτα, συνεχίζει να βρίσκει αναγνώστες. Οι θησαυροί του μυαλού της τροφοδοτούν έργα ζωής για φιλολόγους και ιστορικούς. Στο Facebook, τις προάλλες, μια νέα πεζογράφος, η Μάρτυ Λάμπρου, αναρτούσε: «Η Αξιώτη μου μεταδίδει ελευθερία. Όταν τη διαβάζω, συναντώ τον άνθρωπο που έχουμε ξεχάσει να είμαστε». Και τώρα, τη στιγμή που ο Κέδρος επανεκδίδει την «Κάδμω» σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τη Μαρία Κακαβούλια, ένας τόμος της Άγρας, επιμελημένος από τη Μαίρη Μικέ, με τα γράμματα που αντάλλαξε η ίδια με τον Ρίτσο στις αρχές της δεκαετίας του '60, στρέφει και πάλι την προσοχή μας πάνω της.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.

Αν συναντούσαμε την Αξιώτη προς το τέλος της ζωής της, όπως την πρωτοαντίκρισε ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα, το φθινόπωρο του '68, θα βλέπαμε μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα, με την ευγένεια παλιάς αρχόντισσας και την κοκεταρία Παριζιάνας, με μάτια σκούρα, γεμάτα περιέργεια, καταχωνιασμένα στις κόγχες τους, και με λόγο στακάτο, «που δεν χαρίζει κάστανα, τα λέει χύμα». Τα χρόνια της προσφυγιάς, μετά τον Εμφύλιο, και της αναγκαστικής περιπλάνησης στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ήταν πια πίσω της. Ζούσε ολομόναχη, με τη φροντίδα λίγων φίλων, σε μια πανσιόν στην οδό Ηρακλείτου, μεταφράζοντας διηγήματα του αγαπημένου της Τσέχοφ. Ωστόσο, μέχρι να τσακιστούν τα νεύρα της και να αρχίσει η μνήμη της να την εγκαταλείπει, υπό τη συνεχή παρότρυνση του Ρίτσου θα ολοκλήρωνε ένα πεζό ακόμα, την «Κάδμω», προβάλλοντας τα του βίου της πάνω σ' ένα ονειρικό πλάσμα που της έμοιαζε σαν μια σταγόνα νερό.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Η Μέλπω Αξιώτη

«Τα ελληνικά της είναι άψογα, από τα καλύτερα που έχω διαβάσει, αλλά έχουν εκείνο το βαθύ ένστικτο και τη σοφία της λαϊκής γλώσσας» σημείωνε αργότερα ο Κουμανταρέας στο κείμενο που της αφιέρωσε στον «Πλανόδιο Σαλπιγκτή»: «Σκέφτομαι πως μόνο οι παλιοί λογοτέχνες κατόρθωσαν να πιάνουν τη γλώσσα σε βάθος, κι ότι εμείς οι νεότεροι αγωνιζόμαστε να την κερδίσουμε μέσα από τα μπαλώματα της γυμνασιακής μας μόρφωσης και του αστικού πολιτισμού. Πολλές φορές μας φαίνεται ότι αυτό που έχουμε να πούμε είναι σημαντικότερο από το πώς θα το πούμε, ξεχνώντας ίσως πως όλο το πρόβλημα του περιεχομένου είναι σε άμεση συνάρτηση με το παίδεμα της έκφρασης».

