Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Περιμένοντας (ξανά!) τον «Αρμαγεδδώνα»

Έφαγε πράγματι «ξύλο» ο Βαρουφάκης στη Ρίγα; Κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε από ρευστό; Θα μας πετάξουν έξω από Ευρώ-ΕΕ; Μερικές χρήσιμες απαντήσεις

Περιμένοντας (ξανά!) τον «Αρμαγεδδώνα»

Έφαγε πράγματι «ξύλο» ο Βαρουφάκης στη Ρίγα;

Όντως τα άκουσε χοντρά στο Eurogroup της Λετονίας. Δεν τους αρέσει – ποτέ δεν τους άρεσαν - το ύφος, το στιλ, η «φλυαρία», το ότι μιλά τη γλώσσα τους καλύτερα από εκείνους χωρίς να είναι καν «δικός τους». Επιπλέον, δεν βρήκαν ούτε τώρα επαρκώς κοστολογημένες με την έννοια της άμεσης είσπραξης τις προτάσεις του. Αλλά η ίδια η κυβερνητική γραμμή ήταν εξαρχής σχέδιο εξόδου πρώτα, συγκεκριμένες δεσμεύσεις ύστερα. Πέρα όμως από τα λάθη τακτικής (με κυριότερο τη μη εξασφάλιση ρευστότητας για την ελληνική οικονομία), τις ανακολουθίες ή την έλλειψη πολιτικής πείρας που μπορεί να καταλογίσει κάποιος στον πολυπράγμονα Γιάνη αλλά και σύσσωμη την κυβέρνηση, οι καταγγελίες ότι υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο απαξίωσής του που εκπορεύεται από μηχανισμό διοχέτευσης παραπλανητικών ειδήσεων με έδρα τις Βρυξέλλες μοιάζουν βάσιμες – οι θεσμοί θα προτιμούσαν έναν περισσότερο «ανώνυμο» και σαφώς πιο πρόθυμο συνομιλητή. Σε μια προσπάθεια «κατευνασμού» αλλά και για να αλλάξει το... γούρι, ο πρωθυπουργός ανέθεσε πρόσφατα στον Ευριπίδη Τσακαλώτο τον συντονισμό της ομάδας διαπραγμάτευσης, η ευθύνη της οποίας παραμένει, λέει, αρμοδιότητα του υπουργού Οικονομικών. Άντε βρες κι άλλον που να θέλει να επωμιστεί αυτό τον ρόλο στην παρούσα φάση! Αν πάντως ο ούριος άνεμος καθυστερήσει κι άλλο, ίσως ο συγγραφέας του Παγκόσμιου Μινώταυρου γίνει τελικά η απαραίτητη «Ιφιγένεια».

Θα μας πετάξουν έξω από Ευρώ-ΕΕ;

Αυτό είναι, λέει, θεσμικά αδύνατο. Αν όμως τελικά το επιλέξουμε μόνοι μας, όντας στο μη παρέκει; Το πρόβλημα δεν είναι το ασήμαντο οικονομικό μέγεθος της Ελλάδας αλλά η ανάγκη επίδειξης πυγμής και η άνευ όρων «συμμόρφωση» όλων στις επιταγές του ευρωπαϊκού «Διευθυντηρίου». Δεν είναι όμως τόσο απλό, μήτε καν επιθυμητό ακόμα κι από τους «σκληρούς». Όσο άριστα κι αν έχουν προετοιμαστεί οι θεσμοί για ένα ενδεχόμενο Grexit, Grexident, Gredge ή όπως, το πλήγμα για τη συνοχή Ευρώ-ΕΕ θα είναι βαρύ και το κουτί της Πανδώρας θα έχει ανοίξει. Αυτό το αντιλαμβάνεται άριστα η Άνγκελα Μέρκελ που δεν διανοείται καν μια τέτοια εξέλιξη στη δική της θητεία, γι΄αυτό άλλωστε κι εμφανίζεται πιο διαλλακτική στις προσωπικές της επαφές με τον Τσίπρα και ίσως αναγκαστεί εντέλει να δώσει την πολιτική λύση που διακαώς επιθυμεί η ελληνική πλευρά – ολόσωστα, εφόσον το πρόβλημα του χρέους είναι πρώτιστα πολιτικό -, κομμένη και ραμμένη βέβαια στα δικά της μέτρα. Μια αναδιάρθρωση του χρέους σαν αυτή που προτείνουν πολλοί αναλυτές μοιάζει μια κάποια πρώτη λύση. Ρεαλιστικά μιλώντας, η «έντιμη ρήξη» που βλέπουν με συμπάθεια Αριστερή Πλατφόρμα και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, φαντάζει επίσης εκτός τόπου και χρόνου, ελλείψει και οποιασδήποτε σχετικής προετοιμασίας.

