Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η «σφηνωμένη» γενιά (πρώην «Generation X»). Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Οι προηγούμενοι τα ήθελαν –και τα πήραν– όλα δικά τους και οι επόμενοι μας κοιτάνε με μισό μάτι ως μέρος του προβλήματος

Η «σφηνωμένη» γενιά (πρώην «Generation X»). Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Πολύς λόγος γίνεται διεθνώς τον τελευταίο καιρό για το ασφυκτικό στρίμωγμα εν μέσω χαλεπών καιρών της «γενιάς Χ» (δηλαδή από 40 ως 55 χρονών χοντρικά) ανάμεσα στην προηγούμενη (των baby boomers αγγλιστί, του Πολυτεχνείου / της Μεταπολίτευσης στα πολιτικοποιημένα καθ' ημάς) και στην επόμενη, αυτή των αποκαλούμενων millennials («γενιά της κρίσης» στην ελληνική πραγματικότητα), που σε μεγάλο βαθμό δεν γνώρισε κόσμο χωρίς Ίντερνετ και χωρίς παγκοσμιοποίηση. Αμφιλεγόμενο το πώς ακριβώς ορίζουμε χρονικά και πολιτισμικά τις γενεές, τσουβαλιάζοντας συχνά ετερόκλητα πρόσωπα και πράγματα, εν προκειμένω όμως αυτή η κουβέντα, παρά τις ισοπεδωτικές γενικεύσεις, έχει ένα νόημα. Υπάρχει πραγματικά μια κοινή αίσθηση μεταξύ αυτών που κυλάνε αργά και επώδυνα προς τα πενήντα φορτωμένοι άγχος, ανασφάλειες και πικρίες («Πώς την πατήσαμε έτσι, ρε παιδιά; Πού εξατμίστηκαν οι υποσχέσεις των 90s;») ότι συνθλίφτηκαν χωρίς να το πάρουν χαμπάρι ανάμεσα στους φαταούλες του χθες και στους οργισμένους του σήμερα; Οι προηγούμενοι τα ήθελαν (και τα πήραν, και σε σημαντικό βαθμό τα διατηρούν ακόμα) όλα δικά τους και οι επόμενοι μας κοιτάνε με μισό μάτι ως κατάλοιπα μιας επιζήμιας και τελειωμένης αντίληψης, ως μέρος του προβλήματος. Και άντε να τους αδικήσεις, όταν άτομα σαν την Κελιάν Κόνγουεϊ, τη φονική ξανθιά αρχισύμβουλο του Τραμπ, δηλώνουν υπερήφανα σε συνεντεύξεις τους «τυπικοί εκπρόσωποι της Generation X».

Η Ελλάδα μάς αναγκάζει να ανησυχήσουμε για τη νέα παγκόσμια τάξη κατά την οποία ένας αόρατος, high-tech ιμάντας μεταφοράς αντικαθιστά ανελέητα τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης με τη νοημοσύνη των μηχανών, παρασύροντάς μας όλους σ' έναν κόσμο αέναων click, link και like.


