Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Resto Hell

Η οδύσσεια του να τρως έξω στην Αθήνα.

Resto Hell

Η κοινωνία των εστιατορίων της Αθήνας φέρει τα ίδια συμπτώματα με την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Παρά τα άπειρα openings, τις πολύ καλές προσπάθειες, τους πολύ τυπικούς επιχειρηματίες που θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα και τους θετικούς θαμώνες που δέχονται την αλλαγή και δεν αντιδρούν σαν κακομαθημένα παιδάκια, η κατάσταση στα εστιατόρια παραμένει κάπως περίεργη. Τι εννοώ; Δυο–τρεις περιπτώσεις βγαλμένες από τη ζωή θα σας δώσουν να καταλάβετε.

  1. Το κουβέρ!

    Δεν είμαι πολυταξιδεμένος, αλλά όπου κι αν έχω φάει εκτός Ελλάδος η φάση «κουβέρ» δεν παίζει. Απ’ όταν απαγορεύτηκε κι εδώ, οι Έλληνες εστιάτορες (από ντελιβεράδες λαδερών μέχρι ιδιοκτήτες σημαντικών εστιατορίων) δεν θεωρούν πια πως το ψωμί είναι μέρος του γεύματος που προσφέρουν αλλά πως πρέπει να σε ρωτάνε («ψωμάκι να φέρω;», «νεράκι θέλετε;») και αν πεις «ναι», να σ’ το χρεώνουν. Άρα, να αποφασίσεις εσύ αν θες να σε χρεώσουν κουβέρ ή όχι. Να το δεχτώ για το εμφιαλωμένο νερό, παιδιά, οk. Γιατί να χρεώνεστε; Αλλά για το ψωμί; Να παραγγέλνεις φασολάκια λαδερά από το ντελίβερι της γειτονιάς και να μην έρχεται ψωμί επειδή «δεν παρήγγειλες»; Να πηγαίνεις σε εστιατόριο, που έτσι κι αλλιώς υπερχρεώνει (40 και 50 ευρώ το άτομο), και να πρέπει να πληρώσεις και το ψωμί; Που συνήθως είναι και μέτριο; Κάτι μπαγκέτες από το πουθενά; Το θεωρώ έλλειψη σεβασμού και στον πελάτη που έχει την αίσθηση πως πρέπει σε λίγο να πληρώνει και τον αέρα που αναπνέει αλλά και στην ιεροτελεστία του φαγητού.

  2. Το σέρβις!

    Και τι δεν έχουμε ζήσει από τους σερβιτόρους αυτής της πόλης! Σνομπάρισμα; Ναι. Άγνοια; Ναι. Κακούς τρόπους; Ναι. Αργοπορίες; Πεταμένα τα πιάτα στο τραπέζι με θόρυβο; Συνομιλίες με τους πελάτες στον ενικό λες κι είμαστε συμμαθητές; Μπάρμεν που στρίβουν τσιγάρα και καπνίζουν σε κυριλέ μπαρ της πόλης; Να μιλάς και να μη σου απαντούν; Nα σε σηκώνουν να καθίσουν άλλοι; Να τους ακούς να σε σχολιάζουν; Να σου μιλούν τεατράλε (τύπου Μαρινέλλα) επειδή είναι ιδιαίτερου χαρακτήρα τύποι και δεν μπορούν να το αφήσουν αυτό να τους καταπιέζει; Να σε ρωτάνε κάθε τρία λεπτά αν σου αρέσει το φαγητό, γιατί δεν το έφαγες όλο, μήπως θέλεις κάτι άλλο, αλλά το τιγκαρισμένο τασάκι από τα τσιγάρα να μην το αδειάζουν; Να σερβίρουν με απεριποίητα νύχια και χέρια; You name it, όσοι τρώνε έξω συχνά έχουν ζήσει άπειρες καταστάσεις. Μόνο να γελάς μπορείς πια. Αγαπητοί εστιάτορες, η δουλειά σας δεν τελειώνει ποτέ. Το άγρυπνο μάτι σας πρέπει να περιφέρεται σαν σμήνος από γεράκια και στην κουζίνα αλλά και στις σάλες και στα μπαρ, διότι κάτι τέτοιες συμπεριφορές σε λίγο καιρό δεν θα γίνονται ανεκτές. Τα ’90s έχουν τελειώσει. Το σέρβις είναι μια πολύ σημαντική δουλειά. Και αν στη χώρα μας ακόμα γίνεται on the side από πολλούς, διότι οι Έλληνες δεν καταδέχονται να το θεωρήσουν επάγγελμα, πρέπει να είστε ακόμα πιο προσεκτικοί με τους ανθρώπους που προσλαμβάνετε για να σας εκπροσωπούν.

