Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τα χρώματα του Νότου

Κάπρι-Ποζιτάνο: σημειώσατε 2.

Δηλώνω στο παρά πέντε συμμετοχή για ένα ταξίδι στην Καμπανία, με προγραμματισμό στοιχειώδη έως και μηδαμινό. Σαλέρνο-Αμάλφι- Ραβέλο-Ποζιτάνο- Σορέντο-Κάπρι-Νάπολη. Η διάταξη θα χαρτογραφηθεί επί τόπου.

Οι διαρκείς εναλλαγές ζαλίζουν. Μια βδομάδα σε τρεις διαφορετικές Νότιες Ιταλίες. Ο κόλπος του Σαλέρνο: κλασικό μεσογειακό λιμάνι. Η ακτή Αμάλφι: είσαι μέσα στο ιλουστρασιόν προσπέκτους, έτσι που λες πως είναι ψέμα. Ο κόλπος της Νάπολης: γήινος, άναρχος και μόνιμα επαπειλούμενος στο φόντο από τον Βεζούβιο. Προϊδεάζομαι για τις ξαφνικές μεταπτώσεις, όταν από την σούπερ υπερταχεία επιβιβαζόμαστε σε ένα προπολεμικό φάντασμα.

Η διαδρομή με το τρένο για το Σαλέρνο, με ενδιάμεσους σταθμούς στο πουθενά  –και ονόματα όπως Μπενεβέντο - Αβελίνο - Καντσέλο, σαν από μεσαιωνικά favole–  ανακουφίζει προς στιγμήν με την αίσθηση ότι είμαστε χαμένοι κάπου στο χάρτη. Κάποτε ήταν πολύ πιο εύκολο αυτό. Σήμερα πρέπει απαραιτήτως να ξεφορτιστεί το κινητό και να σε αφήσει ταυτόχρονα και η μπαταρία του laptop για να το πετύχεις.

Τίποτε δεν με αιχμαλωτίζει πιο πολύ από την Ακτή Αμάλφι. Μέχρι πριν εκατό χρόνια ανέβαιναν μέχρι εδώ μόνο μουλάρια, τώρα είναι ένας δρόμος για γερά νεύρα. Μια κορδέλα με πτυχώσεις που ξετυλίγεται σε απανωτές στροφές. Από κάτω βράχια και θάλασσα, από πάνω, σαν ανάποδο κάτοπτρο, άλλα βράχια και σύννεφα και στη μέση η βλάστηση ν’ αγκαλιάζει το δρόμο. Πεύκα, ελιές, κερασιές, λεμονιές, φραγκοσυκιές, μουσμουλιές, πικροδάφνες. Και χωριά σκαρφαλωμένα όλο και πιο κάθετα, σαν να διεκδικούν μια θέση στο αδύνατο. Τα σπίτια είναι βαμμένα με ώχρα, ροζ, κεραμιδί, κίτρινο, λευκό.

Το Ποζιτάνο είναι η αδιαφιλονίκητη σταρ. Και δεν είναι άλλο από το Μοντζιμπέλο της Πατρίτσια Χάισμιθ, τα φυσικά νερά όπου κολυμπάει ο Ρίπλεϊ. Μοιάζει πολύ λογικό αυτό το μέρος να ενέπνευσε και την ίδια και τον Ρίπλεϊ για το οτιδήποτε, η τόση ομορφιά να φλερτάρει με το απόλυτο κακό.