Διαπιστώσαμε στην ίδια την καμπούρα μας πέντε χρόνια τώρα ό,τι και οι ίδιοι οι θεσμοί έχουν δημόσια ομολογήσει: ότι το πρόγραμμα - το βαρύτερο που επιβλήθηκε ποτέ σε μια χώρα σε καιρό ειρήνης - ήταν επιεικώς ανεφάρμοστο, οι κοινωνικές του επιπτώσεις κατακλυσμικές, οι στόχοι και τα χρονοδιαγράμματα που έθετε, επιστημονική φαντασία.

Γιατί Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία βγήκαν από το μνημόνιο ενώ εμείς ακόμα βολοδέρνουμε;

Διότι αφενός καμία από εκείνες τις χώρες δεν έχει τα δομικά προβλήματα της δικής μας (τα γύρευε κι ο ποπός μας, που λένε), αφετέρου είναι γεγονός στην Ελλάδα επιβλήθηκαν οι βαρύτεροι δυνατοί όροι ever. Μας έδωσαν πράγματι ένα κάρο λεφτά, όλα σχεδόν όμως χρησίμευσαν για να σωθούν κάποιες τράπεζες και να ανατροφοδοτηθεί το δανειακό πρόβλημα στο διηνεκές. Από καμια ευρωπαϊκή χώρα «πρώτης γραμμής» δεν θα απαιτούσαν τέτοια και τόσα μέτρα, έλα όμως που η Ελλάδα ποτέ δεν συγκαταλεγόταν στην «Πρεμιέρ Λινγκ» - και όχι μόνο για οικονομικούς λόγους.

Είμαστε «μόνοι μας», είναι 18;

Φαινομενικά, ναι. Αφενός η δημιουργία «ενός μετώπου του Νότου» που η κυβέρνηση επιχείρησε να αντιτάξει στις κυρίαρχες πολιτικές του «διευθυντηρίου» της ΕΕ δεν ευοδώθηκε, αφετέρου «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Αλλά ουσιαστικά υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις τόσο ανάμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους (ορισμένοι από τους οποίους γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να βρεθούν εκείνοι αύριο στη θέση της Ελλάδας), όσο και μεταξύ των ίδιων των πιστωτών. Οι λιγότερο «γερμανοτραφείς» όπως Γαλλία και Ιταλία εμφανίζονται ελαστικότεροι, όσο κι αν επίσημα εμμένουν στη σκληρή γραμμή (τύπου «βγάλτε εσείς τα κάστανα από τη φωτιά ενώ σας βρίζουμε και βλέπουμε»).

Κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε από ρευστό;

Προφανώς ναι. Είναι καταρχήν κατόρθωμα ότι η κυβέρνηση παραμένει συνεπής στις υποχρεώσεις της επί έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να προβεί σε νέο δανεισμό. Πληρώνει κανονικά μέχρι στιγμής πιστωτές, μισθούς και συντάξεις, έχοντας βέβαια φορτώσει καιρό τώρα στον κόκορα μια σειρά άλλες υποχρεώσεις όπως επιστροφές ΦΠΑ κι εξόφληση προμηθευτών δημοσίου. Εντέλει επιστρατεύσαμε τα αποθεματικά δημοσίων φορέων, οργανισμών και ασφαλιστικών ταμείων (κάτι που ομολογουμένως έκαναν στο παρελθόν και άλλες κυβερνήσεις, ακόμα και με κερδοσκοπικές προθέσεις, δίχως όμως τη σημερινή κατάσταση της εντελώς εκτάκτου ανάγκης). Η αγορά έχει πράγματι «στεγνώσει», όχι πάντως σε επίπεδα πανικού («το '12 ήταν χειρότερα», ακούω από ανθρώπους «μέσα» στα πράγματα), οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν στο ναδίρ - πάνω από 60 δις. Ευρώ έφυγαν ήδη έξω -, ενώ η χώρα χρειάζεται πάνω από 4 δισ. Ευρώ για τις υποχρεώσεις Μαϊου-Ιουνίου.

