Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ποιος τελικά επιτρέπεται να κάνει χιούμορ στην Ελλάδα;

Σκέψεις με αφορμή τα νέα σκίτσα του Αρκά που παρουσιάζουν τα παιδικά χρόνια του πρωθυπουργού.

Ποιος τελικά επιτρέπεται να κάνει χιούμορ στην Ελλάδα;

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο και σχολιάζονται πολλαπλώς τα νέα σκίτσα του Αρκά που παρουσιάζουν τα παιδικά χρόνια του πρωθυπουργού.

Αυτή η καινούργια σειρά του γνωστού σκιτσογράφου έρχεται σε συνέχεια όλων αυτών των νέων χαρακτήρων του που έχει εισαγάγει από το 2015 για να σχολιάσει ανοιχτά την πολιτική επικαιρότητα και να σατιρίσει τον δημαγωγικό ευτελισμό της ελληνικής δημοκρατίας. Μετά τον θυμόσοφο προφήτη, τον προπαγανδιστή δημοσιογράφο, τα πούλια στο σκάκι, έρχεται τώρα ο ίδιος ο πρωθυπουργός να γελοιογραφηθεί στην παιδική του ηλικία.


Είναι σαν με αυτήν τη συγκεκριμένη σειρά γελοιογραφιών ο Αρκάς να θέλει να απαντήσει ευθέως στους αρκετούς επικριτές του που βλέπουν στο πρόσφατο έργο του μια ιδεολογική και αισθητική στροφή. Σε όλους εκείνους που βρίσκουν στην αλλαγή της θεματολογίας των σκίτσων του προς την καθαρά πολιτική γελοιογραφία (στην οποία δεν είχε επιδοθεί στο παρελθόν) έλλειψη τόσο «καλού» χιούμορ και γούστου όσο και αντικειμενικότητας, αφού τα βέλη του απευθύνονται αποκλειστικά στην κυβέρνηση.

Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που σήμερα ανακάλυψαν ότι ο Αρκάς κάνει φτηνά, σεξιστικά αστεία, μια και μάλλον δεν θα είχαν διαβάσει ούτε το πρώτο κόμικ που τον έκανε δημοφιλή, τον Κόκορα, ούτε το Ξυπνάς μέσα μου το ζώο ή τους Αταίριαστους έρωτες...

Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που σήμερα ανακάλυψαν ότι ο Αρκάς κάνει φτηνά, σεξιστικά αστεία, μια και μάλλον δεν θα είχαν διαβάσει ούτε το πρώτο κόμικ που τον έκανε δημοφιλή, τον Κόκορα, ούτε το Ξυπνάς μέσα μου το ζώο ή τους Αταίριαστους έρωτες.


Ο Αρκάς, με μια κίνηση με την οποία όχι μόνο προδίδει ότι παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο συζητιέται το έργο του αλλά και ότι διασκεδάζει με τις ασυνήθιστες επιθέσεις εναντίον ενός σκιτσογράφου (που φτάνουν ακόμα και στο σημείο να λένε ότι δεν κάνει ο ίδιος τις γελοιογραφίες του), έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

Ο μικρός Αλέξης Τσίπρας αποτελεί τη συνέχεια δύο ξεχωριστών παλιών ηρώων του: του Μοντεχρήστου, του αρουραίου της φυλακής που με σαρκαστικό τρόπο υπονομεύει τις σκέψεις του ιδεαλιστή Ισοβίτη, αλλά και του νεαρού πουλιού στις Χαμηλές Πτήσεις, που διαρκώς υποτιμά και ειρωνεύεται τον αφελή πατέρα του.

Ο Αρκάς, με έμμεσο αλλά ιδιαίτερα επιτυχημένο τρόπο, υποδηλώνει ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ως ένα διαχρονικό «παιδί» της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο εκφραστής του βαθέος κυνισμού που είχαμε συναντήσει να σατιρίζεται στις δύο αυτές πολύ σημαντικές δημιουργίες του, το αισθητικό και χιουμοριστικό επίπεδο των οποίων ποτέ δεν είχε σχολιαστεί αρνητικά.

