Οι αρετές του περπατήματος στο δοκίμιο του φιλόσοφου Φρεντερίκ Γκρο

Οι αρετές του περπατήματος στο δοκίμιο του φιλόσοφου Φρεντερίκ Γκρο Facebook Twitter
Το βάδισμα, σπεύδει να διευκρινίσει ο Γκρο, δεν είναι άθλημα. Τα αθλήματα προϋποθέτουν τεχνική και κανόνες, επιδόσεις, ανταγωνισμό, αποτελέσματα. Είναι συνδεδεμένα με τις έννοιες της αντοχής, της πειθαρχίας, απαιτούν ειδικό εξοπλισμό και μπορούν να προσφέρουν άφθονη τροφή στα μίντια ως θέαμα. Τίποτε απ’ αυτά, όμως, δεν ισχύει για το περπάτημα.
0

Αν ακούτε φιλοσοφικό δοκίμιο και παίρνετε δρόμο, πρέπει να δώσετε μια ευκαιρία στο «Περπατώντας» του Φρεντερίκ Γκρο (μετ. Ρούλα Τσιτούρη, εκδ. Ποταμός). Μάλλον άγνωστος εδώ εκτός ακαδημαϊκών κύκλων, στη Γαλλία, χρόνια τώρα, πέρα από αυθεντία στο έργο του Μισέλ Φουκώ, ο Γκρο ξεχωρίζει κι ως ένας από τους δημοφιλέστερους φιλοσόφους που καταπιάνονται με συνηθισμένα, καθημερινά θέματα. Απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα αναζητά κι ο ίδιος - για τη σχέση μας με το χώρο και το χρόνο, για την αιωνιότητα, τη μοναξιά-  αλλά το κάνει με αφορμή  απλές εμπειρίες, οικείες λίγο πολύ σε όλους μας. Κάτι τέτοιο είναι και το βάδισμα. Ακόμη κι όσοι φτάσαμε να ζούμε βιδωμένοι μπροστά σε μια οθόνη, δε μπορεί, πέντε βήματα τα κάνουμε.

Το δοκίμιο του Γκρο, βατό και καλογραμμένο, μας ωθεί να τα πολλαπλασιάσουμε. Διαβάζοντάς το, ξαναφουντώνει μέσα σου η επιθυμία για εκδρομή, για βόλτα, για έναν μικρό, έστω, πρωινό περίπατο. Οι σελίδες του «Περπατώντας» είναι σπαρμένες με σκέψεις για τις χαρές που προσφέρει η κίνηση έξω απο τους τέσσερις τοίχους, σε χαμηλές, πολύ χαμηλές ταχύτητες: δημιουργική έμπνευση, γαλήνη, συμφιλίωση με τα τελείως απαραίτητα, ξαλάφρωμα από τα προσωπεία της κοινωνικής μας ταυτότητας. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν και μια γλαφυρή ξενάγηση στη ζωή και την κληρονομιά μορφών όπως ο Νίτσε, ο  Ρεμπώ, ο Ρουσσώ, ο Θορώ, ο Γκάντι, στοχαστών δηλαδή που δεν αντιλαμβάνονταν το περπάτημα σαν ένα διάλειμμα από τη δουλειά τους αλλά ως συστατικό στοιχείο του έργου τους.

Οι σελίδες του «Περπατώντας» είναι σπαρμένες με σκέψεις για τις χαρές που προσφέρει η κίνηση έξω απο τους τέσσερις τοίχους, σε χαμηλές, πολύ χαμηλές ταχύτητες: δημιουργική έμπνευση, γαλήνη, συμφιλίωση με τα τελείως απαραίτητα, ξαλάφρωμα από τα προσωπεία της κοινωνικής μας ταυτότητας.