Τι λέει όμως επ' αυτού ο πάλαι πότε πατριάρχης/γκουρού αυτής της γενιάς που με το ομώνυμο βιβλίο/υπαρξιακό τσελεμεντέ του μας πήρε στον λαιμό του και μας έκανε να πιστέψουμε ότι θα περιφερόμαστε αιωνίως σε ένα πλέγμα «τζετ σετ ανέχειας» (αυτό συνέβη όντως τελικά), «πλατωνικών σκιών», «αναβολής εξέγερσης» και «εναέριων οικογενειών», αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της ζωής με ειρωνικό ανθυπομειδίαμα, μπλαζέ εστετισμό και cool αποστασιοποίηση; Ο Ντάγκλας Κόπλαντ αποτάσσεται κάθε ευθύνη, παραμένει στωικός και φυσικά δεν νοσταλγεί τα παλιά. Στις πρόσφατες συνεντεύξεις του στο πλαίσιο της προώθησης των διαφορετικών πρότζεκτ του (παραμένει συγγραφέας βέβαια, αλλά λειτουργεί παράλληλα και ως εννοιακός καλλιτέχνης, σχεδιαστής, δημιουργός εικαστικών εγκαταστάσεων, αναγνωρίζοντας ότι το βιβλίο δεν φτουράει και πολύ πλέον) δηλώνει σχετικά: «Μου λείπει καμιά φορά το προδιαδικτυακό μυαλό μου, αλλά δεν το θέλω πίσω. Κάποιες φορές το ξεγελάω ώστε να νομίσει ότι είμαστε ακόμα στον 20ό αιώνα διαβάζοντας ένα βιβλίο, αλλά μόλις το αφήσω, επιστρέφω αμέσως στο σήμερα. Είναι κάτι σαν χρονικός οικοτουρισμός για μας τους εκπρόσωπους της Gen X. Βρεθήκαμε να διαχειριζόμαστε και την αναλογική και την ψηφιακή εποχή. Μόλις φύγουμε από τη μέση, δεν θα υπάρχει ζωντανή μνήμη της αναλογικής εποχής».

Ο Ντάγκλας Κόπλαντ είναι αισιόδοξος για το μέλλον της γενιάς μας: «Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα μπουκάλι Pinot Gris, ένα άνετο κρεβάτι, καλό Wi-Fi και κανέναν τριγύρω να μας ζαλίζει».
Mε το βιβλίο / υπαρξιακό τσελεμεντέ του μας πήρε στον λαιμό του και μας έκανε να πιστέψουμε ότι θα περιφερόμαστε αιωνίως σε ένα πλέγμα «τζετ σετ ανέχειας»


Να μη ζήσουμε όμως και λίγο, ρε φίλε, τη «χρυσή ωριμότητά» μας σαν άνθρωποι πριν φύγουμε από τη μέση; Ο Ντάγκλας Κόπλαντ είναι αισιόδοξος για το μέλλον της γενιάς μας: «Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα μπουκάλι Pinot Gris, ένα άνετο κρεβάτι, καλό Wi-Fi και κανέναν τριγύρω να μας ζαλίζει». Σωστός. Αισιόδοξος είναι και για το μέλλον της χώρας μας ή, τέλος πάντων, ήταν μέχρι πριν από δύο χρόνια περίπου, όταν είχε γράψει εκείνο το άρθρο στο «Vice» «για την Ελλάδα, τις ουτοπίες και την κατάρα του ελεύθερου χρόνου», στο οποίο μας παρουσίαζε ως δυνάμει μοντέλο απαλλαγής (με το ζόρι έστω) από τις πάσης φύσεως αυταπάτες της μεσαίας τάξης κατά τα τέλη του προηγούμενου αιώνα: «... Η παγκόσμια μεσαία τάξη, όπως οι παγετώνες στην Αλάσκα, λιώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και αναγκαστικά πρέπει να χρίσουμε ουτοπική την όποια διάδοχη κατάστασή της – ή τουλάχιστον να την απαλλάξουμε από κάθε φόβο και να την απογυμνώσουμε από τον τρόμο του κενού. Αυτό μας λέει η Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι το νέο υπόδειγμα για τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Η Ελλάδα μάς αναγκάζει να ανησυχήσουμε για τη νέα παγκόσμια τάξη κατά την οποία ένας αόρατος, high-tech ιμάντας μεταφοράς αντικαθιστά ανελέητα τους πρώην εργαζόμενους της μεσαίας τάξης με τη νοημοσύνη των μηχανών, παρασύροντάς μας όλους σ' έναν κόσμο αέναων click, link και like. Η Ελλάδα μας αναγκάζει να ανησυχήσουμε για την απότομη εξαφάνιση μιας κοινωνικής διάρθρωσης τόσο παλιάς, που δεν την αναγνωρίζουμε καν ως κοινωνική διάρθρωση αλλά μάλλον ως παγκόσμιο δικαίωμα, δεν είναι όμως. Είναι τόσο συνθετική όσο η ζαχαρίνη...».