Ζώρζ Σαρή - Ο θησαυρός της Βαγίας
Άρης Δημοκίδης
Ο «Θησαυρός της Βαγίας» κυκλοφόρησε το 1969. Ένα καλοκαίρι επί δικτατορίας, όταν η Σαρή αποφάσισε να μην ξαναπαίξει στο θέατρο, έγραψε αυτό, το πρώτο της βιβλίο, βλέποντάς το πιο πολύ ως παιχνίδι. Δεν προσπάθησε να κάνει αντίσταση, δεν έγραψε μια αλληγορία για τη χούντα: προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της και να διοχετεύσει τη δημιουργικότητά της −και μερικές αναμνήσεις της− στο χαρτί.
Ένα καλοκαίρι στην Αίγινα συναντιούνται μερικά παιδιά που στην αρχή δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους (εξαιρετική η ματιά της Σαρή στον ψυχισμό του παιδιού, στις ζήλιες, στις φιλίες). Δένονται όμως σιγά-σιγά όταν μαθαίνουν από μια μεγαλύτερη Παριζιάνα φίλη τους μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το μέρος όπου παραθερίζουν: την Κατοχή ένας Γερμανός στρατιώτης έκλεψε θησαυρό από σπίτι οικογένειας που τον «φιλοξενούσε» και τον έκρυψε κάπου που δεν θυμάται πια γιατί έχει πάθει αμνησία από νάρκη.
Τώρα, μεγάλος πια, προσπαθεί να θεραπεύσει την αμνησία του με τη βοήθεια ψυχολόγων και η Παριζιάνα πιστεύει πως αν βρεθεί το σημείο όπου ο Γερμανός έκρυψε τον θησαυρό, ίσως θα γιατρευτεί και θα μετανιώσει για την πράξη του. (Θέματα ψυχολογίας και ψυχανάλυσης το 1969, στην Ελλάδα, σε παιδικό βιβλίο; Απίστευτο!)
Η παρέα ξεκινά την αναζήτηση του χαμένου θησαυρού – μια περιπέτεια ξεδιάντροπα διασκεδαστική και ανάλαφρη (αλλά γεμάτη αγωνία) που θα τελειώσει με πολλή, ανακουφιστική συγκίνηση. Το ελληνικό καλοκαίρι, οι ανθρώπινες σχέσεις, το μυστήριο και το κυνηγητό: διαβάζοντας τον «Θησαυρό της Βαγίας» νομίζεις πως βλέπεις και τις εικόνες. Δεν είναι τυχαίο πως στα μέσα των '80s γυρίστηκε και για την ΕΡΤ σε μια εξαιρετική σειρά έξι επεισοδίων, που, όποιος ήταν τότε παιδί, τη θυμάται ακόμα...
Χέρμαν Μέλβιλ - Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα
Τίνα Μανδηλαρά
Μίλτος Σαχτούρης - Άπαντα
Νικόλας Σεβαστάκης
Corps 1: Guy Debord
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Υπάρχει ένα εκπληκτικό βιβλίο. Και είναι το αγαπημένο μου, διότι, ως διά μαγείας, περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα αγαπημένα μου βιβλία! Πρόκειται για το «Corps 1: Guy Debord», την ιδέα και την κατασκευή του οποίου υπογράφουν οι καλλιτέχνες Raphaël Denis, Martin Gautron, Adrien Lécuru και Gabriel Leger που απαρτίζουν την ομάδα Collectif anonyme. Το βιβλίο αυτό έχει 790 σελίδες, σε σχήμα Α4, είναι δεμένο με μαύρο δέρμα και εμπεριέχει όλα τα βιβλία των εβδομήντα συγγραφέων που ο Guy Debord κατέγραψε σε έναν άτλαντα ως τους σημαντικότερους γι᾽ αυτόν, συνθέτοντας έτσι το έργο «Géographie Littéraire» (Λογοτεχνική Γεωγραφία) το 1974. Το βιβλίο της ομάδας Collectif anonyme είναι τυπωμένο με στοιχεία της γραμματοσειράς Arial, μεγέθους 1.8 