Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όταν η ανάρτηση κάποιου αγανακτισμένου κερδίζει την ανάλυση ενός νομπελίστα

Διευρύνεται η «τρύπα» εμπιστοσύνης προς τις ελίτ και δοκιμάζονται πολλές από τις χρυσές τεχνικές της επικοινωνίας.

Όταν η ανάρτηση κάποιου αγανακτισμένου κερδίζει την ανάλυση ενός νομπελίστα

Ο 80χρονος σκηνοθέτης Kεν Λόουτς έζησε (μαζί με τον σεναριογράφο του) επί έξι μήνες τη ζωή απλών Βρετανών που τους ρούφαγε η «τρύπα» ενός συστήματος που σπέρνει ανισότητες. Η μοίρα πολιτών σαν τον πρωταγωνιστή του Daniel Blake ήταν αυτή που έδωσε πολύ αέρα στα πανιά του Brexit.

H επέλαση του λαϊκισμού έχει αποκτήσει την ταχύτητα τρένου, καθώς ελάχιστα μέλη της ελίτ μπαίνουν στον πειρασμό που ένιωσε ο Kεν Λόουτς να ζήσουν, για λίγο, τη ζωή αυτών που εξεγείρονται με μόνο όπλο την ψήφο τους.

Πολίτες θυμωμένοι, απογοητευμένοι, οργισμένοι, φτάνουν σε τέτοια κατάσταση, που μπορούν να ψηφίσουν υπέρ οποιουδήποτε «φρέσκου» υποψηφίου, ώστε να τιμωρήσουν τις «λογικές» προτάσεις των κλασικού τύπου πολιτικών. Κάπου εκεί χάθηκε ο μπούσουλας κι έγιναν σκόνη όλες οι συνταγές της πολιτικής επικοινωνίας. Πολλές από τις χρυσές τεχνικές της πειθούς και της διάδοσης του μηνύματος αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά τη διάψευση και τη ματαίωση. Παρακάτω ορισμένα από τα γενικά συμπεράσματα μετά τη θύελλα των τελευταίων μηνών:

Μεγάλο μέρος του κοινού απορρίπτει τις παραδοχές της κοινής λογικής:

To είδαμε στο δημοψήφισμα της Ελλάδας, στο Brexit, στις αμερικανικές εκλογές, στην Ιταλία. Κάτι παρόμοιο «μυρίζει» στην ατμόσφαιρα της Γαλλίας, της Ολλανδίας, μια γεύση του παίρνουμε και στη Γερμανία. Σύμφωνα με μια ανάλυση, υπάρχει κάτι που δεν πιάνουν οι καθηγητές, οι διανοούμενοι, οι αναλυτές.

Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν σχεδόν παντού έξω − και δεν φταίνε μόνο τα μοντέλα τους. Τα ισχυρά media έκαναν λάθος προβλέψεις, στήριξαν τις «λογικές» επιλογές, αλλά οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη.

To συναίσθημα κερδίζει τα στοιχεία και τις αποδείξεις:

Ένα μεγάλο μέρος του κοινού νιώθει απογοητευμένο, θυμωμένο. Έχει την αίσθηση πως ό,τι και να του πουν οι κλασικοί πολιτικοί, όποια τοποθέτηση και αν κάνουν οι έγκυροι καθηγητές, στο τέλος θα συνεχίσουν να περιορίζονται το εισόδημα, τα κεκτημένα ή τα σχέδιά του. «Πολιτική είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος κερδίζουν οι πλούσιοι», για να παραφράσουμε μια γνωστή φράση του Γκάρι Λίκεκερ σχετικά με το ποδόσφαιρο και τους Γερμανούς.

Μedia και δημοσκοπήσεις κόντρα στον Αρμαγεδώνα των social media:  

Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν σχεδόν παντού έξω − και δεν φταίνε μόνο τα μοντέλα τους. Τα ισχυρά media έκαναν λάθος προβλέψεις, στήριξαν τις «λογικές» επιλογές, αλλά οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη.

Οι προσεκτικοί αναλυτές προειδοποιούσαν εδώ και καιρό ότι ο ηλεκτρισμός στα social media έδειχνε μια ισχυρή δυναμική υπέρ των αντισυστημικών προτάσεων. Δεν φταίει τόσο το Facebook που είχε τόση διάδοση μια ψεύτικη είδηση που έλεγε ότι ο Πάπας υποστήριζε την υποψηφιότητα Τραμπ (850.000 shares). Η ουσία ήταν πως βρέθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι που την πίστεψαν και την αναπαρήγαγαν. Αντίθετα, ήταν πολύ λιγότεροι (50.000) εκείνοι που διέδωσαν ότι αυτή η είδηση ήταν ψευδής.

Το Twitter κέρδισε τους «New York Times» και το μιντιακό σύμπαν:  

Το βαρύ πυροβολικό του Τραμπ ήταν η δραστηριότητά του στο Twitter. Κέρδισε κατά κράτος και τους «New York Times» και όλα τα κλασικά media που εναντιώθηκαν σύσσωμα στην υποψηφιότητά του.