Κατρακυλάμε στα σκαλιά ψάχνοντας την έξοδο προς τη θάλασσα, μέσα από τα δαιδαλώδη δρομάκια. Την αναζητούμε πιο πολύ με το ένστικτο και όταν διακρίνεται από τις τζαμαρίες ξέρουμε πως πλησιάζουμε. Προλαβαίνουμε το βαρκάκι για το Da Adolfo λίγο πριν αναχωρήσει, μαζί με ένα σκύλο που μας έχει πάρει στο κατόπι. Καταλήγουμε σε έναν από τους άπειρους μικρούς κολπίσκους, με κατακόρυφα βράχια ακριβώς από πάνω μας τυλιγμένα στα σύννεφα. Μου θυμίζει ένα video-clip της Diana Krall που περπατάει και περπατάει για να φτάσει σε κάτι τέτοιες βουνοκορφές. Κάτι μαζί απλό και επιτηδευμένο έχουν οι τρόποι όλων εδώ. Στην επιστροφή προς τη μαρίνα νομίζω πως κάποιος αόρατος σκηνοθέτης μας έχει επιλέξει για κομπάρσους σε μια σκηνή που γυρίζεται στη διπλανή παραλία –οι επιβαίνοντες είναι σαν να έχουν περάσει από κάστινγκ.

Το καλύτερο για το Ποζιτάνο το έχει πει ο Στάινμπεκ: «Είναι ένα ονειρικό μέρος που δεν είναι στ’ αλήθεια πραγματικό όταν είσαι εκεί και γίνεται σαγηνευτικά πραγματικό μόνο όταν έχεις φύγει». Μόνο που αυτό το δυσμετάφραστο beckoningly με βάζει σκέψεις. Δεν σε ξελογιάζει απλώς, σου γνέφει με νόημα να ξαναγυρίσεις. Το καταλαβαίνω όταν το βλέπω για τελευταία φορά πριν φύγω από το Σαν Πιέτρο. Είναι ήδη μακριά κι ας απέχει μόνο ένα χιλιόμετρο.

Ξαφνιάζομαι όταν ανακαλύπτω αργότερα τα ποιήματα του Ρίτσου για την Κοστιέρα Αμαλφιτάνα του ’78. Κάτι λίγο από αυτό που βλέπω, αλλά αδυνατώ να εκφράσω με λέξεις: «Ωραίες αναλογίες, κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να’ χαμε συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία», ταπεινά παραστέκουμε, τι άλλο να κάνουμε. «Τι όμορφη μέρα, όμορφη, πιο όμορφη, προστατεύοντας πάλι, με καθυστέρηση, κάποιο δικό μας δικαίωμα στο θαυμασμό, κάποιο δικό μας δικαίωμα στην αιώνια νεότητα του κόσμου» θα μπορούσε να μιλάει για το όποιο καλοκαίρι.

Και ανέλπιστα βρίσκω κοινά με τον φαινομενικά αντίθετο, προηγούμενο προορισμό, τη Μάνη. Το φως, που είναι δυο τόνους γλυκύτερο εδώ, το απροσπέλαστο της τοποθεσίας και τους ντόπιους που δεν βλέπεις πια ή δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Κοινός παρανομαστής ο μεσογειακός νότος.

Σε όλη τη διαδρομή στην ακτή μια εικόνα μου έχει καρφωθεί στο μυαλό: μια σκηνή από το «Δυο εγκλήματα κάτω από τον ήλιο», βασισμένο στο βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι. Η Νταϊάνα Ριγκ καταφτάνει σε νησάκι της Αδριατικής, καταφύγιο πλούσιων και διάσημων, και τα Λουί Βιτόν μπαγκάζια της φορτώνονται σε μουλάρια. Μόνο αφού έφυγα συνειδητοποίησα το γιατί. Οι ξύλινες προβλήτες, τα μαυριτανικού στυλ παλάτσο, οι εξέδρες για βουτιές στη θάλασσα, οι πεζούλες, τα ξενοδοχεία τα χτισμένα πάνω στο βράχο, αποπνέουν κάτι παλιομοδίτικο, ένα άρωμα παλιών διακοπών για λίγους προνομιούχους. Αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι διακοπές λέγονταν vacances και υπήρχαν μόνο για την αστική τάξη. Δεν ήταν δικαίωμα ή κατάκτηση ούτε ξεκούραση ή ανταμοιβή, αλλά κάτι πολύ φυσικό, όπως μια παρτίδα μπριτζ. Οι κάθε τύπου οικογένειες που κάνουν τώρα σουλάτσο στα στενά του Αμάλφι συνοψίζουν όλα αυτά που μεσολάβησαν μέχρι τον εκδημοκρατισμό των διακοπών. Και πως σήμερα οι τακτικές διακοπές οδεύουν σταδιακά να γίνουν ξανά ένα σπορ για λίγους.