στιγμών (1 στιγμή = 0,376 χιλιοστά) και εάν ήταν τυπωμένο με στοιχεία συνήθους μεγέθους (12 στιγμών), θα είχε 66.000 (εξήντα έξι χιλιάδες!) σελίδες. Το «Corps 1: Guy Debord» περιλαμβάνει τα άπαντα ποιητών, συγγραφέων και φιλοσόφων που γοήτευσαν τον Debord, ανάμεσα στους οποίους οι: Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ηράκλειτος και Αριστοφάνης (Ελλάδα)~ Τσιεσκόφσκι, Μαρξ, Κλαούζεβιτς, Νίτσε, Γκαίτε, Μούζιλ, Σίλερ, Χέλντερλιν, Νοβάλις (Γερμανία)~ Μοντένιος, Πασκάλ, Μαλαρμέ, Προυστ, Μπρετόν (Γαλλία)~ Δάντης, Μακιαβέλι, Πετράρχης (Ιταλία)~ Σαίξπηρ, Τζόις, Λόουρι (Αγγλία)~ Πόε, Μέλβιλ, Χέμινγουεϊ (Αμερική) κ.ά. Πληροφορίες γι᾽ αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο, γι᾽ αυτό το επίτευγμα, θα βρείτε εδώ και εδώ.
Ο Πύργος - Φραντς Κάφκα
Δημήτρης Κυριαζής
Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι ο Πύργος του Κάφκα. Ένας από τους λόγους που καταλαβαίνω ότι είναι το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το γεγονός ότι θυμάμαι ακριβώς που ήμουν και τι έκανα όταν το διάβασα και ας έχουν μεσολαβήσει από τότε πάνω από 10 χρόνια. Το διάβασα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο στο πατρικό μου σπίτι στα Πατήσια ένα χειμώνα, ιδανική εποχή για να διαβάσεις τον Πύργο θεωρώ. Δεν θυμάμαι αν και η ιστορία στο βιβλίο εξελίσσεται χειμώνα και η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι και πολλές λεπτομέρειες από την ιστορία. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τα συναισθήματα που μου δημιούργησε καθώς βυθίστηκα στον κόσμο του Κάφκα χωρίς να γνωρίζω πολλά για αυτόν τον κόσμο, καθώς κανείς δεν με είχε προϊδεάσει και ήταν μόλις το πρώτο βιβλίο μου από το συγγραφέα -στη συνέχεια ακολούθησαν αρκετά, κανένα όμως δεν ξεπέρασε στην δική μου κατάταξη το συγκεκριμένο. Ένας απίστευτος κόσμος, σκοτεινός, γεμάτος από μυστήριο, αλλοτρίωση, προσμονή, ρεαλιστικός στην τελική παραδοχή του. Όπως και στην αληθινή ζωή το happy end δεν είναι καθόλου σίγουρο. Θυμάμαι πολύ καλά ότι ένιωσα αρκετά μόνος εκείνο το σαββατοκύριακο και είμαι σίγουρος ότι αυτό προήλθε από τον Πύργο. Έως σήμερα κανένα άλλο βιβλίο δεν έχει καταφέρει να μου περάσει τόσο έντονα κάποιο, οποιοδήποτε, συναίσθημα.
Mαξίμ Γκόρκι - Ερωτική Σκλαβιά
Βασίλης Καψάσκης
Το εξώφυλλο είναι άσχημο, σκισμένο, και οι κιτρινισμένες σελίδες ίσα που στέκονται για να μη σκορπίσουν. Η ράχη του είναι κολλημένη με σελοτέιπ, αλλά το καλοκαίρι, με τη ζέστη, ξεκολλάει συχνά. Το βιβλίο περιέχει δύο μικρές γλυκόπικρες ιστορίες για τον έρωτα. Εκείνο, όμως, το είδος του άγριου, αδιέξοδου έρωτα που προσπαθείς μάταια να δαμάσεις, να κάνεις δικό σου, και κάθε φορά που πιστεύεις ότι φτάνεις κοντά, που νιώθεις ότι μπορείς να τον αγγίξεις, αυτός σε κόβει σαν το μαχαίρι. Και τότε, απλώς ξαναπροσπαθείς με περισσότερη λύσσα.
