Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η δυστυχία του να μη νιώθεις

Και η «ευαισθησία» που απλώνει απλώς τα καθημερινά της λάφυρα (σε δάκρυα, σε κατάρες ή απειλές)

Η δυστυχία του να μη νιώθεις

Μια σκηνή στην τηλεόραση: ο Ντόναλντ Τραμπ σε επίσκεψη στην καθημαγμένη Καλιφόρνια με τα εξακόσιες χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα παρανάλωμα της φωτιάς, δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες αγνοούμενους. Γυρίζει στην κάμερα και λέει: θέλω ένα «σπουδαίο κλίμα» (great climate) και ήδη το προχωρούμε και το πετυχαίνουμε (κάπως έτσι).


Μπορεί, λοιπόν, να φέρει κανείς στον νου του τη μιζέρια του αδιάφορου κι ασύνδετου ανθρώπου· την εσωτερική ερημιά αυτού που βαδίζει εν μέσω ερειπίων, αλλά φροντίζει να πει το ποίημα του, να αφήσει στον αέρα κάποιες γελοίες φράσεις ή να ξεθάψει ένα ρητό. Ο Τραμπ, βεβαίως, είναι κάποιος που προδίνεται. Τον προδίνει ο χαρακτήρας του, το στυλ του, το παρελθόν του και όλα όσα έχουν αποτυπωθεί στο υπερχειλισμένο εγώ του. Έχει κατοχυρώσει τις εμμονές του και, ας το πούμε έτσι, έχει ταυτιστεί απολύτως με δαύτες (ο κακός Τύπος που τον καταδιώκει, οι κακοί τύποι που τον εγκατέλειψαν, τα fake news των αντιπάλων του κ.λπ.). Και, φυσικά, κάποιος που λέει πως θα έχουμε «ένα σπουδαίο κλίμα» δεν έχει έγνοια ούτε για το κλίμα ούτε και για τις πυρκαγιές στην Καλιφόρνια.

Ο πολιτικός, ο δημοκράτης πολιτικός δεν είναι αυτός που υπόσχεται σπουδαίο κλίμα, φοβερό κοινωνικό κράτος κ.λπ. Είναι εκείνος που προσπαθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του γι' αυτά και για τα άλλα σημαντικά αγαθά, νιώθοντας τι σημαίνει μεγάλη καταστροφή και σπαραχτική οδύνη.


Ας φανταστούμε, όμως, άλλους και άλλες που πάσχουν από ανάλογη ασχετοσύνη. Αυτή η ασχετοσύνη δεν είναι ένα έλλειμμα γνώσεων ούτε το να μην κατέχει κανείς από ειδικές ορολογίες. Στο κάτω-κάτω, σε ένα σωρό πράγματα –και ιδίως στις φυσικές καταστροφές– οι περισσότεροι θνητοί είμαστε αδαείς και στην καλύτερη περίπτωση ημιμαθείς.

Έχουμε, βεβαίως, εξοικειωθεί με το πρόχειρο τσιμπολόγημα του Διαδικτύου και αρκούμαστε σε όσα μπορούμε να δανειστούμε εύκολα από τις συνεντεύξεις των ειδικών και τη διαθέσιμη πληροφόρηση. Όμως η ίδια λέξη «ασχετοσύνη» φωτίζει περισσότερο μιαν άλλη ιδιότητα, αυτή για την οποία γράφω εδώ: την αδυναμία κάποιου να σχετιστεί με αυτό που συμβαίνει γύρω του. Δεν είναι, δηλαδή, μια γενική αναισθητοποίηση αλλά μια ιδιαίτερη μορφή αναλγησίας και προφυλαγμένης αποκοπής.

