Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Οι δημοσκοπήσεις της περιόδου, τα στρατηγικά κέρδη και οι κίνδυνοι για την κυβέρνηση

Το τελευταίο που χρειάζεται η κυβέρνηση είναι μια λογική εφησυχασμού και, ακόμα χειρότερα, αλαζονείας.

Οι δημοσκοπήσεις της περιόδου, τα στρατηγικά κέρδη και οι κίνδυνοι για την κυβέρνηση



OΛΕΣ ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ καταγράφουν παρόμοια πολιτικά δεδομένα. Το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας παραμένει ευρύ και σε ποσοστά αρκετά υψηλά για μια χρονική περίοδο που πλησιάζει τα μέσα της τετραετίας. Η υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα είναι ακόμα μεγαλύτερη, τόσο σε επίπεδο συνολικής δημοτικότητας όσο και σε επιμέρους συγκριτικούς δείκτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθηλωμένος σε ποσοστά χαμηλότερα της τελευταίας εκλογικής του επίδοσης, αντιμετωπίζοντας κάποια δομικά στρατηγικά ζητήματα, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα παραμένουν σε μια ουσιαστικά αμετάβλητη κατάσταση, με μόνη ίσως εξαίρεση την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, που μοιάζει να έχει κάποια μικρά κέρδη.


Ωστόσο, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι κάποια ευρήματα με μακροπρόθεσμη στρατηγική αξία. Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία μοιάζει να διευρύνει την επιρροή της σε ψηφοφόρους που δεν την ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έρευνα της Marc για τον Alpha η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να αποσπά στην πρόθεση ψήφου το 10,6% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο 2019. Αντίστοιχα, τον Κυριάκο Μητσοτάκη θεωρεί «καταλληλότερο για πρωθυπουργό» το 15,6% των παλαιών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μετακινήσεις αυτές έχουν αυξημένη εκλογική σημασία, κυρίως όμως δείχνουν μια αναδιάταξη των κοινωνικών συμμαχιών που είχαν καταγραφεί στις τελευταίες εκλογές προς όφελος της κυβέρνησης.

Παρά τα προφανή στην παρούσα φάση στρατηγικά της κέρδη, το τελευταίο που χρειάζεται η κυβέρνηση είναι μια λογική εφησυχασμού και, ακόμα χειρότερα, αλαζονείας.

Δεύτερον, η υπεροχή της ΝΔ και ειδικά του κ. Μητσοτάκη είναι συντριπτική στους ψηφοφόρους του ενδιάμεσου χώρου. Τόσο στους ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛ. όσο και σε αυτούς που αυτοτοποθετούνται στο κέντρο της πολιτικής κλίμακας (με όση αυθαιρεσία και αν εμπεριέχει αυτός ο αυτοπροσδιορισμός). Είναι ενδεικτικό ότι στην έρευνα της Opinion Poll το 66,7% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. προτιμά μελλοντική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, έναντι μόλις 3,2% που προτιμούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφορά είναι τόσο χαοτική, που θέτει σαφές πλαίσιο στην ηγεσία του χώρου ως προς τις μελλοντικές στρατηγικές επιλογές της.

Τρίτον, οι δείκτες συλλογικής-ατομικής αισιοδοξίας και γενικής κατεύθυνσης της χώρας, παρά την επιδείνωση της κατάστασης, δεν αποτυπώνουν εικόνα απόγνωσης ή πλήρους κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Η εικόνα δεν θυμίζει σε τίποτα συνθήκες πρώιμης αντιμνημονιακής περιόδου, εξού και η επανάληψη πολιτικών πρακτικών της περιόδου εκείνης μοιάζει καταδικασμένη. Αντιθέτως, το ποσοστό των πολιτών που θεωρεί ότι, παρά τις δυσκολίες, η χώρα στέκεται αξιοπρεπώς, καθώς και εκείνων που αισιοδοξούν ότι το 2021 θα είναι καλύτερη χρονιά, είναι αξιοσημείωτο – και συχνά υψηλότερο από το εύρος επιρροής της κυβέρνησης. 