Στο ορεινό Ραβέλο, στο μπαλκόνι έξω από το Παλάτσο Σάσσο, υπάρχει μια πινακίδα με στοιχεία μιας ταινίας που μια σκηνή της γυρίστηκε ακριβώς εδώ. Ίσως είναι η πρώτη φορά που έχω μπροστά μου το φυσικό χώρο σαν παρόντα χρόνο και φαντάζομαι το στόρι που προηγήθηκε. Beat the devil ή Il Tesoro dell’Africa στην ιταλική βερσιόν, ένα νουάρ του Τζον Χιούστον με τους Μπόγκαρτ, Τζένιφερ Τζόουνς, Τζίνα Λολομπρίτζιντα. Το παραθαλάσσιο χωριό της Ιταλίας είναι για μια συμμορία ένας σταθμός πριν την Αφρική, όπου τους περιμένουν κοιτάσματα ουρανίου. La vie del cinema – Casta diva γράφει πάνω πάνω. Μεταφράζω κατά βούλησιν:  Η  ζωή που κλέβει από το σινεμά και η Θεά Ακτή. Σε μια από τις φώτο η πρωταγωνίστρια σκύβει από την κουπαστή– η ιλιγγιώδης θέα δεν διακρίνεται, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας γιατί την έχεις μπροστά σου– και μοιάζει περισσότερο θηριώδης ο τρόπος που κοιτάει κι από το χάος κάτω. Προσπαθώ ανεπιτυχώς να την μιμηθώ. Το λιγότερο που μου λείπει είναι τα ασπρόμαυρα φίλτρα στο φακό.

Το Κάπρι μοιάζει με ένα βιντεοπαιχνίδι που έπαιζα μικρή. Ανεβαίνω διαρκώς επίπεδα  για να βρω το κρυμμένο χρυσάφι. Αλλάζω διαρκώς μέσα. Έχω να επιλέξω από 777 σκαλιά μέχρι τελεφερίκ. Μόνο γαϊδούρια δεν έχει και λυπάμαι γι’ αυτό. Δεν είσαι στην πίστα που νόμιζες, με ενημερώνουν, πρέπει ν’ ανέβεις ακόμα πιο πάνω. Και υπάρχουν πολλοί θησαυροί, άλλος στην κορυφή, άλλος σ’ έναν δυσπρόσιτο από τη στεριά κόλπο. Αντίπαλοι μου είναι οι άπειροι χαμένοι τουρίστες που αποπροσανατολίζουν και το deadline που πιέζει. Και bonus πίστα για έξτρα πόντους, η ιστορία του «Λωτοφάγου» του Σόμερσετ Μωμ, που εγκαταλείπει τα πάντα για να ζήσει στο Κάπρι.

Κάτι όμως δεν εκπληρώνεται εδώ. Ζηλεύω όλους όσους σαν τους πιονέρους είχαν την τύχη να δουν κάποιους παραδείσους ανόθευτους, πριν τα στίφη των τουριστών ξεθωριάσουν τα χρώματά τους. Η ειρωνεία είναι πως αυτοί που γοητεύονται από τέτοιους προορισμούς, εξαιτίας και της δικής τους ακτινοβολίας, τους κάνουν δημοφιλείς για τους πολλούς, μέχρι που τα χωριουδάκια που πρωτοείδαν καταλήγουν να μη θυμίζουν τίποτε από τον παλιό τους εαυτό.

Το τελευταίο βράδυ στο λιμάνι της Νάπολης διαφωνούμε αν το Καστέλ Νουόβο είναι σαν να έχει βγει από παραμύθι  ή αν το παραμύθι τελικά είναι το ίδιο το κάστρο που έχουμε μπροστά μας. Λέω ν’ αφήσω για μια φορά τα ψευτοδιλήμματα και να καταλήξω πως τελικά μόνο ο ρεαλισμός είναι μαγεία...