Το παράδοξο είναι ότι δεν ξέρω πώς βρέθηκε αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Κανείς δεν μπορεί να μου πει ποιος το αγόρασε, πότε, ποια είναι η ιστορία του. Δεν είναι το βιβλίο στο οποίο ανατρέχω όταν η καθημερινότητα με δυσκολεύει, δεν μ' έχει καθορίσει όπως π.χ. τα βιβλία του ΝτεΛίλο, του Σολζενίτσιν, του Γουάλας, του Καπισίνσκι, ή συγγραφείς όπως ο Χίτσενς, ο Μέλβιλ, ο Προυστ, η Άρεντ ή ο Καμί. Είναι, όμως, το βιβλίο που πάντα θα μου θυμίζει ότι πολλά απ' όσα ξέρω για τον εαυτό μου, πολλά απ' όσα νομίζω ότι γνωρίζω για μένα, μπορεί και να μην ισχύουν τελικά. Αυτό, κι εκείνη η φράση στη σελίδα 71 (θυμάμαι τη φράση, τη σελίδα έπρεπε να την ξανακοιτάξω): «Απ' όλες τις ειρωνείες της μοίρας προς τον άνθρωπο, η σκληρότερη είναι ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι».
Κυριάκος Αθανασιάδης
Πάντα γκουγκλάρω όταν πρόκειται να γράψω έναν κατάλογο βιβλίων στο Facebook ή αλλού (των «100 Καλύτερων», των «10 Επιδραστικότερων», αυτών που ξεχωρίζουν γενικώς για τον ένα ή τον άλλο λόγο), μην τυχόν και ξεχάσω κανένα και γίνω Πολύ Ρεζίλι (οk, όλοι έτσι κάνουν), αλλά τώρα δεν χρειάζεται. Διάβασα στα 17 μου τις «Αλλόκοτες ιστορίες» του Πόε (μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Γράμματα, 1979), και αυτό ήταν. Ξεχάστηκαν όλοι οι άλλοι (ο Βερν, ας πούμε, ή ο Κάφκα). Ξεχάστηκαν ακόμη και τα κόμικς. Ο Πόε ήταν σκοτεινός, τρομακτικός, πένθιμος, πολύ εφηβικός κατά κάποιον τρόπο αλλά και «γερασμένος» όπως μου άρεσε, ώριμος, συναρπαστικά έξυπνος και εθιστικός. Μπορούσε επίσης να σε κάνει να βλέπεις εφιάλτες: στ' αλήθεια. Και βέβαια ήταν αλλόκοτος, και στη γραφή του και στη ζωή του. Χωρίς, φυσικά, να το καταλάβω τότε, ήταν και πολύ μεγάλος δάσκαλος: τα διηγήματά του είναι άψογα, κατασκευασμένα έτσι όπως πρέπει να κατασκευάζεται οτιδήποτε δεν θέλει να χαθεί γρήγορα στο σκοτάδι − εξού και διδάσκονται ξανά και ξανά σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές δημιουργικής γραφής. Σύντομα έκανα και μία προσπάθεια να τον μιμηθώ − προφανώς αποτυχημένα, και προφανώς δεν μ' ένοιαζε αυτό, και προφανώς δεν κατάλαβα ποτέ πόσο αποτυχημένη ήταν. (Γιατί εγώ δεν είχα πάρει εκείνα τα μαθήματα δημιουργικής γραφής). Έκλεψα τον πρωτότυπο τίτλο της συλλογής («Tales of Grotesque and Arabesque»), αφαίρεσα το δεύτερο κομμάτι από σεμνότητα («...και κομψότητας», το είχα πει), απέδωσα το πρώτο ως «Ιστορίες υπερβολής» και έβγαλα έτσι την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων, σίγουρος πως ήμουν ο... σύγχρονος Πόε. Πλάκα είχε.
