Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Εκκλησία και το παιχνίδι με τον φόβο

H Εκκλησία δεν μπορεί να διεκδικεί ιδεολογική ηγεμονία στις πρακτικές πολιτικές αποφάσεις για τη ζωή μας. Ούτε να απαιτεί να δικαιωθούν πολιτικά οι δικές της αντιλήψεις για την αρετή και το κακό

Η Εκκλησία και το παιχνίδι με τον φόβο

«Έχουμε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να μιλάμε, αλλά φυσικά εμείς δεν νομοθετούμε» λένε από την Εκκλησία κάθε φορά που προκύπτουν τριβές στις σχέσεις της Ιεραρχίας με την πολιτική εξουσία. Τα ίδια περίπου λόγια είχαμε ακούσει τη δεκαετία του '90 και αργότερα, και πιο πρόσφατα. Συνήθως, μάλιστα, οι άνθρωποι της Εκκλησίας προσθέτουν (και εδώ έχουν δίκιο) ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα ανθρωπιστικό σωματείο ή μια απλή κοινωνική οργάνωση πλάι στις άλλες. Έχει μεγάλο ιστορικό και μεταφυσικό βάθος και δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη διοίκηση και τη γραφειοκρατία της. Η Εκκλησία, λοιπόν, θα μιλάει και εύλογα θα υπερασπίζεται την πνευματική ισχύ της στην ελληνική κοινωνία, παραπέμποντας σε συγκεκριμένες παραδόσεις.


Όμως η Εκκλησία δεν είναι η κοινωνία ούτε το έθνος. Και ο λαός που αναφέρεται στο Σύνταγμα και στην πολιτική συζήτηση δεν είναι το ίδιο πράγμα με το ποίμνιο ή το χριστεπώνυμο πλήθος. Γι' αυτόν το λόγο η Εκκλησία δεν μπορεί να διεκδικεί ιδεολογική ηγεμονία στις πρακτικές πολιτικές αποφάσεις για τη ζωή μας. Ούτε να απαιτεί να δικαιωθούν πολιτικά οι δικές της αντιλήψεις για την αρετή και το κακό, το φυσιολογικό και το ανώμαλο, τη σωτηρία ή την απώλεια της ψυχής.


Πολύ πιο σοβαρό είναι όμως το ότι η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ήδη πάρει θέση και ότι αυτή η θέση είναι σαφέστατα ιδεολογικά φορτισμένη. Αναφέρω κάποια παραδείγματα. Θεωρεί, για παράδειγμα, τη «δυτική αντίληψη» για το άτομο έναν ψυχρό και βλαβερό ατομικισμό. Λογαριάζει, κατά κανόνα, ως πιο κοντινές και φύσει συμμαχικές τις παραδοσιακές κοινότητες του σλάβικου-ανατολικού κόσμου, παρά τις νεότερες αστικές κοινωνίες της Ευρώπης. Έχει αντιμετωπίσει αρνητικά πολλές πλευρές της σύγχρονης Ελλάδας σαν να πρόκειται για κάποια «φράγκικη» (δυτική) αλλοίωση του υγιούς φρονήματος του ελληνικού λαού. Και ενώ είναι αλήθεια πως συχνά η Εκκλησία καταδίκασε τον εθνικισμό ως δυτικόφερτο ιδεολόγημα –ξένο, υποτίθεται, στην πατρώα παράδοση–, τις περισσότερες φορές πολιτεύτηκε αγκαλιά με τους δημαγωγούς εθνικιστές, εξυπηρετώντας όλους τους κρατικούς σχεδιασμούς. Καθηλώθηκε και τελικά βολεύτηκε καλά στην υπεράσπιση του «ελληνισμού», ενώ υποτίθεται ότι ο λόγος και ο σκοπός της είναι οικουμενικοί και υπερεθνικοί. Η εύκολη εθνικοφροσύνη εναλλασσόταν έτσι με μια συγκινητική και βαθιά μεταφυσική γλώσσα, όταν και όπως συνέφερε.

Η εκκλησία στηρίζεται πάντα στον φιλο-εκκλησιαστικό πελατειασμό ενός μέρους της δεξιάς, στην αμηχανία και στον ελιτισμό πολλών φιλελεύθερων και στον φόβο για το πολιτικό κόστος των άλλων. Πάνω απ' όλα, όμως, παίζει με την άγνοια και τις ανησυχίες απλών ανθρώπων που τους λένε πως όλη η κοινωνία θα παραδοθεί στους γκέι και σε διάφορους άλλους «ανθέλληνες».