Το φαινόμενο «εκτσογλανισμός» που εισήγαγε τα χρόνια της κρίσης στη δημόσια συζήτηση ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε προαναγγελθεί και εξηγηθεί, σε ανύποπτο πολιτικά χρόνο από τη δημοφιλέστερη εργογραφία του Αρκά στο παρελθόν.

Τα παιδικά χρόνια του πρωθυπουργού έρχονται, με άλλα λόγια, να απαντήσουν σε όλες εκείνες τις επικρίσεις που διαπιστώνουν ότι ο Αρκάς έχασε το παλιό διαπεραστικό ύφος διακωμώδησης της κοινωνικής πραγματικότητας.

Έρχονται να επισημάνουν ότι η πολιτική στροφή ως προς τη θεματολογία των σκίτσων του βρίσκεται σε πλήρη σύνδεση με τις παλιές του δημιουργίες και με αυτό που συχνά-πυκνά αποτέλεσε τον στόχο του μαύρου χιούμορ του, τα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», το αντισυμβατικό ήθος που κυριάρχησε στη νεοελληνική κουλτούρα, απότοκο της μεγάλης επιτρεπτικότητας, της κεκαλυμμένης ιδιοτέλειας και της ακραίας διγλωσσίας που επέφερε η μεταπολιτευτική ευημερία.


Το παράδειγμα του Αρκά δεν είναι, βέβαια, το μόνο. Ο Δημήτρης Χατζόπουλος («Τα Νέα», «Καθημερινή») και ο Ανδρέας Πετρουλάκης («Καθημερινή») τα τελευταία χρόνια έχουν βάλει στο σατιρικό στόχαστρο, έγκαιρα και διεισδυτικά, την εθνικολαϊκιστική ηγεμονία τα χρόνια της κρίσης.

Είναι εκείνοι που πήγαν πρώτοι ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα του καλλιτεχνικού κόσμου, ιδίως των πιο γνωστών Ελλήνων κωμικών (Λαζόπουλος, Ζουγανέλης, Σεφερλής κ.ά.), να πρωτοστατήσουν υπέρ της ριζοσπαστικότητας της αγανακτισμένης πλατείας και της εναντίωσης στο παλιό πολιτικό σύστημα.

Οι γελοιογράφοι αυτοί θα αδιαφορήσουν για τις συνήθεις ευκολίες της ελληνικής γελοιογραφίας και θα σχολιάσουν σκωπτικά τις νέες ιδεολογικές διαιρέσεις που ανακύπτουν στην κρίση και ιδιαίτερα το δίπολο ευρωπαϊσμός - εθνικισμός, ρεαλισμός - λαϊκισμός, συναίνεση - διχασμός, ενώ θα κινηθούν σατιρικά όχι μόνο προς τους νέους πρωταγωνιστές της δημαγωγίας αλλά και στο λαϊκό έρεισμα που αυτοί απέκτησαν.


Αυτή η εξέχουσα γελοιογραφία που εμφανίζεται και ανθεί τα χρόνια της κρίσης με αντιλαϊκιστικό πρόσημο ‒συνεχίζοντας και εξελίσσοντας το παλιό παράδειγμα των ΚΥΡ και Ιωάννου‒ έχει τύχει της μεγαλύτερης αμφισβήτησης και επιθετικής κριτικής τόσο από στρατευμένες δημοσιογραφικές πένες όσο και από τα εξίσου στρατοπεδευμένα social media. Η κατηγορία ότι το χιούμορ του Αρκά έχει χάσει την οξυδέρκειά του ή ότι καταφεύγει σε ακραίες σεξιστικές ή άλλες προσβολές είναι συχνή.

Το γεγονός ότι το γελοιογραφικό χιούμορ, ταυτισμένο στην Ελλάδα με μια αντιεξουσιαστική θεώρηση των πραγμάτων, στρέφεται εναντίον της αριστεράς δεν γίνεται αποδεκτό όχι τόσο από τους άμεσα θιγόμενους πολιτικούς πρωταγωνιστές όσο από αυτούς που τους υποστηρίζουν ανοιχτά, ντροπαλά ή ενοχικά. Είναι δύσκολο να δεχτείς ότι τα αστεία με τα οποία κάποτε γέλαγες τελικά αφορούσαν εσένα τον ίδιο.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO