Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τι θα γίνει αν δεν υπάρξει συμφωνία;

Ποια είναι η προτιμότερη συμπεριφορά στήριξης της κυβέρνησης τώρα που ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας.

Τι θα γίνει αν δεν υπάρξει συμφωνία;

Αν δεν υπάρξει συμφωνία, ή όσο καθυστερεί, το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το έχουμε εμείς, όχι οι εταίροι μας. Αυτοί θα πληρώνουν το κόστος της νευρικότητας και της αβεβαιότητας, εμείς το συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο κόστος της έλλειψης ρευστότητας, της επερχόμενης (εξ αυτής) νέας ύφεσης, ενός πιθανού τραπεζικού επεισοδίου (η Λούκα Κατσέλη το ανέφερε, δεν κινδυνολογώ) και της όλης οπισθοχώρησης που σημαίνει ένα ανάλογο οικονομικό περιβάλλον. Time is not on our side.

Υπάρχουν τρόποι να οδηγηθούμε σε δεινή θέση ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ να υπάρξει επίσημη ρήξη. Μπορούν να μας πουν: «Θέλετε χρόνο; Πάρτε τον. Πάρτε 2-3 μήνες και φέρτε μας ένα πρόγραμμα». Και οι ίδιοι θα φαίνονται μια χαρά διαλλακτικοί, χωρίς να αναλάβουν το κόστος ενός κατηγορηματικού «όχι». Το μεσοδιάστημα, βέβαια, ασφαλώς δεν θα μπορούν να μας δίνουν χρήματα, εφόσον θα είμαστε εκτός προγράμματος, πλην ίσως μιας (άτυπης και κάπως «παράνομης») χρηματοδότησης των τραπεζών μας από την ΕΚΤ ή μιας άδειας ανόδου του ορίου δανεισμού με έντοκα, ώστε να μην κλατάρουμε σε ένα βράδυ και έτσι η ελληνική κρίση να μη γίνει άμεσα εξαγώγιμη. Αυτό όμως οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε απόλυτο εκτροχιασμό των δημοσιονομικών μας (τα οποία έχουν ήδη ξεφύγει και το άνοιγμα από 1 δισ. έχει πάει ήδη στα 6) και σε υποχρεωτική λήψη άμεσων μέτρων. Άρα και σε ολοένα και χειρότερη διαπραγματευτική θέση. (Παρεμπιπτόντως, αυτό το σενάριο ακούγεται πολύ και σ' εμένα τουλάχιστον θύμισε –guess what!– μια πρόσφατη παρομοίωση του Βαρουφάκη...).

Η λογική ότι τα πάντα λύνονται με «πολιτικές αποφάσεις» (ουάου!) και αποτελούν ζήτημα «πολιτικής βούλησης» (ξανά ουάου!) είναι η κατίσχυση της φαντασίωσης επί της πραγματικότητας. Το τοπίο είναι πολυπαραγοντικό, τα δεδομένα συγκεκριμένα και κανένας δεν μπορεί να αποφασίζει ερήμην τους.

Η λογική ότι τα πάντα λύνονται με «πολιτικές αποφάσεις» (ουάου!) και αποτελούν ζήτημα «πολιτικής βούλησης» (ξανά ουάου!) είναι η κατίσχυση της φαντασίωσης επί της πραγματικότητας. Το τοπίο είναι πολυπαραγοντικό, τα δεδομένα συγκεκριμένα και κανένας δεν μπορεί να αποφασίζει ερήμην τους. Ούτε οι αγορές αποφασίζουν μόνες τους, ούτε η πολιτική τάξη (ευρωπαϊκή ή εθνική), ούτε υπάρχει κάποιο κέντρο με δυνατότητα να ελέγξει όλες τις εξελίξεις. Ούτε ο Γιούνκερ μπορεί, ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Ντράγκι, ούτε ο Τσίπρας, κανείς. Το κράμα πολιτικού βολονταρισμού, ναρκισσιστικής οίησης και άγνοιας των δεδομένων και του πώς λειτουργούν τα πράγματα είναι συνταγή καταστροφής.

Αν κάποιος θέλει πραγματικά να στηρίξει (την όποια) εθνική κυβέρνηση, το πιο χρήσιμο πράγμα που μπορεί να κάνει είναι να προσγειώνει τους πάντες στην πραγματικότητα. Να λέει αλήθειες και να υπενθυμίζει ότι, εκτός από το κακό, υπάρχει και το χειρότερο. Όσοι βαράνε παλαμάκια στον δρόμο για το «Ζάλογγο» ή στο ραντεβού με τον Αρμαγεδδώνα (όπως είπε ο Βαρουφάκης, διότι, πράγματι, αυτό θα είναι η οριστική ρήξη) δεν είναι ούτε «πατριώτες», ούτε «αξιοπρεπείς», αλλά απλώς «χρήσιμοι ηλίθιοι» για τον κάθε ολιγάρχη που περιμένει τη διάλυση της χώρας για να τη λεηλατήσει. Αντιθέτως, όσοι –παρότι δεν ψήφισαν τη σημερινή κυβέρνηση– τη στηρίζουν στο να επιτευχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός είναι πολύ πιο πατριώτες και, κυρίως, πολύ πιο αξιοπρεπείς από τα νούμερα που προπαγανδίζουν υπέρ της καταστροφής, ξεφτιλίζοντας και τη χώρα μας και την έννοια της συμπαράστασης.