Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο θάνατος της Μάνιας Tεγοπούλου και τα σκυλιά του θανάτου

Μασώντας τσίχλα, ξεπεράστηκε και το ταμπού του θανάτου.

Ο θάνατος της Μάνιας Tεγοπούλου και τα σκυλιά του θανάτου

Moυ είπαν ότι στα social media περιυβρίζουν τη νεκρή Μάνια Τεγοπούλου. Δεν έχω ψάξει να δω με τα δικά μου μάτια. Είναι ένα γκώσιμο οριστικό αυτό που με έχει πιάσει με την ψηφιακή παθολογία . Δεν έχω περιέργεια καμμία. Ξέρω τι τρέχει. Ξέρω τι νεύρο ερεθίζεται. Δεν χρειάζεται να κάνω ζουμ στις λεπτομέρειες του φόνου.

 

Δεν εκπλήττομαι επίσης. Κτήνη υπήρχαν πάντα στη κοινωνία μας. Κτήνη που γέννησαν νέα κτήνη, πιο τεχνολογικά καταρτισμένα. Sophisticated bitches.

 

Νόμιζα όμως ότι ο θάνατος είναι ένα σύνορο, όπου ακόμα και τα κτήνη σταματάνε. Από τον Όμηρο και τις Τρωάδες μέχρι σήμερα, η περιύβριση νεκρού είναι ένδειξη κορυφαίας βαρβαρότητας, οι άταφοι πολεμιστές διπλά ταπεινωμένοι. 

 

Τώρα, θρασίμια στέκονται κορδωμένα πάνω από τους ανοιχτούς τάφους και αποπατούν σε δημόσια θέα, αποενοχοποιημένα, με την άρρωστη ζητωκραυγή του όχλου να τους δίνει το ρυθμό. Ένα ηθικό «πουτάνα όλα»  που πρωτοεκφράστηκε με το «Σκατά στο τάφο του Μπακογιάννη» και οδήγησε στο μακελειό του facebook και το μηδενιστικό ίσιωμα του Σύριζα.

 

Δεν συμπαθούσα την Μάνια Τεγοπούλου. Επί της δικής της εποχής παραιτήθηκα από την Ελευθεροτυπία και η ίδια αργότερα μου έκανε μια από τις μεγαλύτερες εκδοτικές απρέπειες: μου πήρε νύχτα ένα ολόκληρο τμήμα εργαζομένων, για να φτιάξει το ευθέως ανταγωνιστικό free press της (που σύντομα ναυάγησε).

Κοντά σε αυτά ξέρω πόσο ανεπαρκώς διαχειρίστηκε την εφημερίδα της, η οποία αν και δεν ήταν τόσο αγγελική όσο την περιγράφουν οι ταλαιπωρημένοι νοσταλγοί της, συγκριτικά με πλείστες άλλες ήταν μια χαρά. 

 

Oπότε έχω λόγους να μη την συμπαθώ. Και στην νεκρολογία της, αν δημοσίευα κάποια, θα κατέγραφα δίπλα στα βιογραφικά στοιχεία της τούς λάθος χειρισμούς  και την επιπολαιότητα με την οποία αποτελείωσε ένα μεγαθήριο και κυρίως τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί.

Έτσι οφείλουν να είναι οι νεκρολογίες των δημοσίων προσώπων. Ακριβείς.  

 

Όμως μπροστά στο νεκρό της σώμα, θα έμενα αμίλητος. Χωρίς κακία - ό,τι κι αν έγινε. Ό,τι κι αν μού έκανε. Γιατί αυτό ακριβώς με διαφοροποιεί από τα σκυλιά, που αγνοούν ότι θα πεθάνουν αύριο: ξέρω ότι αυτή πέθανε ενώ εγώ ζω. Πράγμα που συνιστά την μεγαλύτερη διαφορά του κόσμου!  Ξέρω ότι η σύντομη ζωή, ακριβώς επειδή είναι αδιανόητα σύντομη, οφείλει δια του στοχασμού να υπερβεί τον εαυτό της. Και να παράξει από την απελπισία της, ανθρωπισμό και ομορφιά.

 

Κανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ακόμη και μπροστά στη σορό ενός εγκληματία, δεν μπορείς παρά να κάνεις πικρές σκέψεις για το τί είσαι εσύ.

 

Ψιλά γράμματα, το ξέρω. Ιδίως για το ψηφιακό προλεταριάτο με την τρύπια τσέπη και τα μεγάλα όνειρα,  που το 'παιξαν στα ζάρια και το τρέλαναν τα χίπικα γεράκια της Σίλικον Βάλεϊ: αφού το απογύμνωσαν από τον ιδιωτικό του κόσμο, το έπεισαν ότι η άπραγη κακία των social media είναι ελευθερία έκφρασης, κι ο ξέκωλος ναρκισσισμός του ίνσταγκραμ ότι είναι ντόλτσε βίτα.

 

Έτσι, μασώντας τσίχλα, ξεπεράστηκε και το ταμπού του θανάτου.