Δεν ήταν μόνο το αυθεντικό ύφος του Τραμπ στο Twitter. Μεγάλος αριθμός πολιτών είναι έτοιμος να πιστέψει στο κάθε «νερό του Καματερού», να πιαστεί από μια κούφια υπόσχεση, να δεχτεί ένα καταφανές ψέμα.

Περίπου 80% των φημισμένων οικονομολόγων ήταν κατά του Brexit, αλλά το εκλογικό σώμα δεν άκουσε τη γνώμη τους.

Δεν ήταν μόνο το αυθεντικό ύφος του Τραμπ στο Twitter. Μεγάλος αριθμός πολιτών είναι έτοιμος να πιστέψει στο κάθε «νερό του Καματερού», να πιαστεί από μια κούφια υπόσχεση, να δεχτεί ένα καταφανές ψέμα.

Μπιτάτα μηνύματα ή σε βάθος αναλύσεις;

Όσοι ήταν αντίθετοι στο Brexit, οι πολέμιοι του Τραμπ, έκαναν μακρόσυρτες τοποθετήσεις. Έχασαν από τις σύντομες ατάκες των αντιπάλων τους. Έλεγαν ψέματα οι νικητές και το ψέμα είναι συνήθως σύντομο; Μπορεί... Από την άλλη πλευρά, αν μια αλήθεια θέλει πολλές προτάσεις για να τεκμηριωθεί, τότε κάτι έχει χάσει από το μήνυμα – και κυρίως από την ουσία. Πρωτίστως έχει λάθος εκτίμηση ως προς την ψυχολογική κατάσταση και την ασφυκτική πραγματικότητα εκείνων που νιώθουν ότι σπρώχνονται ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο.

Τα σελέμπριτις είναι άσφαιρα, ο όγκος της διαφήμισης δεν φτουράει:

Μια εύκολη καταφυγή πολλών ειδικών της επικοινωνίας τα τελευταία χρόνια είναι οι σελέμπριτις και οι influencers. Πεντακόσια ευρώ το (αγορασμένο) tweet στις μικρές αγορές, εκατονταπλάσια η ταρίφα του.

Κιμ Καρντάσιαν. Με αυτά μπορεί να τσιμπάνε οι αργόσχολοι χρήστες των social media. Δεν τα χαύτουν όμως οι άνεργοι και όσοι βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται διαρκώς. Οι τελευταίοι μπορεί να κάνουν χάζι στην TV και στο YouTube τους διάσημους, αλλά πλέον δεν τους εμπιστεύονται ως προς το τι να ψηφίσουν.  

Δεκαπλάσια ήταν η διαφημιστική δαπάνη που έκανε η Κλίντον σε σχέση με αυτήν του Τραμπ. Ούτε αυτή η «υπεροπλία» δάμασε τη δυνατότητά του να περνάει απλά μηνύματα και να δονεί τους πικραμένους.

H στάση των ελίτ

Πολλοί φρονούν ότι η αντίδραση στο τσουνάμι του λαϊκισμού, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας πρέπει να είναι η καταγγελία του. Ο φημισμένος φυσικός Στίβεν Χόκινγκ έγραψε ένα σημαντικό άρθρο στην «Guardian», όπου σημειώνει αυτά που και ορισμένοι άλλοι διάσημοι διανοούμενοι τονίζουν τον τελευταίο καιρό: η εκστρατεία κατά του ψέματος θα έχει περιορισμένη έως και αρνητική απήχηση. Το κλειδί, λέει, βρίσκεται στη στάση που θα κρατήσουν οι ελίτ της υφηλίου (πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της τέχνης κ.λπ).

Οι πολίτες ψηφίζουν κόντρα στην κοινή λογική όχι τόσο γιατί τρελάθηκαν αλλά γιατί η στάση αυτών που την εκπροσωπούν δεν πείθει. «Οι ελίτ από το Λονδίνο στο Χάρβαρντ και από το Καίμπριτζ στο Χόλιγουντ πρέπει να πάρουν τοις μετρητοίς τα μαθήματα της τελευταίας χρονιάς. Εφόσον συνεχίσουν να κλείνουν τα μάτια στον πόνο που σκορπάει η αυξανόμενη ανισότητα των εισοδημάτων και η ανασφάλεια που διαχέουν οι εφαρμογές της τεχνολογίας, τότε η αποδοχή των ακραίων θέσεων θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη».

Σε μια εποχή που η ανάρτηση ενός αγανακτισμένου στα social media μπορεί να έχει την ίδια διάδοση με τη συνέντευξη ενός νομπελίστα καθηγητή, οι χρυσές συνταγές πολιτικής επικοινωνίας προσπαθούν ακόμα να πείσουν ότι ο βασιλιάς δεν είναι γυμνός.

Κάποια βοηθητικά αναγνώσματα:

«Γιατί σαρώνει ο λαϊκισμός στην Αμερική και την Ευρώπη», ένα πρόσφατο βιβλίο που δεν καταγγέλλει μόνο τους «κακούς» και τους «αδαείς» αλλά διερευνά και την ευθύνη των ελίτ.

«Οι λαϊκιστές είναι μια “φούσκα”, αλλά και οι αντίπαλοί τους ζουν ακόμα στη δική τους φούσκα»

Να είσαι καλά πληροφορημένος ή να κρατήσεις τα λογικά σου; Τι δίλημμα!