Υπάρχει «διγλωσσία» από την ελληνική πλευρά;

Όσο υπάρχει κι από την «απέναντι». Η ΕΚΤ συμπεριφέρεται περισσότερο σαν (μη εκλεγμένος) πολιτικός παρά σαν οικονομικός οργανισμός. Το ΔΝΤ που εμφανίζεται ως ο πλέον «αυστηρός» θεσμός, στην τελευταία του έκθεση προβλέπει μείωση του ελληνικού ελλείμματος και επιτάχυνση της ανάπτυξης! Αντίστοιχη είναι η εικόνα στην Κομισιόν. Όσο κι αν στις επίσημες δηλώσεις τους εμφανίζονται ευθυγραμμισμένοι, έχει αρκετές φορές επισημανθεί ότι οι καγκελάριοι Γερμανίας και Αυστρίας Μέρκελ και Φάινμαν π.χ. χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα - και όχι μόνο σε θέματα ύφους – από τους υπουργούς Οικονομικών τους, που επιμένουν σε μια αδιάλλακτη κι επιθετική στάση ώστε να κερδίσουν όσο το δυνατό περισσότερα, «μαρκάροντας» στενά μέχρι την τελευταία στιγμή (παίζουν και λόγοι πρεστίζ, βεβαίως). Το ίδιο φυσικά ελπίζουν αντίστοιχα κι οι «δικοί μας», με την ειδοποιό διαφορά πως οι άλλοι έχουν το καρπούζι, το μαχαίρι και το πιάτο ολόκληρο. Ακόμα κι η θεωρία των παιγνίων δίνει αναμφισβήτητο προβάδισμα στον ισχυρό.

«Εκπροσωπεί τις αιτιάσεις, τις ενστάσεις και τις απόψεις των δανειστών» η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως την κατηγορεί η κυβέρνηση;

Σε έναν μεγάλο βαθμό ναι, ισχύει. Όχι γιατί είναι «προδότες» και «ανθέλληνες» αλλά επειδή απλά ζουν στον κόσμο τους, είτε είναι πολιτικοί είτε «έχοντες και κατέχοντες» γενικότερα. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί είναι οπωσδήποτε ανεύθυνοι, αναίσθητοι, μοχθηροί, «πουλημένοι» κ.λπ. αλλά επειδή – εξίσου απλά - δεν έχουν ανάγκη. Τα χρήματά τους αβγαταίνουν ασφαλή σε ξένες τράπεζες, τα παιδιά τους σπουδάζουν σε ακριβά ιδιωτικά κολέγια, το βιοποριστικό τους είναι λυμένο, το μέλλον τους εξασφαλισμένο. Το ίδιο βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για κάποια ευκατάστατα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, όχι όμως – όχι ακόμα, έστω - με τη μορφή του κανόνα. Αναρωτιέμαι, όμως, πόσο λειτουργικός είναι τελικά ο εγκλωβισμός σε εμφυλιοπολεμικού τύπου δίπολα. Τα είπαμε αυτά, ας πάμε παρακάτω. Θα προτιμούσα π.χ. να τους ακούω να αντιπαραθέτουν διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης, παραγωγής, κατανάλωσης και κοινωνικής οργάνωσης.

Γιατί είναι τόσο σημαντική υπόθεση οι μισθοί και συντάξεις του δημοσίου και γιατί αποτελεί «κόκκινη γραμμή» η μη περαιτέρω μείωσή τους;

Διότι με την εξαίρεση εκείνων των υψηλών εισοδημάτων που η κρίση μάλλον ευνοεί, μισθωτοί και συνταξιούχοι του δημοσίου είναι βασικά εκείνες ακριβώς οι κοινωνικές ομάδες που εξακολουθούν να καταναλώνουν, έστω με το σταγονόμετρο, αλλά και να εξοφλούν με σχετική συνέπεια φόρους, λογαριασμούς ΔΕΚΟ και λοιπές υποχρεώσεις. Γι΄αυτό και τόση πολλή έννοια γι' αυτούς, σε βάρος βέβαια των πολύ πιο αδικημένων εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα.