  3. Το κάπνισμα!

    Πηγαίνεις σε καλό εστιατόριο. Όσο εσύ τρως, στο δίπλα τραπέζι τέσσερις μαντραχαλάδες έχουν τελειώσει, έχουν απλωθεί πάνω στους καναπέδες σαν πασάδες και ακούς την εξής συνομιλία: «Δεσποινίς, μπορούμε να καπνίσουμε;» – «φυσικά» απαντάει η δεσποινίς. Ανάβουν, όσο εμείς τρώμε, τέσσερις πουράκλες, η σάλα βρομοκοπάει σπίρτα καμένα και καπνό από πούρα. Ρίχνω μια ματιά στο υπόλοιπο μαγαζί. ΟΛΟΙ ΚΑΠΝΙΖΟΥΝ! Τι στριφτά, τι πούρα, ό,τι θες! Τεκές. Αν ρωτήσεις τον πελάτη γιατί είναι τόσο γαϊδούρι και θέλει να καπνίζει, ενώ δεν επιτρέπεται πια, θα σου πει «εγώ ρώτησα και μου είπαν πως επιτρέπεται». Αν ρωτήσεις τον εστιάτορα γιατί τους αφήνει να ντουμανιάζουν τη σάλα του, θα σου πει «και τι να κάνω;. Να τους το απαγορεύσω και να πάνε στο δίπλα, που τους αφήνει;». Φαύλος κύκλος. Και θέλω, λοιπόν, να ρωτήσω: με μένα τι θα γίνει που ήρθα να φάω στο ακριβό σου εστιατόριο και χωρίς να με έχεις προειδοποιήσει πως θα αγνοήσεις τη γενική νομοθεσία το μετατρέπεις σε καπνιστήριο του χειρότερου είδους; Γιατί θεωρείς τα δικά μου λεφτά δεδομένα; Γιατί θεωρείς τη δική μου καλή θέληση δεδομένη; Και δεν μιλώ καν για τα μπαρ και τα καφέ της πόλης. Πας να πιεις έναν καφέ το πρωί πριν από τη δουλειά και φεύγεις βρομοκοπώντας καπνίλα.

  4. Απόδειξη! Θέλω απόδειξη!

    Αν κάτσω να αναλογιστώ πόσες φορές έχω φάει σε εστιατόριο χωρίς να πάρω απόδειξη, θα πάθω κατάθλιψη. Τα ραβασάκια με το συνολικό ποσόν γραμμένο με μολύβι αν κράταγα τόσα χρόνια σε αυτή την πόλη θα μπορούσα άνετα να καλύψω τον μεγάλο τοίχο του γραφείου μου δις. Θα πάθω, λοιπόν, κατάθλιψη όχι γιατί με νοιάζει ή γιατί θέλω να είμαι ιδιαιτέρως νομοταγής, αλλά γιατί έχω πάει και σε σπουδαία αθηναϊκά εστιατόρια που παρέχουν ίση ή και πολλές φορές ανώτερη ποιότητα υπηρεσιών από άλλα, τα οποία κόβουν απόδειξη και για το τελευταίο ψίχουλο που πουλάνε. Γιατί, λοιπόν, να μην τιμήσω τη δουλειά αυτών των ανθρώπων που όχι μόνο είναι επαγγελματίες αλλά τώρα πια κινδυνεύουν και να κλείσουν ακριβώς επειδή υπήρξαν νομοταγείς και πλήρωναν εκατομμύρια σε ΦΠΑ, ενώ άλλοι τα έπαιρναν μαύρα;

    Με συγχωρείτε για τον έντονο τόνο αυτού του κειμένου. Απλώς βαρέθηκα πια να με θεωρούν δεδομένο. Και ενώ τα γράφω αυτά, πρέπει να πω πως στην πόλη μας υπάρχουν και λαμπρά παραδείγματα επιχειρηματιών, που και τον νόμο για το κάπνισμα τηρούν και εξαίρετο σέρβις έχουν και κουβέρ δεν καταδέχονται να χρεώσουν για μισή φραντζόλα ψωμί και αγαπούν την πελατεία τους πραγματικά. Λοιπόν, αυτό το κομμάτι είναι αφιερωμένο σε αυτούς. Θέλω να ξέρουν πως η δουλειά τους δεν θεωρείται δεδομένη και πως κάποτε όλη αυτή η ποιότητα που δίνουν και όλος ο σεβασμός που μας δείχνουν θα τους ανταμείψουν! Πολλά φιλιά, παιδιά!