Το βάδισμα, σπεύδει να διευκρινίσει ο Γκρο, δεν είναι άθλημα. Τα αθλήματα προϋποθέτουν τεχνική και κανόνες, επιδόσεις, ανταγωνισμό, αποτελέσματα. Είναι συνδεδεμένα με τις έννοιες της αντοχής, της πειθαρχίας, απαιτούν ειδικό εξοπλισμό και μπορούν να προσφέρουν άφθονη τροφή στα μίντια ως θέαμα. Τίποτε απ’ αυτά, όμως, δεν ισχύει για το περπάτημα. Ασφαλώς, λέει,  κι έχουν γίνει απόπειρες για να δημιουργηθεί μια νέα αγορά μ’ επαναστατικά παπούτσια, εξαιρετικά παντελόνια και μοναδικής χωρητικότητας σακίδια αλλά –τι ανακούφιση!-  στην πραγματικότητα, το μόνο που χρειαζόμαστε για να περπατάμε είναι τα πόδια μας.  «Αρκεί μια μπουκιά ψωμί, μια γουλιά νερό, ένα ανοιχτό τοπίο, για να νιώσει κανείς ελεύθερος»...

Η πρώτη φιλοσοφική πραγματεία για το βάδισμα, όπως μαθαίνουμε, γράφτηκε από τον Χένρι Ντέιβιντ Θορώ («Walking»). Μάρτυρας της εποχής όπου ανατέλλει η μαζική παραγωγή, ο καπιταλισμός και η βιομηχανική εκμετάλλευση, ο αμερικανός συγγραφέας της «Πολιτικής ανυπακοής» και του «Ουώλντεν» προαισθανόμενος  πως η μανία για το κέρδος δεν θ’αργήσει και πως η φύση, ως προϊόν κι αυτή, θα λεηλατηθεί, πρότεινε μια νέα οικονομία, βασισμένη σε μια πολύ απλή αρχή, όπως θυμίζει ο Γκρο. Το ερώτημα που έθεσε δεν είναι τι αποφέρουν οι διάφορες δραστηριότητές μας αλλά τι κοστίζουν σε στιγμές καθαρής ζωής. Για παράδειγμα, ένας περίπατος στο δάσος, με κλασικούς οικονομικούς όρους, είναι χρόνος σπαταλημένος, δεν αποδίδει τίποτα. Για κάποιον όμως που θέλει  ν’ αδειάσει το μυαλό του από τις έγνοιες, ν’ απαλλαγεί από τις φλυαρίες των διπλανών του κι αποζητά στιγμές με μεγάλη διάρκεια, παρουσιάζει ανυπολόγιστο όφελος.

Μολονότι δεινός περιπατητής –βάδιζε καθημερινά τρείς με πέντε ώρες- ο Θορώ δεν ταξίδεψε πολύ. Η εμπειρία του βαδίσματος που τροφοδότησε τη σκέψη και τα γραπτά του αφορούσε αποκλειστικά τους περιπάτους στα  περίχωρα του γενέτειράς του, του Κόνκορντ, μια μικρή κωμόπολη έξω από τη Βοστώνη. Ήταν ταξιδιώτης στον τόπο του και μ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του, «μας προειδοποιεί για τους κινδύνους που εγκυμονεί η αναζητήση του εξωτισμού», επισημαίνει ο Γκρο. Όποιος θέλει να περπατήσει, τονίζει με τη σειρά του ο γάλλος συγγραφέας, δεν είναι ανάγκη να πάει μακρυά. Η αληθινή ουσία του βαδίσματος, επιμένει,  δεν συνίσταται στη συνάντησή μας με άλλα πρόσωπα κι άλλες κουλτούρες, βρίσκεται στις παρυφές του πολιτισμένου κόσμου, όποιος κι αν είναι αυτός. «Να βαδίζεις σημαίνει να μένεις στην άκρη: στο περιθώριο αυτών που δουλεύουν, στο περιθώριο των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, στο περιθώριο όσων παράγουν κέρδος και δυστυχία, των εκμεταλλευτών, των εργαζομένων, στο περιθώριο και των σοβαροφανών που έχουν πάντα κάτι καλύτερο να κάνουν από το να καλωσορίσουν τον χλωμό ήλιο τον χειμώνα ή το δροσερό αεράκι την άνοιξη»…