Ισίδωρος Ζουργός - Στη σκιά της πεταλούδας
Νινέττα Γιακιντζή
Σώτη Τριανταφύλλου - Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης
Γιάννης Πανταζόπουλος
Μιχάλης Μιχαήλ
Δεν πιστεύω πως ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ έτρεφε οποιοδήποτε είδος συμπόνοιας για τους ήρωες των μυθιστορημάτων του. Διαβάζοντας τα βιβλία του πάντα είχα την εικόνα του να χαμογελά ειρωνικά καθώς περιγράφει τα πάνω και τα κάτω των ανθρώπων μιας κοινωνίας που ίδιος γνώριζε από την καλή κι από την ανάποδη. Ναι, δεν μπορείς να συμπονέσεις τον Λυσιέν Σαρντόν που κάνει χρήση της ομορφιάς του για να «ανέβει» κοινωνικά από την ταπεινή Ανγκουλέμη στο Παρίσι προδίδοντας και καταπατώντας ό,τι όμορφο και αγνό υπήρχε στη ζωή του. Ούτε τη μαντάμ Ντε Μπαρζετόν που ξέρει από την αρχή πού οδηγεί η κάθε της πράξη και τι «αγοράζει» όταν του επιτρέπει να εισέλθει στον κύκλο της, ούτε της υπόλοιπης κοινωνίας του Παρισιού που έφτιαξε έναν ασφυκτικό κώδικα για να διαχωρίζει την ήρα από το στάρι, ένα κοινωνικό σφαγείο όπου άνθρωποι καθόλα έντιμοι και υπέροχοι καρατομούνται σε μια νύχτα απλώς επειδή παρέκκλιναν του κώδικα. Σίγουρα όχι συμπόνοια λοιπόν από έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας για αυτούς τους ήρωες μιας κοινωνίας που ο ίδιος απόλαυσε, χρησιμοποίησε και τιμωρήθηκε από αυτήν ―όπως οι ήρωές του― αυστηρότατα μάλιστα. Οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις είναι η ιστορία ανόδου και πτώσης του όμορφου, νέου ποιητή Λυσιέν Σαρντόν. Η ιστορία ενός τυχοδιώκτη, ενός αδίστακτου τελικά κοινωνικού αναρριχητή που παρά το απύθμενό του θράσος επιμένει να παραμένει ευαίσθητος. Γύρω από τη βασική ιστορία ξεδιπλώνεται η περιγραφή μιας κοινωνίας που σε λίγα διαφέρει από τη σύγχρονη. Θα διακρίνεις πράγματα που έχεις ζήσει και διαχειριστεί στη δική σου ζωή, στην κοινωνία που ζεις σήμερα. Στις σελίδες του θα δεις την πιο εύστοχη ανάλυση για τη φύση της δημοσιογραφίας και των εκδόσεων, θα πας στο θέατρο, θα μεθύσεις σε καταγώγια και θα δεις τι γίνεται στα μεγάλα σαλόνια. Θα καταλάβεις γιατί το Παρίσι είναι ακόμα μέχρι και σήμερα η πόλη της μόδας όταν διαβάσεις τις περιγραφές και τη σημασία των ρούχων που φορούσε ο καθένας! Κάθε πρόταση είναι ένα κομψοτέχνημα που εκκρίνει τόνους ενεργειας, αν βυθιστείς σε αυτό το ανάγνωσμα, δύσκολα θα το αφήσεις κάτω. Διάβασα το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα πριν δέκα χρόνια. Την κατάλληλη στιγμή για κοινωνικά μαθήματα θα έλεγε κανείς. Αναγνώρισα χαρακτήρες, κώδικες, συμπεριφορές, έκανα διαπιστώσεις για τη δική μας κοινωνία μα κυρίως απόλαυσα το μεγαλείο αυτού του συγγραφέα που με συγκλόνισε με τον φρενιτιώδη ρυθμό του, τη μαγκιά του. Λάτρεψα και λατρεύω ακόμη το κλείσιμο του ματιού στο φινάλε του βιβλίου. Πόσο μάγκας πρέπει να είσαι και αλήτης για να τελειώνεις ένα τέτοιο μυθιστόρημα γράφοντας πως και οι καλοί τυχοδιώκτες έχουν μερικές φορές το κοκκαλάκι της νυχτερίδας και η τύχη σίγουρα ευνοεί τους τολμηρούς! Αλήτης και ευαίσθητος, πολυγραφότατος, ένας χείμαρος, ο Μπαλζάκ και οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις του είναι για μένα ένας πολύ πικρός οδηγός σε όλα όσα ζούμε μέχρι σήμερα.