ΠΩΣ ΠΑΓΙΩΘΗΚΕ, όμως, αυτή η εικόνα; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί κυρίως σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο πολιτικό φαινόμενο που οι Αμερικανοί ονομάζουν «rally 'round the flag» («συσπείρωση γύρω από τη σημαία»). Δηλαδή την τάση των κοινωνιών να συσπειρώνονται γύρω από την ηγεσία τους την περίοδο της κρίσης, αρκεί οι ηγεσίες να αξιοποιούν αυτό το φαινόμενο. Το μεγαλύτερο στρατηγικό επίτευγμα του κ. Μητσοτάκη στο διάστημα της πανδημίας είναι ότι κατά κανόνα στάθηκε πάνω από την αντιπαράθεση, μιλώντας ως πρωθυπουργός και όχι ως κομματάρχης. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ακροατήριο ευρύτερο εκείνων που τον ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, με τα κέρδη που αναφέρθηκαν.


Δεύτερον, στην ίδια τη διαχείριση. Αν η «μπάλα είχε χαθεί» επί της ουσίας, καμία επικοινωνιακή διαχείριση δεν θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα. Αντιθέτως, η αίσθηση που έχει επικρατήσει (καλώς ή κακώς, δεν μπαίνουμε στην ουσία αλλά εστιάζουμε μόνο στη γενική εικόνα) είναι ότι η Ελλάδα τα πήγε συγκριτικά καλά, και μάλιστα καλύτερα από πολύ ισχυρότερες χώρες. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η κριτική της αντιπολίτευσης (συχνά αρκετά έντονη) δεν της αποδίδει πολιτικά οφέλη. Επίσης, η γενική εικόνα για τα μέτρα οικονομικής στήριξης, το πρόσφατο άνοιγμα των σχολείων και του λιανεμπορίου και η μάλλον ικανοποιητική μέχρι τώρα πορεία του εμβολιασμού (παρά την εύλογη ενόχληση που προκάλεσαν φωτογραφίες κυβερνητικών στελεχών την ώρα που απολάμβαναν το –όχι επαρκώς τεκμηριωμένο– προνόμιο του κατά προτεραιότητα εμβολιασμού τους...) βελτιώνουν την ψυχολογία του κόσμου και ενισχύουν την πεποίθηση ότι πλησιάζουμε στην αρχή του τέλους.


Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν θα πρέπει να αποτελούν λόγους εφησυχασμού για το κυβερνητικό στρατόπεδο. Αντιθέτως, ακούγονται και αρκετά ανησυχητικά καμπανάκια. Πολλοί επιμέρους ποιοτικοί δείκτες έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας. Κάποιες επικοινωνιακές αστοχίες που προκάλεσαν έντονη ενόχληση δείχνουν ότι ο κόσμος δεν στηρίζει εν λευκώ. Μελλοντικά επικοινωνιακά και διαχειριστικά λάθη μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πολιτικές συνέπειες, καθώς η κοινωνική κόπωση είναι πλέον μεγαλύτερη. Οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης δεν έχουν φανεί ακόμα πλήρως, καθώς τα μέτρα στήριξης απορροφούν μεγάλο μέρος των κραδασμών. Τα μέτρα, όμως, δεν θα ισχύουν εσαεί. Κάποια στιγμή θα σταματήσουν και τότε θα φανεί το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς. Ενώ υπάρχουν πάντα τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ισχυρότατους κλυδωνισμούς. Ως εκ τούτου, παρά τα προφανή στην παρούσα φάση στρατηγικά της κέρδη, το τελευταίο που χρειάζεται η κυβέρνηση είναι μια λογική εφησυχασμού και, ακόμα χειρότερα, αλαζονείας.


(Τα του ΣΥΡΙΖΑ θα τα δούμε στην ανάλυση της επόμενης εβδομάδας.)

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.