Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όταν η Σωσώ Παπαδήμα κατέβηκε στην Επίδαυρο (και χειροκροτήθηκε)

Η αισθητική ενός 26χρονου σκηνοθέτη κρίθηκε το προηγούμενο Σάββατο στο αρχαίο θέατρο-ταμπού. Από τον Δημήτρη Τσακούμη

Όταν η Σωσώ Παπαδήμα κατέβηκε στην Επίδαυρο (και χειροκροτήθηκε)

 

Το προηγούμενο Σάββατο, έτσι που ο ήλιος έδυε αργόστροφα απέναντι από τις μαρμάρινες κερκίδες του αρχαίου θεάτρου, μια αιμοβόρα αγωνία χρωμάτιζε με γκροτέσκο πορτοκαλοκίτρινο τα λιπαρά πρόσωπα στις VIP σειρές. Ένα συνάφι από αγλαϊσμένους φίλους και αιχμηρούς εχθρούς και όλη η παρακαλλιτεχνική βδέλλα που τρέφεται από θεατρικές επιτυχίες και αποτυχίες εξίσου (οι δεύτερες πιο βιτσιόζικα ερεθιστικές από τις πρώτες), είχε έρθει στην Αργολική Γη εκτός έδρας για να εγκαινιάσει τα φετινά Επιδαύρια όπως προστάζει η παράδοση: με χοές και ανθρωποθυσίες.

Ένας σκηνοθέτης μόλις 26 χρονών, ένα παιδί-θαύμα -το δίχως άλλο- για να επιλεγεί εκείνος κι όχι άλλος να ξεκινήσει τον πόλεμο επάλξεων ενάντια στο κατεστημένο της γερουσίας και στο θεατρικό ΚΑΠΗ που λυμαίνεται χρόνια τώρα τη χωμάτινη ορχήστρα, ανέβαζε σήμερα την Ελένη του Ευριπίδη. Και ήταν αυτό για μερικούς το ίδιο επικίνδυνο και ταυτόχρονα διασκεδαστικό όσο και το τσίρκο.

Θα συμφωνήσω με τη συνάδελφο στη LIFO Αργυρώ Μποζώνη (διάβασε εδώ την άποψή της) ότι ο «μικρός» διέψευσε τις μεσόκοπες Κασσάνδρες που τρελαίνονται να τιτιβίζουν την καταστροφή και παρέδωσε μια παράσταση καθαρή και αναγκαία σαν το δροσερό νεράκι, με έναν νεαρό θίασο ηθοποιών, που αν και η ειδικότητά τους πρέπει να είναι η φάρσα (κάποιους τους είχα δει σε πιο ταιριαστούς στις ικανότητές τους ρόλους στο περσινό Room Service του Έκτορα Λυγίζου στην Στέγη), εντούτοις υπηρέτησαν πιστά και απολαυστικά το έτσι κι αλλιώς καρτουνίστικο σκηνοθετικό όραμα.

Θα συμφωνήσω αλήθεια με όλους τους σύντομους και περιεκτικούς διθυράμβους και τους παιάνες που έγραψε η Αργυρώ, εκτός όμως από αυτό το «η παράσταση ενθουσίασε» του τίτλου, αφού για να είμαστε ακριβοδίκαιοι από την ανάποδη, το μισογεμάτο θέατρο χειροκρότησε, αλλά διακριτικά και συνεσταλμένα. Και σίγουρα όχι όπως θα αποθέωνε ένας λαός drama queen την all time classic στον στόμφο Λυδία Κονιόρδου, για παράδειγμα.

Από όσο κατάλαβα αργότερα στο Λυγουριό, οι ταβέρνες του οποίου είναι σαν φιλολογικά σαλόνια με κοψίδια και χοντροκομμένες πατάτες τηγανιτές, περίμενε ίσως ο κόσμος κατιτί παραπάνω, κάτι πιο μεγάλο στο ειδικό βάρος και ανεξίτηλο στη μνήμη, μετά από ένα ταξίδι δυόμισι ωρών στο πήγαινε κι άλλο τόσο στο έλα και 100 ευρώ σε διόδια και βενζίνη.

Με το φόβο ότι μπορεί και να είμαι παλιακός και αρχαίος (σε σχέση με τον 26χρονο σκηνοθέτη) και να σκέφτομαι ολίγον Τζεφιρελικά, καταγράφω τις παρακάτω σκέψεις:

Α) Αν και η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη ήταν καταπληκτική και η διδασκαλία των ηθοποιών τέτοια ώστε να ακούσουμε το κείμενο κρυστάλλινα (κάτι παραφθορές και ψευδισμοί που νόμισα ότι συνέλαβα, ήταν μάλλον το αεράκι που κλωτσούσε τα λόγια φάλτσα), μου φάνηκε ομολογώ περίεργο που είδα αρκετές φορές την cult περσόνα της Σωσώς Παπαδήμα από τα τηλεοπτικά Εγκλήματα να ξεπροβάλει ανάμεσα στα λόγια της Θεονόης και να χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό SOS σε αρχαία τραγωδία.