Δεινός πεζοπόρος και μάλιστα απίστευτα ανθεκτικός υπήρξε κι ο Νίτσε. «Να κάθεσαι όσο το δυνατόν λιγότερο», έγραφε στο «Ιδέ ο άνθρωπος»  συμπυκνώνοντας τις θεμελιώδεις αρχές της φιλοσοφίας του. «Να μην εμπιστεύεσαι κανέναν στοχασμό που δεν γεννήθηκε στο ύπαιθρο και σε ελεύθερη κίνηση –και όπου δεν συνεορτάζουν οι μύες. Όλες οι προκαταλήψεις προέρχονται από τα εντόσθια. Η καθιστική ζωή- το έχω ξαναπεί- είναι η κατεξοχήν αμαρτία ενάντια στο Άγιο Πνεύμα». Ο γερμανός φιλόσοφος πρωτοκατέφυγε στο βάδισμα –και τη μοναξιά- νέος, σε μια φάση που αδυνατούσε να διαχειριστεί τη ζωή του. Τότε που ο ακαδημαϊκός του ζήλος και η ατσαλενένια του υγεία αποδεικνύονταν βραχύβια, τότε που η «Η γέννηση της τραγωδίας» εξόργιζε τους φιλολογικούς κύκλους, την εποχή που ο ίδιος αισθανόταν ανεπιθύμητος ως πιθανός σύζυγος και αποστρεφόταν πια τόσο την υπεροψία του Βάγκνερ  όσο και τη μουσική του. Υποφέροντας από απανωτές κρίσεις και παροξυσμούς, με πονοκεφάλους να τον καθηλώνουν στο κρεβάτι μέσα στο σκοτάδι και με την όρασή του να χειροτερεύει, ο Νίτσε  ζητά ν’ αποδεσμετεί για ένα χρόνο από το λύκειο που εργάζεται, αλλά το σώμα του εξακολουθεί να τον εκδικείται. Έτσι φτάνει ν’ αναζητήσει γιατρικό στο περπάτημα, για να ξεχνά τις σφυριές στα μηνίγγια του, για ν’ αποφεύγει την ταραχή του κόσμου. Και πάλι μάταια όμως. Ώσπου τον Μάιο του 1879 παραιτείται κι από το πανεπιστήμιο της Βασιλείας και μέσα στην επόμενη δεκαετία –την πιο γόνιμη της πνευματικής πορείας του- εξελίσσεται στον βαδιζομανή ερημίτη που διέσωσε ο θρύλος.

Όπως παρατηρεί ο Φρεντερίκ Γκρο, σε αντίθεση με τον Καντ που περπατά ίσα για να ξεμουδιάσει από την ακινησία, το βάδισμα για τον Νίτσε αποτελεί προϋπόθεση για το έργο του - «Ο Νίτσε βαδίζει, όπως  άλλοι δουλεύουν. Δουλεύει βαδίζοντας». Πολλά βιβλία, λέει ο Γκρο, έχουν γραφτεί έπειτα από την ανάγνωση άλλων βιβλίων και κουβαλάνε τη βαριά οσμή του γραφείου, μυρίζουν όπως τα σκοτεινά, κακοαερισμένα δωμάτια. Υπάρχουν όμως και τα βιβλία που αναπνέουν, εκείνα που αποπνέουν  τον αέρα των ψηλών βουνών,  αυτά που δεν είναι κορεσμένα από νεκρή λογιοσύνη ούτε στενάζουν κάτω από τόνους υποσημειώσεων. Οι έγκλειστοι συγγραφείς δίνουν συνήθως βιβλία  βαριά και δύσπεπτα. Κάποιος όμως που συνθέτει το έργο του βαδίζοντας, «είναι ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά, η σκέψη του δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν».

Οι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν, άραγε, καλοί περιπατητές; Σίγουρα ο Σωκράτης ήταν αεικίνητος, αλλά στην πραγματικότητα, αυτό που του άρεσε δεν ήταν το βάδισμα, ήταν οι συναντήσεις του στην αγορά και τα γυμναστήρια. Και ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περπατώντας δίδασκαν, αλλά η μοναδική σχολή της αρχαιότητας που ήταν αληθινά περιπατητική, σύμφωνα με τον Γκρο, ήταν η σχολή των Κυνικών. Οι οπαδοί της, γράφει, βρίσκονταν σε κατάσταση μόνιμης αναζήτησης και διαρκούς περιπλάνησης, όπως οι σκύλοι. Ήταν νομάδες, εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες, ωμοί στην συμπεριφορά τους, όπως ωμή είναι κι η φύση, μ’ όλη τη γη για βασίλειό τους, χωρίς δεσμεύσεις, πλήρεις με τ’ απολύτως αναγκαία. «Ο κυνικός είναι το έξω», διαβάζουμε. «Και ακριβώς αυτή η απόσταση από τον κόσμο των ανθρώπων είναι που του επιτρέπει να αναμιγνύει τις μικρότητες  της ιδιωτικής ζωής με τις φαυλότητες της δημόσιας. Ο βίος “εκτός” είναι που του δίνει το δικαίωμα να στηλιτεύει, να χλευάζει”.

