Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η σουρεαλιστική ζωή του Σπύρου Μπιμπίλα

Ο Ευθύμης Φιλίππου συναντά πρόσωπα που του λένε ιστορίες

Η σουρεαλιστική ζωή του Σπύρου Μπιμπίλα

Κύριε Μπιμπίλα, μπορείτε να μου μιλήσετε γενικά, για διάφορα πράγματα, σας παρακαλώ;

Ο πατέρας μου πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα όταν ήμουν 12 χρόνων και τώρα είμαι 55. Πήγα σχολείο σ’ ένα σχολείο στον Πειραιά, στο Ράλλειο, και στην έκθεση που είχε θέμα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω είπα στη δασκάλα ότι θα έγραφα ηθοποιός και μου είπε να βάλω κάτι άλλο γιατί οι ηθοποιοί είναι αγράμματοι κι έβαλα αεροπόρος. Μετά από χρόνια, βρήκα αυτήν τη δασκάλα στον δρόμο και τη ρώτησα αν θυμόταν αυτό το περιστατικό, αλλά εκείνη μου είπε πως δεν το θυμόταν καθόλου. Ήθελα να παίξω στο θέατρο, όπως ο Καΐλας, αλλά η μαμά μου δεν με άφηνε και μου έλεγε συνέχεια «άμα μεγαλώσεις, άμα μεγαλώσεις» και μετά μπήκα στη Νομική, γιατί διάφοροι συγγενείς με πιέζανε και μου έλεγαν να πάρω ένα πτυχίο για να μην πεινάσω. Πα-ράλληλα, πήγα και στη δραματική.

Όταν τελείωσα, ήμουν για κάποιον λόγο τυχερός γιατί γνώρισα τους ανθρώπους που ήθελα να γνωρίσω, και τον Χατζιδάκι και τον Μιχαηλίδη και τον Δαλιανίδη και τον Κακλέα. Με τη Σαπφώ Νοταρά γίναμε πολύ φίλοι και δεν ξέρω αν έχεις δει, κάθε φορά που της κάνουν κάποιο αφιέρωμα στην τηλεόραση με φωνάζουν - δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ την αγαπούσα. Την αγαπούσα πολύ. Επειδή έμοιαζα πιο μικρός από την ηλικία μου έκανα συνήθως παιδιά προβληματικά και σχιζοφρενή. Όπως στους «Ιερόσυλους», που έκανα ένα παιδί που είχε τρελαθεί και σκότωνε όλους τους ιερόσυλους. Νομίζω ότι θα ζω για πάντα, ότι το μέλλον είναι αέναο.

Είμαι πολύ, πολύ ευτυχισμένος και θέλω να είμαστε καλοί χωρίς να πρέπει να μας το επιβάλει κάποιος. Το «Χάι Ροκ» άλλαξε όλη μου την καριέρα γιατί σταμάτησα να παίζω δραματικούς ρόλους και ξεκίνησα τους κωμικούς. Με μόνη εξαίρεση όταν με φώναξε ο Φώσκολος να παίξω στη «Λάμψη». Έπαιζα στον Κούνδουρο και στον Ευστρατιάδη γιατί ήθελα να φτιάξω ένα σπίτι και να κάνω διάφορα ταξίδια και δεν έλεγα όχι σε δουλειές. Πήγαινα και σε δουλειές που ήξερα ότι δεν είναι καλές, αλλά το έκανα επειδή ήθελα να πάω στη Λατινική Αμερική. Έλεγα μέσα μου ότι εγώ με αυτήν τη βλακεία που παίζω θα πάω στον Βόρειο Πόλο. Και πήγαινα. Κι έφτιαξα ένα μεγάλο σπίτι γιατί έχω πολλούς φίλους και μαζευόμαστε και τρώμε όλοι μαζί.

Αυτό το κάνουν και η Μάρθα Καραγιάννη και η Ροζίτα Σώκου κάθε Κυριακή και μου αρέσει πολύ κι έχω πει ότι εάν κάποτε αυτοί οι άνθρωποι φύγουν από τη ζωή, θα το συνεχίσω εγώ. Παλιά πήγαινα σε κλαμπ, αλλά πια όχι, γιατί νυστάζω νωρίς. Έχω κοιμηθεί πολλές φορές πάνω σε τραπέζια, έχω πέσει πάνω σε πιάτα. Αλήθεια! Στα μπουζούκια πολλές φορές κοιμάμαι στις πλάτες των διπλανών. Κι εάν ξυπνήσω, μπορεί να χορέψω λίγο τσιφτετέλι, που πολύ μου αρέσει, και μετά να ξανακοιμηθώ. Ξυπνάω πρωί γιατί έχω 35 παπαγάλους και πρέπει να τους φροντίσω. Ξέρεις, η Αθήνα είναι γεμάτη παπαγάλους. Μια μέρα ήρθαν είκοσι κι ένας απ’ αυτούς ερωτεύτηκε μια δικιά μου κι έμεινε.