Εάν τελικά αντί αυξήσεων δούμε περαιτέρω φόρους και περικοπές;

Αν το χειρότερο συμβεί, ας μοιραστούν αυστηρά αναλογικά τα βάρη. Αυτό θα επέβαλε και η «αριστερή σκοπιά». Άλλωστε οι κατασυκοφαντημένοι – άλλοτε δίκαια, συχνότερα άδικα - δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι καν «ταξικά»: Άλλο ο συνταξιούχος παππούς στο ισόγειο, απόμαχος βιοπαλαιστής που από 600 ευρώ σύνταξη κοντεύει με τις διαρκείς περικοπές τα 300, άλλο το βύσμα-απόφοιτος δημοτικού με τις 2.000 σύνταξη που διαμαρτύρεται γιατί του κόψανε τα 500 και βιοτικό πρόβλημα δεν έχει, γκρινιάζει όμως επειδή δεν μπορεί πια να συντηρεί τη Ρωσίδα ερωμένη (ναι, το άκουσα κι αυτό). Άλλο ο δάσκαλος με τα 685 ευρώ βασικό μισθό, άλλο οι διψήφιοι υψηλόμισθοι στα «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ. Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι ψήφισαν Σύριζα στις τελευταίες εκλογές, όχι απαραίτητα επειδή συμφωνούσαν πολιτικά μαζί τους αλλά για λόγους που κυμαίνονταν από απελπισία μέχρι προσδοκία διατήρησης προνομίων – για αρκετό κόσμο άλλωστε το κράτος παραμένει ο μεγάλος εργοδότης-κηδεμόνας κι αυτό δε συνιστά «δαιμονοποίηση» αλλά νοοτροπία. Τίποτα ωστόσο δεν εμποδίζει τον κόσμο αυτό να βγει στο δρόμο με τις κατσαρόλες καταγγέλλοντας την κυβέρνηση με την ίδια θέρμη που τη στήριξε προεκλογικά αν ένας έστω μισθός καθυστερήσει.


Μα γιατί δεν συμβιβαζόμαστε επιτέλους να ησυχάσουμε;

Γιατί αν ήταν έτσι, οι τελευταίες εκλογές θα αναδείκνυαν ξανά πρωθυπουργό τον Σαμαρά και μπούσουλα το «στοιχειωμένο» e-mail Χαρδούβελη. Διαπιστώσαμε όμως στην ίδια την καμπούρα μας πέντε χρόνια τώρα ό,τι και οι ίδιοι οι θεσμοί έχουν δημόσια ομολογήσει: ότι το πρόγραμμα – το βαρύτερο που επιβλήθηκε ποτέ σε μια χώρα σε καιρό ειρήνης - ήταν επιεικώς ανεφάρμοστο, οι κοινωνικές του επιπτώσεις κατακλυσμικές, οι στόχοι και τα χρονοδιαγράμματα που έθετε, επιστημονική φαντασία. Ποιος θέλει πραγματικά να γυρίσουμε στο χτες; Να συμβιβαστούμε, σύμφωνοι, αυτό επιβάλλει ένας στοιχειώδης πραγματισμός αλλά το «με κάθε κόστος» σημαίνει άραγε να δεχτούμε ως νόρμα κάθε συνεπαγόμενη ανθρωποθυσία; Γι΄αυτό και οι συζητήσεις για δημοψήφισμα αν το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις δεν αρθεί – που εντέλει θα αρθεί, πιστεύω, όχι επειδή εκείνοι είναι κατά βάθος πονόψυχοι κι εμείς μάγκες αλλά επειδή η διαιώνισή του δεν φαίνεται να συμφέρει κανέναν, ακόμα δε λιγότερο τους ισχυρούς. Αυτό λέει τουλάχιστον η κοινή λογική και όχι ένα «Μέτωπο της Λογικής» του... Παραλόγου.