Στην “Αυτοπροσωπογραφία” του ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, το δήλωνε απερίφραστα:  «Ό,τι κάνω, το κάνω στον περίπατο, η εξοχή είναι το γραφείο μου. Η όψη του τραπεζιού, του χαρτιού και των βιβλίων με κάνουν να πλήττω, τα εργαλεία δουλειάς με αποκαρδιώνουν…». Αντίστοιχα σημαντική θέση θα βρει το περπάτημα και στο έργο του γάλλου ρομαντικού Ζεράρ ντε Νερβάλ, όχι όμως ως πηγή ενέργειας, αλλά ως ενεργητική έκφραση της μελαγχολίας. Αν υπάρχει κάποιος που, κυριολεκτικά, διέσχισε τη – σύντομη- ζωή του περπατώντας, δεν είναι άλλος από τον Αρθρούρο Ρεμπώ. Εκείνος, όμως, δεν περπατούσε επειδή τον καλούσε ο ανοιχτός ορίζοντας, ούτε επειδή ήλπιζε να βρεί στο τέλος της διαδρομής κάποια κρυμμένη αλήθεια. Στην περίπτωσή του, ο Γκρο αναγνωρίζει το βάθισμα ως φυγή, «ως αυτήν την ανείπωτη χαρά που ο πεζοπόρος αισθάνεται για όλα όσα αφήνει πίσω του». Ο Ρεμπώ βάδιζε επειδή τα σωθικά του φλέγονταν και το να μείνει αδρανής θα ΄ταν σαν ν’ αρνούνταν την ύπαρξή του. Όσο για τον Γκάντι, πολύ πριν συλλάβει την ιστορική πορεία του αλατιού, πολύ πριν περπατήσει επί 24 μέρες με χιλιάδες Ινδούς το 1930 εναντιωνόμενος στην σκανδαλώδη φορολογία του ταπεινού  αυτού αγαθού από τους Βρετανούς αποικιοκράτες,  από την εποχή ήδη που σπούδαζε στο Λονδίνο, περπατούσε τουλάχιστον επτά χιλιόμετρα καθημερινά για να βρεί ένα χορτοφαγικό εστιατόριο ή για να πάει στο πανεπιστήμιο. Έβλεπε το βάδισμα σαν μια ευκαιρία για ν’ αντληφθεί το εύρος της υπόσχεσης που είχε δώσει στη μητέρα του –αποχή από τις γυναίκες, το αλκοόλ και το κρέας- και να βεβαιωθεί πως είναι ικανός να την τηρήσει. Αυτός ήταν ο δικός του τρόπος για να εξασκηθεί στην εγκράτεια και την πειθαρχία.

Σύμφωνοι, με το βάζουμε το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο,  ούτε την βαρύτητα μπορούμε να ξεγελάσουμε ούτε να τρέφουμε αυταπάτες για την θνητότητά μας. Κι όμως, είναι εντυπωσιακό το πώς αυτή η τόσο μονότονα επαναλαμβανόμενη κίνηση, είναι ικανή να μας απογειώσει πνευματικά και να μας συμφιλιώσει με τον εαυτό μας. «Το βάδισμα σε προσκαλεί να πεθάνεις όρθιος» γράφει σ’ ένα σημείο ο Γκρο. Από τότε που τέλειωσα το βιβλίο του, αυτή η φράση κουδουνίζει στο μυαλό μου.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Βιβλίο / Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Μια νέα βιογραφία αναζητεί τα ίχνη του Έλληνα φιλοσόφου: κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις της αστικής τάξης της αρχαίας Αθήνας.
THE LIFO TEAM
Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