Στους μεγάλους έχω δώσει ονόματα, αλλά τα μικρά είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις. Ειδικά στην περίπτωση που είναι όλα πράσινα. Λατρεύω τη μεταγλώττιση. Έχω υπάρξει ο Κέρμιτ ο Βάτραχος για οκτώ χρόνια. Έχω κάνει τον Τουίτι, έχω κάνει τον παπαγάλο τον Ζάζου στον Βασιλιά των Λιονταριών. Όχι, δεν τον λέγαν Ζάζου. Ζάζου ήταν το λιονταράκι. Επίσης, είμαι το παλιότερο και το πιο διαρκές στρουμφάκι. Είκοσι επτά χρόνια κάνω το στρουμφάκι και δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό, γιατί αυτό ήταν που μου επέτρεπε να μπορώ να κάνω τζάμπα Σαίξπηρ το βράδυ. Ο Σκουντούφλης και ο Γκρινιάρης.

Δεν κάνω τίποτα μόνος μου. Μια φορά μόνο πήγα μόνος μου στην Κέρκυρα, αλλά δεν μετράει μάλλον, γιατί ήξερα ότι θα βρω φίλους μου εκεί. Δεν καταλαβαίνω, αφού υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω μου, γιατί να είμαι μόνος μου. Μόνος μου έμεινα μόνο όταν έκανα τη μετάφραση της Αντιγόνης και τη μετέτρεψα σε έμμετρη δεκαπεντασύλλαβη. Ξέρεις, σαν δημοτικό τραγούδι. Μόνο όταν γράφει κανείς πρέπει να είναι μόνος, ποτέ άλλοτε. Σαν τη φίλη μου Γωγώ Ατζολετάκη, που σταμάτησε το θέατρο για να γράψει. Έτσι μόνο. Αλλά μόνο όταν γράφει κανείς πρέπει να είναι μόνος, ποτέ άλλοτε.

Ξοδεύω αρκετά λεφτά, γιατί συλλέγω τηλεκάρτες. Και πετρώματα. Όταν οδηγώ στην εθνική με προσπερνάνε όλοι και είμαι πολύ προσεκτικός και πάω πάντα σύμφωνα με το όριο. Θα ήθελα πολύ να πάω στο Διάστημα, αλλά δεν γίνεται. Δεν τσακώνομαι ποτέ, γιατί δεν μου αρέσει να φωνάζω. Και δεν μου αρέσει όταν φωνάζουν χωρίς λόγο και στο θέατρο. Δεν μου αρέσουν καθόλου τα ανέκδοτα, καθόλου, γιατί μου φαίνονται μπούρδες. Από μουσική δεν ακούω ξένα, δεν με ενθουσιάζουν ούτε η Mαντόνα ούτε ο Mάικλ Τζάκσον, καθόλου δεν με τραβάνε.

Κολυμπάω τον χειμώνα και είμαι γραμμένος στον σύλλογο στον Άλιμο και συναντάω κάποιους που είναι η παρέα της θάλασσας και τους βλέπω μόνο εκεί. Κάνω μισή ώρα μπάνιο και φεύγω. Μερικές φορές πάω και στη Βουλιαγμένη. Δεν μου αρέσει καθόλου να βρίζω. Θέλω να πεθάνω μετά τα 100. Προσπαθώ να μην τσαντίζομαι για να το επιτύχω. Και δεν μπορώ να κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα. Συχνά παίζω μπιρίμπα και πιστεύω ότι η σωστή μπιρίμπα είναι η δύσκολη μπιρίμπα. Πρέπει να έχεις καθαρή μπιρίμπα για να τελειώσεις, να έχεις 75 για να πάρεις από κάτω και να δικαιολογήσεις γιατί παίρνεις από κάτω, να έχεις μπιρίμπα για να πάρεις το μπιριμπάκι. Αν πάω σ’ ένα σπίτι, όμως, και παίζουν την απλή, θα πω οk, ας παίξουμε την απλή.

Κύριε Μπιμπίλα, πού βρίσκονται αυτήν τη στιγμή που μιλάμε οι 35 παπαγάλοι;

Κοιμούνται. Είναι έξω στη βεράντα. Κοιμούνται.

Ο Σπύρος Μπιμπίλας είναι 10 ετών και ασχολείται επαγγελματικά με την προπόνηση χειμερινών ηλικιωμένων, μαυρισμένων, ευγενικών κολυμβητών. Η πόρτα του σπιτιού του είναι από κρύσταλλο Βοημίας και τα μαλλιά του είναι ξανθά σαν της Νατάσας. Μένει σε μια πολυκατοικία πάρα πολύ μεγάλη και ψηλή που από κάτω της περνάει όλη η Βουλιαγμένης. Δεν φωνάζει. Δεν καπνίζει. Δεν αφήνει τη σκόνη να εισβάλει στο σπίτι από την τζαμαρία του σαλονιού.