Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πέτα τη γιαγιά απ' το τρένο

Η ανεύθυνη (αλλά υπολογιστική) σιωπή του κράτους στο θέμα του εκκλησιασμού ευπαθών ομάδων.

Πέτα τη γιαγιά απ' το τρένο

«Παιδί μου, δεν μου πήγε η καρδιά να μη κοινωνήσω», μού είπε προ ολίγου μια υπέργηρη συγγενής μου από τη Ζάκυνθο. «Είναι σα να αμφισβητώ την δύναμη και την πρόνοια του θεού, στον οποίο καθημερινά προσεύχομαι».

Tην άκουγα και μέτραγα: Ζάκυνθος, 85 ετών, εκκλησίασμα σχετικό με την εκδρομή στους Αγίους Τόπους, φιλιά στις ίδιες εικόνες, μετάληψη με το ίδιο κουταλάκι... Εκρηκτικό χαρμάνι πιθανοτήτων.

«Τι να σου πω», της απάντησα θυμωμένος. «Δική σου είναι η ζωή, παίξε την κορώνα γράμματα...».

Πριν θυμώσω, είχα προσπαθήσει τις προηγούμενες μέρες να της εξηγήσω καταλεπτώς, γιατί θα έπρεπε το επόμενο διάστημα να αραιώσει την εκκλησία, να προσεύχεται στο σπίτι και κυρίως να μη μεταλαβαίνει. Της μίλησα με στατιστικές, με ιατρικούς όρους. Της είπα ότι ειδικά στη Ζάκυνθο, όπου έχουν σημειωθεί κρούσματα από την εκδρομή στους Άγιους Τόπους, οι πιθανότητες είναι αυξημένες -ειδικά στις εκκλησίες. Ότι το άγιο κουταλάκι, το ίδιο για όλους, που μπαίνει και βγαίνει διαδοχικά, στη στοματική κοιλότητα ηλικιωμένων ανθρώπων μεταδίδει εύκολα τον ιό. Κι ότι αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την όστια των καθολικών που ξεμπερδεύουν με ένα αρτίδιο (παρόλα αυτά, εκεί έκλεισαν τις εκκλησίες). Ότι στις εκκλησιές συγκεντρώνονται κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι ευπαθέστεροι. Φιλάνε τις ίδιες εικόνες (στο ίδιο σημείο!). Κάθονται στα ίδια στασίδια. Και ούτω καθεξής.

 

Έκανε ότι με καταλαβαίνει. Και σήμερα Κυριακή πήγε και έκανε το ακριβώς αντίθετο. Διότι έτσι είναι οι ηλικιωμένοι. Κολλάνε στις συνήθειες τους. Παραδίδονται στην καλωσύνη του θεού. Είναι πάλι μωρά, που θέλουν το δικό τους― τρυφεροί και ξεροκέφαλοι, αγύριστα κεφάλια.

Στο ξέσπασμά μου, η αγαπημένη μου γριούλα, λούφαξε. Άρχισε να συνειδητοποιεί πρώτη φορά τον κίνδυνο. Τόλμησε να ψελλίσει: «Παιδάκι μου, είδα μια κυρία στην τηλεόραση, καλή φαινόνταν, καλοστεκούμενη, που έλεγε πώς δεν είναι δυνατόν να έχει μικρόβια το σώμα και το αίμα του θεού, κι ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να κοινωνάς, αντιθέτως».

«Τι ήταν αυτή η γυναίκα», ρώτησα ακόμη πιο έξαλλος. «Ήταν επιδημιολόγος; Μιλούσε ως υπέυθυνη γιατρός ή ως μυστικίστρια; Αναλαμβάνει την ευθύνη;» Και κάνοντας την αναγωγή, συνέχισα: «Πες μου καλή μου θεία. Όλες αυτές τις μέρες, βγήκε κανείς εντεταλμένος από το κράτος να σας δώσει ορισμένες χειροπιαστές συμβουλές πώς να εκκλησιάζεστε; Να σας εξηγήσουν τι ρίσκο παίρνετε;»

«Δεν είδα κάτι -σήμερα μόνο είπαν να μη πηγαίνουν οι γέροι στα ΚΑΠΗ» μου απάντησε με τόσο λυπημένο τρόπο, που ο θυμός μου εξατμίστηκε, με πιάσανε οι τύψεις κι αντί να την φοβίζω πια, προσπάθησα να την παρηγορήσω. Θυμήθηκα ότι τους ηλικιωμένους πρέπει να τους πηγαίνεις χέρι-χεράκι- να τους προστατεύεις εσύ στις «αποφάσεις» που παίρνουν.

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ: Θα άφηνες το παιδί σου να φιλήσει το χέρι του παππά;

Γράφω τούτο το σημείωμα, χάριν της αναγωγής που σας είπα πριν. Την ώρα που μιλάμε, δεν υπάρχει στην Ελλάδα άλλη κοινωνική συνάθροιση τόσο στατιστικά πρόσφορη για να νοσήσει κάποιος από κορονοϊό, από μια εκκλησία γεμάτη ηλικιωμένους που μεταλαβαίνουν. 