Αυτό η Αξιώτη δεν το ξεχνούσε ποτέ. Οι εμπειρίες, οι ιδέες, οι αναμνήσεις, οι ονειροπολήσεις, τα συναισθήματά της, όλα τους δένονταν άρρηκτα με το γλωσσικό της ιδίωμα. Σήμερα, όσοι ενδιαφέρονται γι' αυτό που λέμε νεοελληνική λογοτεχνία ξέρουν πως η αυθόρμητη, προφορική, συνειρμική γραφή της, μια γραφή που ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο της Γενιάς του '30, άνοιξε δρόμους. Μέσα απ' τη δική της γλώσσα άντλησε ο Ταχτσής την αμεσότητα που χρειαζόταν για το «Τρίτο Στεφάνι» κι αυτήν κρατούσε για πυξίδα της η Μάρω Δούκα όταν ξεκινούσε την «Αρχαία Σκουριά». Η Αξιώτη, πάντως, δουλεύοντας την «Κάδμω», καθώς ανακαλούσε σαν ταινία τα περασμένα κι έβλεπε τις ηρωίδες των βιβλίων της να ζωντανεύουν και να την τριγυρίζουν, έγραφε: «Όλα γεννιούνται, ζουν, κι έπειτα εξαφανίζονται. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί που γράφουν, κι έτσι οι επόμενες γενεές τα μαθαίνουν... Όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα. Αλλά τι να το κάμεις όταν θα είσαι μες στη γη, τυφλή, κουφή, αναίσθητη, χωρίς αναπνοή»...

Στο αμέσως προηγούμενο έργο της, το «Σπίτι μου», που το 'χε γράψει εκπατρισμένη ακόμα, η Αξιώτη ονειρευόταν τον τόπο της και το μυκονιάτικο πατρικό της, ανύποπτη για τη θλίψη που θα την έζωνε επιστρέφοντας. Όπως επισημαίνει η Κακαβούλια στο επίμετρο της «Κάδμως», ο γυρισμός έδωσε στη συγγραφέα άλλο ένα πλήγμα, την αίσθηση πως γύρισε σε μια πατρίδα άγνωστη. Χωρίς στενούς συγγενείς, χωρίς ιδιοκτησία και σκληραγωγημένη από τη μοναξιά του ανθρώπου που «πρέπει να τα συλλογίζεται όλα μόνος του χωρίς αντίλαλο», η Αξιώτη είναι καταδικασμένη να νιώθει διαρκώς εξόριστη. Στις «Δύσκολες Νύχτες» και στο «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;», που είχαν δημοσιευτεί πριν από τον πόλεμο, μιλούσε για την αθωότητα και την επώδυνη ωρίμανση, για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, για το μεγάλο ταξίδι της ζωής που ανοιγόταν μπροστά της. Στις εξομολογητικές σελίδες της «Κάδμως», όμως, μιλά κυρίως για την εγκατάλειψη, τη φθορά, τον θάνατο. Τον τόνο, εδώ, δίνει η πίκρα.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Ένας τόμος των εκδόσεων Άγρα, επιμελημένος από τη Μαίρη Μικέ, με τα γράμματα που αντάλλαξε η ίδια με τον Ρίτσο στις αρχές της δεκαετίας του '60, στρέφει και πάλι την προσοχή μας πάνω της.
H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Η «Κάδμω», το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη, επανεκδίδεται από τον Κέδρο σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τη Μαρία Κακαβούλια.

Παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλωμένο χωρίς μητέρα, η Αξιώτη έζησε για λίγο σαν αρχοντοπούλα στη Μύκονο –ο πατέρας της υπήρξε διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς–, φοίτησε εσωτερική στις Ουρσουλίνες της Τήνου και μετά το τέλος ενός σύντομου γάμου, σαν φτερό στον άνεμο, χωρίς υπάρχοντα, πήγε να ζήσει και να γράψει στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Ταυτισμένη με τις περιπέτειες της Αριστεράς, η Αξιώτη πέθανε στα 70 της, το 1973.

Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ, δουλεύει σκληρά στον παράνομο Τύπο με την Έλλη Παππά, την Έλλη Αλεξίου, τη Διδώ Σωτηρίου, την Ηλέκτρα Αποστόλου –όλες φίλες της–, και μπαίνει στο πετσί του στρατευμένου συγγραφέα, δημοσιεύοντας κείμενα με αγωνιστικό περιεχόμενο που γίνονται ανάρπαστα και για τα οποία η ίδια θα είναι πάντα περήφανη. Την άνοιξη του '47, με τον φόβο ότι θα υποστεί διώξεις, βρίσκει καταφύγιο στο Παρίσι, όπου θα λάμψει στρέφοντας το διεθνές ενδιαφέρον προς την Ελλάδα, θα συγχρωτιστεί με μορφές όπως ο Νερούδα, ο Αραγκόν και ο Ελιάρ, θα δει το μυθιστόρημά της «Εικοστός Αιώνας» να μεταφράζεται και να συζητιέται, ενώ, ανάμεσα σε άλλα, θα γράψει στα γαλλικά το αυτοβιογραφικό «Republique-Bastille», που, μεταφρασμένο από την Τιτίκα Δημητρούλια, μόλις πρόσφατα εκδόθηκε στη χώρα μας.