Λέων Τολστόι - Άννα Καρένινα
Γιάννης Κωνσταντινίδης
«Να της διαβάζετε Τολστόι, κ. Τσίτελ» λέει ο «φανατικός της ακρίβειας» καθηγητής Σούστερ στην οικονόμο του που φροντίζει την ανοϊκή γηραιά μητέρα της στο θεατρικό έργο «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ. Και ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; Ο Τολστόι είναι μια πανίσχυρη πανάκεια. Η ιαματική δύναμή του δεν αποδίδει μόνο στη γεροντική άνοια, για την οποία με χαρμολύπη τον συστήνει ο Μπέρνχαρντ, αλλά δρα αποτελεσματικότατα σε κάθε μαλάκυνση ή πλήρη υποχώρηση βασικών λειτουργιών όπως η νόηση, η συναισθητική αντίληψη και η ψυχολογική ενόραση. Πόσο μάλλον η «Άννα Καρένινα», το «άγαλμα της ελευθερίας» όλων των μυθιστορημάτων, το opus magnum που υπερβαίνει όλα τα υπόλοιπα, γιγαντιαία κι εκείνα, έργα του Τολστόι, καθότι περιέχει και πόλεμο και ειρήνη κι επιπλέον φέρνει κάθε επική διάσταση των πραγμάτων σε ευέλικτο, πολυμορφικό σχήμα για μια ευπρόσδεκτη, –καθημερινή, γιατί όχι;−, οικιακή χρήση που ξεκουράζει και τονώνει.
Η λέξη «διαχρονικό» έχει πλέον απονευρωθεί εντελώς από την μπαναλιτέ της χρήσης της για να μπορεί να περιγράψει το παράδοξο που συμβαίνει με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και τον χρόνο. Η «Άννα Καρένινα» δεν διαπερνά απλώς τα στρώματά του, παρά εισβάλλει σε κάθε εποχή. Για παράδειγμα, αν σήμερα μας απασχολούν περισσότερο τα ζητήματα ταυτότητας φύλου, η «Άννα Καρένινα» καταφθάνει δυναμικά, σαν τον Σούπερμαν που διασχίζει τους αιθέρες, για να μας δώσει καίριες απαντήσεις σχετικά με το ευμετάβλητο του ψυχικού φύλου, περιφρονώντας το βιολογικό. Αφού, ενώπιον των ζηλοτυπιών της φαλλικής Άννας κι αυτός ο ίδιος ο Βρόνσκι ένα κορίτσι ήταν κι αυτός − ένα κορίτσι από το Τέξας που θεωρεί ότι έχει δικαίωμα στα πάντα, που θέλει δικό του κάτι ακραίο, κάτι το μοναδικό (για να αξιοποιήσουμε, προς όφελος της περιγραφής, ένα παλιό τραγούδι των Eurythmics, σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση).
Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση όμως προέρχεται από το ότι η «Άννα Καρένινα» κάνει τον αναγνώστη «δούλο» της. Με τρόπο μαγικό τού επιβάλει μια θέση υπηρέτη, διακριτικά παρόντα σε κάθε σκηνή της αφήγησης. Όμως υπηρέτη κατά τα ρωσικά πρότυπα, που είναι μέλος της οικογένειας και δεν θα διστάσει να αρνηθεί τις υπηρεσίες του όταν διαφωνήσει με κάτι κι ας ρισκάρει να φάει αρκετές βουρδουλιές. Για παράδειγμα, μπορεί να απευθυνθεί στον Στίβα και να του πει: «Φτάνει πια τόσο φαΐ! Αφού είπατε ότι δεν πεινάτε κι ότι θα κάτσετε στο τραπέζι μόνο για λίγη παρέα στον Λέβιν. Κι εδώ, τρεις σελίδες παρακάτω, έχετε καταβροχθίσει μενού επτά πιάτων, με πολλά παστά και τυριά. Πού νομίζετε ότι θα σας οδηγήσει όλο αυτό, Στίβα;». Ή τσιτώνοντας τα στρωσίδια της κρεβατωμένης από ψυχοσωματικά Κίττι, ο αναγνώστης μπορεί να της απευθυνθεί ευθαρσώς: «Χελόου, Κίττι! Πώς γίνεται, κοπέλα μου, να έχεις ως ισοβαρή τραύματα μέσα στην καρδούλα σου το ότι η Άννα σού έκλεψε τον Βρόνσκι και το ότι εμφανίστηκε στο πάρτι με μαύρο φόρεμα;». Επιπλέον, απλώς παρατηρώντας την πριγκίπισσα Μπέτσι Τσέρβαγια, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει γνώσεις επιπέδου μπάτσελορ σε σημαντικά για τις μέρες μας γνωστικά πεδία, όπως το Μάνατζμεντ, το Διεθνές Δίκαιο του Πιο Ισχυρού, οι Δημόσιες Κανιβαλικές Σχέσεις και η Ανθρωπολογία.
Κυρίως, όμως, ο αναγνώστης μπορεί να παρατηρήσει την αθόρυβη τουρμπίνα εν ενεργεία που αποτελεί η ενόρμηση του θανάτου στην Άννα, η οποία ήδη από την πρώτη της άφιξη στη Μόσχα, όπου τυχαία γίνεται μάρτυρας του δυστυχήματος στον σιδηροδρομικό σταθμό, καταλήγει ασυνείδητα σε ένα: «Μμμμ! Pas mal! Να κάνεις ό,τι πρέπει για να σε κόψει τρένο! Pas mal! Σκέτη απόλαυση!».
Frank Herbert - Dune
Μαρία Παππά
Γιάννης Ξανθούλης - Του φιδιού το γάλα
Χριστίνα Γαλανοπούλου
Ή, σε πιο αθώα κατάσταση, δεν σε φτάνουν τα 10 κι αγωνίζεσαι να διαλέξεις, χωρίς να αδικήσεις, ό,τι σε μεγάλωσε. Βάζεις Ροθ με Καραγάτση και Φλομπέρ, βάζεις Μοπασάν με Μπίχνερ και (Ντίτερ) Προκόφ, βάζεις Παπαδιαμάντη και Βενέζη, κατεβαίνεις με φόρα στους σύγχρονους και βουαλά Αλλά δεν γίνεται. To «ένα» βιβλίο σε εκθέτει λίγο, σε γδύνει, σε μαδάει σχεδόν. Ας είναι.
Προσωπικά, πάντα επιστρέφω με θυμό και λίγη στενοχώρια στο καλύτερο, κατ' εμέ, του Γιάννη Ξανθούλη, «Του φιδιού το γάλα». Γιατί σε μια εποχή (στα μισά σχεδόν των '00s) που ήταν πολύ της μόδας η συναισθηματική φλυαρία και όλο αυτό το γλυκερό lifestyle κίνημα, μ' έμαθε ότι είναι ok να μην είσαι εκδηλωτικός, κι ας σε σκοτώνουν τα αισθήματά σου.
Ότι μπορείς να αγαπάς και να μισείς τα φυτά (το ίδιο έπαθα και με τον «Τούρκο στον κήπο») και τα σπαρτά με ένταση αντάξια των ανθρώπων.