 

Κι όμως το Κράτος αποφεύγει να το επισημάνει, ενώ για λιγότερο επικίνδυνες συναθροίσεις είναι σαφές. Βγάζει οδηγία να πλένουμε τα χέρια μας και να μην ακουμπάμε ασκόπως το πρόσωπό μας, αλλά δεν τολμά να πεί (σε ηλικιωμένους!) να μη χρησιμοποιούν ταυτοχρονα το ίδιο κουτάλι! Και όχι μόνο δεν έχει δώσει μια συγκεκριμένη οδηγία προς τους εκκλησιαζόμενους, αλλά έχει αφήσει ατιμώρητα κάτι ανεύθυνα μέχρι γελοιότητος πρόσωπα να διαρρηγνύουν δημοσίως τα ιμάτιά τους για τό πόσο χριστιανοί είναι και ότι ο θεός δεν μεταδίδει τον ιό. 

Η αποσιώπηση αυτή δεν είναι τυχαία. Το κράτος δεν βγάζει οδηγία για τον εκκλησιασμό διότι φοβάται ότι αυτό θα φανεί αντιχριστιανικό και θα εναντιώσει τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους.

 

Δεν είναι τυχαία, αλλά δεν είναι και σωστή.

Τι θα μπορούσε να πεί, εν προκειμένω; 

Αρχικά, να πει καθαρά και δυνατά, ότι ειδικά η θεία μετάληψη, έτσι όπως γίνεται, είναι προβληματική. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε επιπόλαιες προτάσεις (π.χ. να κοινωνούν οι άνθρωποι από διαφορετικά κοχλιάρια και διαφορετική δόση οίνου) επειδή τα σύμβολα στη θρησκεία είναι πράγμα σημαντικό (συχνά το σύμβολο γίνεται ουσία), οπότε τέτοιες λύσεις ίσως γελοιοποιούσαν το μυστήριο. Θα μπορούσε όμως να βρεθεί σε συνεννόηση με την Εκκλησία (η οποία δεν τα πάει και πολύ καλά με την Ιατρική), μία λύση που να μη θέτει σε κίνδυνο την υγεία των αγαπημένων μας γερόντων. Κι αυτή η λύση είναι μάλλον μία: να αναστείλλει τα μυστήρια προσωρινά.

Αυτή η σιωπή είναι δειλή και ανεύθυνη.


ΥΓ.

Ο Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής της Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο του London School of Economics, έγραψε ένα σχετικό σημείωμα στο fb το οποίο προσυπογράφω:

«Στο επίμαχο θέμα της εκκλησίας ήμουν σαφής. Χωρίς έντονο λόγο και με σεβασμό στους θεσμούς και τους πιστούς είπα: οι πιστοί που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες (και όλοι γνωρίζουμε ότι είναι το μεγαλύτερο ποσοστό των πιστών - πολλοί ηλικιωμένοι) δεν πρέπει να συμμετέχουν στη θεία λειτουργία. Παρουσίασα τα επιστημονικά δεδομένα (αυτά που έχουμε) για τη θεία κοινωνία που μπορεί να αρέσουν η να μην αρέσουν. Αλλά αυτά είναι. Δεν τα κρύβω. Είπα όμως ταυτόχρονα ότι εδώ και 21 χρόνια δεν έχουμε δεδομένα και ότι δεν ξέρουμε τίποτα για το νέο ιό. Και κατέληξα λέγοντας ότι αν τα κρούσματα αυξηθούν και άλλο (το οποίο είναι βέβαιο) τότε όλοι θα ξέρουμε τι θα πρέπει να γίνει. Με επαγωγικό τρόπο και με σεβασμό στους πιστούς και παίρνοντας υπόψη τον πανίσχυρο θεσμό της εκκλησίας και τη μεγάλη επιρροή της, είπα στην ουσία ότι δεν θα πρέπει να γίνεται, όσο διαρκεί, αυτή η κρίση, η θεία λειτουργία. Ναι δεν κατηγόρησα την εκκλησία ούτε σήκωσα το δάκτυλο στους πιστούς. Δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αυτό. Σε συνθήκες κρίσης και όταν κανείς από τους ειδικούς η την πολιτεία δεν λέει κάτι για το θέμα της εκκλησίας πήρα με ήπιο αλλά σαφή τρόπο θέση. Επίσης το να λέω ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών (ηλικιωμένοι, ευπαθείς ομάδες) που πάνε στις εκκλησίες (πολλοί πιστοί που δεν είναι στις ευπαθείς ομάδες πάνε σπάνια) δεν θα πρέπει να πάνε είναι πολύ πιο ριζοσπαστική πρόταση από πολλές άλλες. Η στάση μου δυσαρέστησε κάποιους αλλά η ευθύνη όσων είμασταν παρόντες στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης είναι λίγο διαφορετική από το να γράφεις σχόλια στο Facebook και να πυροβολείς προς όλες τις κατευθύνσεις.»