 

Ο ελληνικός Εμφύλιος τελειώνει, αλλά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου η Αξιώτη απελαύνεται από τη Γαλλία και μεταφέρεται απροειδοποίητα στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Από το '50 ως τον επαναπατρισμό της, το '65, θα αλλάζει συνεχώς τόπους διαμονής –στη Βαρσοβία, στη Σόφια, ξανά στο Ανατολικό Βερολίνο– μετακινούμενη, έπειτα από κομματικές διαπραγματεύσεις, ως αριστερή εμιγκρές λογοτέχνις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα, πέρα από την έγνοια να κρατήσει ζωντανά τα ελληνικά της, πέρα απ' την αποξένωση και τη μοναξιά, θα 'χει να αντιμετωπίσει και τον «μαρξιστικό έλεγχο» πάνω στα γραπτά της, που θα την αποκαρδιώνει όλο και περισσότερο.

Σε αυτήν τη φάση πιάνει επαφή με τον παλιό της φίλο Γιάννη Ρίτσο, παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει ώστε να εκδοθεί στην Ελλάδα το «Κοντραμπάντο», η πρώτη ποιητική της σύνθεση μετά την προπολεμική «Σύμπτωση». Κι εκείνος, όχι μόνο θα αναλάβει όλα τα πρακτικά ζητήματα για την κυκλοφορία της συλλογής της αλλά θα γίνει αποδέκτης όσων γράφει η Αξιώτη από δω και πέρα και θα φροντίζει να τονώνει συνεχώς το ηθικό της με ισχυρές δόσεις αγάπης, αισιοδοξίας και εκτίμησης. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την αλληλογραφία τους («Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά»), στην αρχή η ίδια είναι πολύ κουμπωμένη. Τόσα χρόνια στην εξορία, έχει ξεμάθει ν' ανοίγεται και το στεγνό της ύφος προκαλεί στον ποιητή από αμηχανία μέχρι οργή. Σιγά-σιγά, όμως, υποχωρούν οι άμυνές της και ο διάλογός τους γίνεται όλο και πιο άμεσος, όλο και πιο ουσιαστικός.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
«Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά» από την αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με τη Μέλπω Αξιώτη,

«Δεν μας μένει πια παρά μόνο η δουλειά μας. Αν δεν μπορούμε να σωθούμε μ' αυτήν, τίποτα δεν μας σώζει» τη διαβεβαιώνει ο Ρίτσος. «Αυτός που έγραψε το "Κοντραμπάντο" δεν έχει φόβο – γλυτώνει απ' το ναυάγιο, γλυτώνει και τους ναυαγούς, αν όχι σήμερα, αύριο-μεθαύριο. Απ' τον καιρό που διάβασα αυτό το ποίημά σου δεν ανησυχώ πια για σένα και για την αντοχή σου. Ξέρεις να μεταβάλλεις την οδύνη, την παρεξήγηση, τη μόνωση, σε κατανόηση, σε δύναμη αποδοχής και σε ομορφιά, θα 'λεγα – δηλαδή σε ουσία ζωής. Άσ' τη την καημένη τη Γουλφ μες στο ποτάμι. Η Μέλπω θα μείνει όρθια πάνω στο γεφύρι που έχτισε με την τέχνη της για να περνοδιαβαίνει ανεμπόδιστα απ' το χτες στο σήμερα, απ' το σήμερα στο αύριο – όλο σε ένα μακρινότερο αύριο, ενώνοντας φιλικά τις εποχές, τους ανθρώπους, τα έργα τους, τα πράγματα». Έτσι ακριβώς!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