Ότι –τι να γίνει;− υπάρχουν και σκοτεινά μυστικά και αιματηρές πλευρές μας και ότι τα άγρια φυτρώνουν δίπλα στα ήμερα − νόμος. Κι ότι το να μη θυμάσαι, το να χάνεις τη μνήμη σου −για το οποίο τόσο πασχίζουν ενημερωτικοί μηχανισμοί, τηλεοπτικοί κονφερασιέ, ακόμη και θεσμοί σήμερα− θα είναι πάντα ό,τι πιο τραγικό μπορεί να συμβεί σε καλούς και κακούς ανθρώπους.
Αυτά, συν το γεγονός ότι με έσπρωξε να σκαλίσω λίγο παραπάνω τα του (υπέροχου) γιαπωνέζικου κινηματογράφου και ότι με σιγούρεψε ότι ο Γερμανός ηθοποιός Χορστ Μπούχολτς δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου (σ.σ. τον βλέπετε στο εξώφυλλο). Είχαν πέσει καβγάδες με συμφοιτητές για το ότι όντως υπήρξε.
Παύλος Μάτεσις - Η μητέρα του σκύλου
Μ. Ηulot
Alan Moore & Dave Gibbons - Watchmen
Γεωργία Παπαστάμου
Τόνι Μόρισον - Τζαζ
Μαρία Δρουκοπούλου
Mάρσελ Προυστ - Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
Χρήστος Παρίδης
Κωστής Παπαγιώργης - Γεια σου, Ασημάκη
Δημήτρης Πολιτάκης
«Ευνοούμενος όσο και θύμα του χρόνου, ο καθένας μας αναγκάζεται με τα χρόνια να παραδεχτεί ότι το μυστικό της ζωής δεν βρίσκεται στη μετατόπιση αλλά στη διαδοχή. Με κάθε νέα φέτα που προστίθεται στο μέγα ακορντεόν των παρωχημένων ημερών η μουσική βελτιώνεται, αλλά πάντα προς το λυπηρότερο.
Αργά ή γρήγορα, και συνήθως αργά, με τη ζεματισμένη αίσθηση του ανθρώπου που συνειδητοποιεί ότι λούζεται τις κατάρες το διαπιστώνουμε ότι –φτηνές ή ακριβές– οι αγάπες με το εφήμερο καταλήγουν, τελικά, σε προσωπικά δράματα.
Το σ' αγαπώ - σε μισώ με τη νύχτα και τους δημόσιους χώρους της Αθήνας, παρότι δείχνουν να είναι κινήσεις σε έναν τεράστιο θάλαμο αναμονής, ένα συλλογικό διαμέρισμα για δύστροπες ψυχές που χρήζουν βοηθείας και συμπαραστάσεως, ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν μια πλήρη συνενοχή με το φρούδο νόημα των ημερών».
Τζέφρι Ευγενίδης - Middlesex
Θοδωρής Αντωνόπουλος
Τζέφρι Ευγενίδης - Middlesex
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Λίστες με «τα καλύτερα», λίστες με «τα πιο αγαπημένα», λίστες αναθεωρημένες με προσθήκες και αφαιρέσεις που συνήθως προκύπτουν στο τέλος κάθε χρονιάς ή σεζόν, αλλά όταν συνοδεύονται από τη φράση «όλων των εποχών» εκεί το πράγμα δυσκολεύει. Υποθέτω ότι «το πιο αγαπημένο μου βιβλίο» οφείλει να με έχει συνεπάρει, να με έχει διαλύσει, να μου έχει δημιουργήσει νέες επιθυμίες, να μου έχει αλλάξει έστω και λίγο τον τρόπο σκέψης. Θεωρητικά, μάλλον έχει συνδεθεί με κάποια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μου, ώστε να μεγεθύνονται όλα τα συναισθήματα που μου γέννησε η ανάγνωσή του, ενώ πρέπει να το έχω διαβάσει περισσότερες από μία φορές ή να ήταν τόσο έντονη η εμπειρία της ανάγνωσής του που να μην αντέχω να την επαναλάβω. Υπό αυτό το πρίσμα, η τελική μου επιλογή θα ήταν διαφορετική, αλλά για να καταχωριστεί κάτι ως «το πιο αγαπημένο σου», οφείλεις μάλλον να του δώσεις και χρόνο για να «καθίσει» μέσα σου, να ριζώσει και να αποκτήσει επάξια την πρωτιά, τουλάχιστον για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Γι' αυτό το «Middlesex» του Τζέφρι Ευγενίδη νικά, κυρίως λόγω των ασύμβατα γοητευτικών θεματικών του: Μικρασιατική Καταστροφή, αμερικανικό όνειρο, βιολογία, ταυτότητα φύλου, ενηλικίωση, όλα αυτά δοσμένα απλά, αλλά όχι απλοϊκά, με πρόζα και πλοκή συναρπαστική, αλλά όχι δαιδαλώδη, με γλώσσα και αφήγηση ιδιαίτερη, αλλά όχι επιδεικτική. Και μετά είναι ο Καλ και αυτός ο τόσο παρεξηγημένος χαρακτηρισμός για «το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα» και το Ντιτρόιτ, αχ, το Ντιτρόιτ! Τέλος πάντων, 750 σελίδες και δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.