Η Εκκλησία, λοιπόν, μίλησε και μιλάει για όλα, αλλά το θέμα μας δεν είναι η ελευθερία της γνώμης. Αν μάλιστα εξαιρέσουμε κάποιους θυμωμένους ή ανόητους που απλώς βρίζουν τους παπάδες (νομίζοντας ότι αυτό τους κάνει cool και φωτισμένους), κανένας δεν θα πει ότι η Εκκλησία είναι μια ΜΚΟ ανάμεσα στις άλλες. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το ρίζωμά της στα συλλογικά βιώματα και στην ελληνική εμπειρία;


Φυσικά, οι άνθρωποι μπερδεύουν διαφορετικά πράγματα στην προσπάθειά τους να εκφράσουν τη συμπάθεια ή την αντίθεσή τους. Μιλούν για την Εκκλησία εννοώντας συχνά τα πρόσωπα των μητροπολιτών ή τα περιουσιακά των ναών. Και άλλοτε περνούν με ένα άλμα από τον παπά στα θέματα της πίστης και από κει στη θρησκεία και στις λατρείες.

Ούτε αυτά είναι όμως το θέμα μας. Το θέμα είναι η μεγάλη υποκρισία από την πλευρά της ηγεσίας της Εκκλησίας όταν αναρωτιέται: «Μα, εμείς δεν θα μιλάμε για τα κοινωνικά προβλήματα, όταν μιλούν όλοι;». Ξεχνούν όμως πως δεν μιλούν ως διανοούμενοι ή προσωπικότητες του δημόσιου χώρου. Επιδιώκουν να συν-νομοθετήσουν και να ορίσουν τον αυθεντικό ελληνικό τρόπο ζωής. Άλλο είναι η πνευματικότητα που επικαλούνται (η σεβαστή και αδιαμφισβήτητη) και άλλο εκείνο το «έχουμε το 98% των Ελλήνων με το μέρος μας». Αυτό το τελευταίο είναι κανονικό, κοσμικό πολιτικό παιχνίδι. Δεν έχει σχέση με τη θεολογία ούτε με την οντολογία του προσώπου αλλά με συγκεκριμένους αγώνες εξουσίας και επιρροής.

 
Φυσικά, ας μην έχουμε αυταπάτες: δεν υπάρχει σύγχρονη κοινωνία χωρίς αυτούς που την αμφισβητούν και θέλουν να την ελέγξουν. Ο συντηρητισμός, η νοσταλγία για τις πατροπαράδοτες αξίες, ο φόβος για τις ρευστές και «ασαφείς» ταυτότητες βρίσκονται παντού σε άνοδο. Η κριτική στην υπερμοντέρνα δυναμική των κατακερματισμών και των πολυμορφισμών δεν έχει ούτε μία και μόνο πηγή ούτε μία και μοναδική κατεύθυνση.


Η ελληνική Εκκλησία πάει, νομίζω, να πιαστεί από αυτές τις ανησυχίες και να τους δώσει το σχήμα που της ταιριάζει. Στηρίζεται πάντα στον φιλο-εκκλησιαστικό πελατειασμό ενός μέρους της δεξιάς, στην αμηχανία και στον ελιτισμό πολλών φιλελεύθερων και στον φόβο για το πολιτικό κόστος των άλλων. Πάνω απ' όλα, όμως, παίζει με την άγνοια και τις ανησυχίες απλών ανθρώπων που τους λένε πως όλη η κοινωνία θα παραδοθεί στους γκέι και σε διάφορους άλλους «ανθέλληνες». Δεν μπορούμε να διανοηθούμε το μέγεθος της παραπλανητικής φημολογίας και της φτηνής συνωμοσιολογικής αγυρτείας που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα.


Μόνη ελπίδα πια ο διάλογος με εκείνους που δεν πιστεύουν στον μύθο ότι μας επιβουλεύονται για τις υγιείς, αντιστασιακές μας αξίες. Γιατί αυτός ο μύθος είναι μια άλλη όψη της ρηχής εθνικιστικής κολακείας σαν αυτή που διακίνησαν για χρόνια και οι όψιμοι «φιλελεύθεροι» αυτής της κυβέρνησης.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO