Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πώς η κριτική έμεινε στην Ελλάδα ταπί και ψύχραιμη

Η παρακμή του κριτικού λόγου δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη― είναι προϊόν μιάς άνευ προηγουμένου διαπλοκής που έδεσε κόμπο ένα ολόκληρο έθνος.

Η χρεοκοπία της κριτικής

Πολλές φορές, σε συζητήσεις, τυχαίνει να βρεθώ μπροστά σε κάποιον που σχεδόν παραληρεί από αγανάκτηση για την κακότητα ενός έργου τέχνης. «Γιατί δεν το γράφεις;», του λέω. «Είμαι διατεθειμένος να το δημοσιεύσω».

―Α, δεν μπορω. Τον ξέρω (τον δημιουργό) χρόνια… Ποιός αντέχει τη μίρλα του… κ.λπ.

Δεν περνάνε λίγες μέρες και ο αγανακτισμένος δημοσιεύει στη στήλη του έναν δειλό διθύραμβο για το έργο τέχνης που τον αγανάκτησε.

Πιστεύω ότι η κριτική έχει χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, σχεδόν σε όλους τους τομείς ― πολιτική, Τέχνες, εστίαση― για μια σειρά λόγων. Και δεν μιλώ για την ανεπαρκή κριτική που δεν ξέρει να αναγνωρίζει το πρώτο από το δεύτερο― τέτοια πάντα υπήρξε, είναι δείγμα αμορφωσιάς, όχι ανηθικότητας. Ούτε μιλώ για όσους μέσα στα χρόνια απέκτησαν εμμονικά γούστα και πάθη, που όσο νάναι τους στερούν την διαύγεια της ματιάς. Μιλάμε για όσους βλέπουν το κακό και το αποσιωπούν.

Αυτή η χρεοκοπία δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι προϊόν μιας άνευ προηγουμένου διαπλοκής που έδεσε κόμπο ένα ολόκληρο έθνος ―σαν κάτι χωριά που όλοι βιάζουν τα παιδιά τους και δεν μιλάει κανείς. Και βεβαίως δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας.

Ιδού οι λόγοι που αναγνωρίζω ότι οδήγησαν ως εδώ:

1. Οι δημοσιογράφοι δεν αμείβονται καλά. Έτσι έχουν ανάγκη τα κεράσματα, τις προσκλήσεις, τα δωρεάν ταξίδια κ.λπ. Ορισμένοι αποκτούν με τον καιρό την ψυχολογία του τζαμπατζή: όσο πιο πολυτελές το «κέρασμα», τόσο πιο παθιασμένο το γράψιμο. Ακραία εκδοχή κεράσματος: να σε προσλαμβάνει η κυβέρνηση ως σύμβουλο, ενώ ταυτόχρονα εργάζεσαι στα μέσα.

2.  Η πόλη είναι μικρή και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Θέλουν να μη τους βγαίνει ξινή μια έξοδος, όταν πέφτουν πάνω σε εκείνον που έκριναν αυστηρά. 

3. Επειδή οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν ρεπορτάζ, απλώς δημοσιοποιούν αυτό που οι «πηγές» τούς εγχειρίζουν (διαμοιράζοντάς το κυκλικά, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι). Φροντίζουν λοιπόν να τα έχουν καλά με τις πηγές (κάτι μέγαιρες συνήθως που πουλάνε φύκια, ή «υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων» γενικώς). Έτσι η ομερτά συναντά τη νωθρότητα σε έναν εναγκαλισμό, που θα τον έλεγες και διαπλοκή. 

4. Η οικονομική δυσπραγία των μέσων έχει επιτρέψει στη διαφήμιση να επιβάλλει επιλεκτικές αποσιωπήσεις «για να μη θιγεί ο πελάτης». Είτε αυτός είναι ένα ταβερνάκι που ψήνει σάπιες μπριζόλες, είτε είναι μια Τράπεζα γεμάτη αποσιωπημένα σκάνδαλα, είτε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση.  Δεν είναι ίδιας έντασης η απαξία (η πολιτική είναι η μεγαλύτερη διότι θίγει την βασική αποστολή της δημοσιογραφίας που είναι ο έλεγχος της εξουσίας)― είναι όμως απαξία και στις τρεις περιπτώσεις.

5. Οι περισσότεροι σημερινοί εκδότες αντιμετωπίζουν τα media ως πάρεργο- επιχειρούν κυρίως αλλού. Έχουν σκελετούς στην ντουλάπα τους και χρησιμοποιούν τη δημοσιογραφία ως μοχλό πίεσης. Αφ΄ενός προωθούν τα (μεγάλα) συμφέροντά τους, αφ' ετέρου ντιλάρουν με την κυβέρνηση: Με αφήνεις ήσυχο, σε αγιογραφώ νυχθημερόν. Και η κυβέρνηση, ευγνωμονούσα, τους επιδαψιλεύει με νέες εύνοιες.

6.Yπάρχει κι ένας λόγος, κάπως συμπαθητικός. Σε μια χώρα χαμηλών επιδόσεων, που π.χ. η καλλιτεχνική παραγωγή δεν είναι και για χόρταση, όταν βλέπεις κάποιον να προσπαθεί φιλότιμα, χωρίς να τα καταφέρνει πάντα, θες να κάνεις ότι δεν είδες το στραβοπάτημα, δεδομένου ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα ένα γύρω.
 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ (και άλλους ίσως που μου διαφεύγουν), φτάσαμε σε ένα στάδιο που η επίσημη κριτική είναι νεκρή, σε όλα τα επίπεδα. Φυτοζωεί, ένθεν κακείθεν, σε λίγες φωνές που παρότι θα μπορούσαν να εξαγοραστούν, δεν εξαγοράστηκαν. Διότι έχεις να παλέψεις και με τούτο: Οι πλείστοι από τους «μη συστημικούς» κριτικούς, το βουλώνουν όταν η δική τους παρέα (ή χειρότερα: το δικό τους κόμμα) γίνει κυβέρνηση και Σύστημα. Αποδεδειγμένο.

Στην αντίπερα όχθη, στην ανεπίσημη χάβρα των social media, οι τολμηρές, ελεύθερες φωνές πνίγονται μέσα στις κραυγές, τις απειλές και τις κατάρες του πλήθους ή των μισθοφόρων.

Κι έτσι, μεταξύ επίσημης σιωπής και ανεπίσημης τσιρίδας, το κακό ταβερνάκι, το κακό βιβλίο, η κακή παράσταση, η κακή Τράπεζα, η κακή κυβέρνηση μένουν οι μοιραίοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού σε ένα μοιραίο κράτος.