Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τι κερδίσαμε, τι έχουμε μπροστά μας.

Το κλίμα αποφορτίστηκε και βελτιώνεται, αλλά με την ουσία δεν έχουμε ασχοληθεί ακόμη

Τι κερδίσαμε, τι έχουμε μπροστά μας.

 

Ας κάνουμε μια μικρή αποτίμηση του τι συνέβη χθες στις Βρυξέλλες, στην άτυπη σύσκεψη. Στα θετικά καταγράφεται καταρχάς το ότι έγινε η σύσκεψη. Ότι δηλαδή καθίσαμε σε ένα τραπέζι και συζητήσαμε σαν άνθρωποι, αντί να παίζουμε ένα καθημερινό παιχνίδι δηλώσεων και μηνυμάτων, το οποίο δηλητηρίαζε το κλίμα στην κοινή γνώμη και συντηρούσε τη νευρικότητα και την αστάθεια στην οικονομία.


Στα θετικά επίσης καταγράφεται το ότι επιβεβαιώθηκε η βούληση και ο στόχος όλων να τελειώνουμε με τα σενάρια περί grexit, μετά από πολλές δηλώσεις περί του αντιθέτου τις τελευταίες μέρες. Οι εταίροι μας μπορεί «τα έχουν πάρει» μαζί μας (για λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε), όπως και εμείς να τα έχουμε πάρει με ορισμένους εξ αυτών, αλλά η βούληση η Ελλάδα να παραμείνει ενσωματωμένη στις ευρωπαϊκές δομές παραμένει ισχυρή.


Στα συν προσμετράται επίσης ότι το ζήτημα της «ανθρωπιστικής κρίσης» (στο οποίο υπήρχε σύμπνοια των ελληνικών κομμάτων, παρά τα όσα έγιναν στη βουλή κατά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου) αντιμετωπίστηκε με θετικό τρόπο και πιθανότατα θα έχουμε και κοινοτική στήριξη.

Μέχρι τώρα έχουμε ασχοληθεί αποκλειστικά με την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος και όχι με την πραγματική επίλυσή του. Αυτή θα επέλθει με την επίτευξη οριστικής συμφωνίας και ΚΥΡΙΩΣ με την εφαρμογή της.

Τι σημαίνουν σε πολιτικό επίπεδο όλα αυτά; Ότι αποφορτίζεται και βελτιώνεται το κλίμα των τελευταίων ημερών, ότι παίρνουμε μια ανάσα, καθώς και κάποιο επιπλέον χρόνο (μέχρι τα μέσα Απριλίου είπαν ότι δεν τίθεται ζήτημα ρευστότητας), μέχρι να καταλήξουμε στην οριστική συμφωνία.


Τι σημαίνουν πρακτικά και επί της ουσίας όλα αυτά; Απολύτως τίποτα, πέραν αυτών. Με την ουσία δεν έχουμε ασχοληθεί ακόμα. Και η ουσία έγκειται σε δύο στοιχεία: Πρώτον στην αξιολόγηση, η οποία δεν έχει αποφευχθεί, όσο και αν ορισμένοι ισχυρίζονται το αντίθετο και δεύτερον στο περιεχόμενο του προγράμματος που εμείς θα υποβάλλουμε.


Μέχρι τώρα έχουμε ασχοληθεί αποκλειστικά με την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος και όχι με την πραγματική επίλυσή του. Αυτή θα επέλθει με την επίτευξη οριστικής συμφωνίας και ΚΥΡΙΩΣ με την εφαρμογή της.


Με τη σημαντική πρόσθετη δυσκολία ότι το δίμηνο που ασχολούμασταν με το αν ο εποπτικός μηχανισμός και τα κλιμάκια εργασίας θα λέγεται τρόικα ή θεσμόικα, αν είμαστε «ελεύθεροι ή δούλοι» και το πώς θα βαφτίσουμε την επόμενη συμφωνία η οικονομία μας πήγε πολλά βήματα πίσω. Το δημοσιονομικό κενό από 1 δις υπολογίζεται σε πάνω από 6, η ρευστότητα υποχώρησε δραματικά, η νευρικότητα στην οικονομία επανήλθε και όλα αυτά έχουν ήδη ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση όλων των προβλέψεων για το 2015 προς το χειρότερο.

Τι έχουμε λοιπόν μπροστά μας; Να κλείσει η αξιολόγηση και μετά να υποβληθεί, να συμφωνηθεί και να εφαρμοστεί το δικό μας πρόγραμμα. Και αυτό θα είναι το δυσκολότερο κομμάτι. Όχι μόνο επειδή θα εμπεριέχει αντικειμενικές δυσκολίες (μόνο ένας αθεράπευτα εμμονικός μπορεί να πιστεύει ακόμα ότι μπορεί να συμφωνηθεί σχέδιο χωρίς ΚΑΙ δυσάρεστα μέτρα), αλλά και επειδή ένα κομμάτι της κυβερνώσας παράταξης έχει (και δεν το κρύβει) απέχθεια προς το βασικό στοιχείο με το οποίο ασκείται η πολιτική: τους αριθμούς. Εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η δυναμική των αριθμών υποκύπτει πάντα στον πολιτικό βολονταρισμό, στοιχείο που αποτελεί αυτοκαταστροφική αυταπάτη.

Το έχω ξαναγράψει στις αναλύσεις μου εδώ στη Lifo.gr: το κρίσιμο χρονικό διάστημα για την Κυβέρνηση (και για τη χώρα, φυσικά), δεν θα είναι η περίοδος μέχρι τον Ιούνιο (εκτός φυσικά της περίπτωσης που πάμε σε ρήξη με τους εταίρους, που όμως αυτό δεν φαίνεται να προκύπτει ως επιλογή) αλλά μετά το καλοκαίρι, όταν θα πρέπει να εφαρμόσει την όποια συμφωνία. Εκεί θα δοκιμαστούν η πολιτική συνοχή και η διαχειριστική επάρκειά της.


Αν αυτά δεν αποδειχθούν στέρεα, θα τρέχουμε πάλι για νέες «πολιτικές διαπραγματεύσεις», οι οποίες θα συνιστούν έμπρακτη ομολογία της δικής μας πολιτικής και διαχειριστικής ανικανότητας. Και αυτή τη φορά το τρένο ίσως όντως φύγει από τις ράγες.