Έχω καταλάβει, βέβαια, ότι μια ολόκληρη γενιά έχει γαλουχηθεί με τις αφασικά κωμικοτραγικές ηρωίδες του «Ντόλτσε Βίτα» και του «Το Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο», μια γενιά που έχει μεγαλώσει (όταν η μαμά έλειπε έξω για δουλειές) με τη Σάσα, την Άσπα και τη Τζέλα Δελαφράγκα, των οποίων τα βίντεο με τις σουρεαλιστικές ατάκες ακόμη κάνουν θραύση στο youtube και διακινούνται στο φου-μπού ανάμεσα στους hipsters, όπως εμείς ανταλλάσσαμε τις βιντεοκασέτες με τα Τρία Χρώματα του Κισλόφσκι. Παιδιά ταλαντούχα στο DNA, από τη σύγκριση των οποίων θα προκύψει ο νέος Λευτέρης Βογιατζής ή ο επόμενος στην επετηρίδα Νίκος Καραθάνος, μάσησαν πολλά χρόνια την τσίχλα-δυόσμο των Ρέππα-Παπαθανασίου και Ρήγα-Αποστόλου και τώρα ίσως να τη φτύνουν ανέμελα στη θυμέλη.

Δεν το λέω για καλό ή για κακό. Οι αναφορές κάθε γενιάς δικαιώνονται ή ξεγυμνώνονται συν τω χρόνω. Ούτε θεωρώ ότι η κάπως αυτιστική διδασκαλία του λόγου από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, που πότισε βαθιά το ελληνικό θέατρο με την πρεσβεία των πιο σπουδαίων ηθοποιών, όπως η ιδιοφυής Αμαλία Μουτούση, είναι αναγκαστικά πιο κολακευτική για το κείμενο. Σίγουρα, όμως, θα ήταν απογοητευτικό αν από εδώ και πέρα σε κάθε παράσταση, και δη των Επιδαυρίων, ξεπεταγόταν κι ένας χαρακτήρας από τις πιο εμπορικές στιγμές της ελληνικής TV. Θα ήταν σαν μη μας μένει τίποτα άλλο πια μέσα στο οποίο να βουτήξουμε για έμπνευση πέρα από την ξεζουμισμένη και γραία τηλεόραση. Και θα ήμασταν πολιτιστικά, μια και για πάντα, ένας λαός-κρίμα.

Β) Ύστερα ο «μινιμαλισμός» (αν θες να χρυσώσεις το χάπι) ή αλλιώς η «φτώχια» (αν είσαι κυνικός) του σκηνικού χώρου -συμπεριλαμβανομένων των φωτισμών- ταιριάζουν ίσως κάπως περισσότερο σε πειραματικό θέατρο δωματίου ή τέλος πάντων στην Πειραιώς 260, παρά στην Επίδαυρο, που όσο κι αν γελάω όταν της προσθέτουν περιττό βάρος και την κάνουν ασήκωτη χωρίς να είναι, άλλο τόσο αναρωτιέμαι πως τους κάνει καρδιά να την ξεπετάνε με σκηνοθετικά ευρήματα το ίδιο απτά όσο τα καινούργια ρούχα του βασιλιά.

Ο κόσμος νομίζω ότι αν και πέρασε καλά, αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στο θριαμβευτικό μπράβο και στο χειροκρότημα σαν το πάτημα της γάτας, γιατί σε μια Επίδαυρο που είναι εκ των πραγμάτων επιλεκτική (επτά μόνο έργα φέτος -αν δεν κάνω λάθος) δεν θα περίμενε κανείς να πάρει το πράσινο φως μια παράσταση που είτε δεν πρόλαβε είτε δεν ήθελε να αναπτύξει όλες τις συνιστώσες της θεατρικής σύμβασης και –ναι από επιλογή για την οποία θα κριθεί- σκηνοθετήθηκε με γύμνια και αδιαφορία για τη συνισταμένη επιθυμία μερικών χιλιάδων από το κοινό. Με λίγα λόγια, είναι διαφορετικό να σκηνοθετείς για λίγους και άλλο για πολλούς, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι auteurs του ευρωπαϊκού σινεμά που δεν έφτασαν οι περισσότεροι να συναντήσουν το κοινό τους όταν διανεμήθηκαν παγκόσμια.

Γ) Η ερμηνευτική σχολή και η μανιέρα του Χρόνη Εξαρχάκου ζει και βασιλεύει, όπως απέδειξε ο ηθοποιός Γιάννης Κλίνης στον ρόλο του Θεοκλύμενου.