Αυτή η ασχετοσύνη είναι χειρότερη από την ανοιχτή κακία, από το ξίδι της εχθρότητας. Η εχθρότητα, τουλάχιστον, σε βγάζει συνήθως από τα ρούχα σου και σε κάνει παραδόξως να αφιερώνεσαι σε έναν άλλον, έστω «αρνητικά». Μερικοί, ας πούμε, μπορούν να αντλούν νόημα από τις βρισιές που εξαπολύουν καθημερινά σε κάποιο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο όχι μόνο δεν τους είναι αδιάφορο μα, αντιθέτως, φροντίζουν να μάθουν τα πάντα γι' αυτό κι έτσι χτίζουν έναν δεσμό. Άλλοι, πιο δημιουργικοί πιστεύω, εξισορροπούν τα μίση τους με σχέσεις αφοσίωσης και αγάπης − μαθαίνοντας, εν τέλει, πόσο εύκολο είναι το πρώτο και απαιτητικό το δεύτερο.

 
Το «great climate» του Τραμπ θυμίζει, λοιπόν, όσους περνούν και δεν νιώθουν κάτι. Φανερώνει αυτό που λέμε λειψή ή ανύπαρκτη ενσυναίσθηση, αν και τώρα τελευταία γίνεται κατάχρηση της λέξης που μοιάζει υπερβολικά λόγια και επιστημονική γι' αυτό που θέλει να περιγράψει. Κάνουμε, όμως, και ένα συχνό λάθος. Μπερδεύουμε την ενσυναίσθηση με τον φωναχτό, επιδεικτικό συναισθηματισμό. Ειδικά στα social media πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι ευαισθησία είναι να γράφει κανείς με κεφαλαία γράμματα και να προσθέτει θαυμαστικά στις λέξεις του. Μακάρι να ήταν τόσο απλό το πράγμα και να μπορούσες να περάσεις από την ψυχική αποξένωση στην ενσυναίσθηση με αυτήν τη θορυβώδη ευαισθησία που διεκδικεί με παιδικό τρόπο την προσοχή των άλλων.


Συμβαίνει πια το αντίθετο. Η δυστυχία του να μη νιώθεις συμβαδίζει με την «ευαισθησία» που απλώνει απλώς τα καθημερινά της λάφυρα (σε δάκρυα, σε κατάρες ή απειλές). Η ψυχρότητα εναλλάσσεται με τον ναρκισσισμό της συμπόνιας, όπου συχνά κάποιος θα βρεθεί να μας ανακαλέσει στην τάξη γιατί, τάχα, δεν συγκινηθήκαμε όσο έπρεπε. Όπως ακριβώς στον κορεσμό πληροφορίας και ερεθισμάτων αντιστοιχεί η κόπωση του μυαλού και μια βαθύτερη συναισθηματική φτώχεια.


Έχει όμως κάποιο νόημα να νιώθει ο πολιτικός; Να συγκλονίζεται; Όσο σημαντικό είναι να μην πολιτεύεται με ρηχούς συναισθηματισμούς τόσο είναι, νομίζω, να έχει την ικανότητα του συμπάσχειν. Χρησιμοποιώ εδώ το απαρέμφατο όχι γιατί θέλω να «αρχαΐσω» (στην κατεξοχήν μοντέρνα LifΟ) αλλά γιατί το απαρέμφατο διατηρεί την πρωταρχική ενέργεια που χάνεται στο ουσιαστικό. Και γιατί το συμπάσχειν είναι πράξη, είναι μόχθος και προσπάθεια, όχι ο αυτοματισμός των δακρυϊκών αδένων, ούτε το στήσιμο της θλίψης στις επίσημες φωτογραφήσεις. Ο πολιτικός, ο δημοκράτης πολιτικός δεν είναι αυτός που υπόσχεται σπουδαίο κλίμα, φοβερό κοινωνικό κράτος κ.λπ. Είναι εκείνος που προσπαθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του γι' αυτά και για τα άλλα σημαντικά αγαθά, νιώθοντας τι σημαίνει μεγάλη καταστροφή και σπαραχτική οδύνη. Νιώθοντας, εν τέλει, το βάρος που έχει κάθε τραγική στιγμή, κάθε μαζική θυσία και εθνικό δεινό.