Γκιγιόμ Απολινέρ - Οι έντεκα χιλιάδες βέργες
Μερόπη Κοκκίνη
Αυτό που θεωρώ όμως πραγματικά αξεπέραστο είναι οι «Έντεκα χιλιάδες βέργες» του Γκιγιόμ Απολινέρ. Το βιβλίο αυτό ανήκει στην κατηγορία της ερωτικής λογοτεχνίας, αλλά, όπως όλα τα έργα του Απολινέρ, είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Βασικά, είναι κυρίως ένα έργο πολιτικό που χρησιμοποιεί τον σαρκασμό και το χιούμορ για να μιλήσει για τον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1905 μέσα από απίστευτα δυνατές πορνογραφικές σκηνές που περιέχουν νεκροφιλία, κτηνοβασία, σαδισμό, μαζοχισμό, παιδοφιλία, ετεροφυλοφιλικές και ομοφυλοφιλικές ερωτικές πράξεις. Δεν υπήρξε ποτέ ευπρόσδεκτο κοινωνικά, ούτε μέχρι σήμερα. Αρχικά δεν το υπέγραψε ο Απολινέρ, ακριβώς λόγω των ανήθικων και ακραίων περιγραφών που περιέχει, ενώ πρωτοκυκλοφόρησε το 1906 στη Γαλλία, όπου ήταν απαγορευμένο μέχρι το 1970. Ο Πάμπλο Πικάσο, φίλος του Απολινέρ, έλεγε: «Είναι το ωραιότερο βιβλίο όλων των εποχών και, εν πάση περιπτώσει, είναι ένα βιβλίο εκπληκτικά παρανοϊκό, γραμμένο με τρελό κέφι και απόλυτη ελευθερία σκέψης που μεταμορφώνει τον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1905 σε ένα φοβερό σαδομαζοχιστικό θέατρο».
Εγώ αγαπώ αυτό το βιβλίο κυρίως για το χιούμορ του και για την ηδονή που προσφέρει, όχι η πορνογραφία, αλλά η ελευθερία της σκέψης.
Ντύλαν Τόμας - Κάτω από το Γαλατόδασος
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Όταν μπορούσα ακόμα να αλλάζω, υπήρξε ένας συγγραφέας που με άλλαξε. Ο Ντύλαν Τόμας. Ήταν ένα μικρό, πράσινο βιβλίο ενός οίκου που δεν υπάρχει πια (εκδ. Ερμείας). Τίτλος: Κάτω από το Γαλατόδασος. Και μετά, ένα άλλο με τέσσερα σύντομα διηγήματά του από το Portrait of the artist as a young dog - χάλια μετάφραση, αλλά τη δουλειά της την έκανε. Πρωτοετής στη Νομική, προβλήματα και όνειρα, στριμωξίδι μέσα κι έξω. Ένιωθα ότι δεν με καταλαβαίνει κανείς.
Ώσπου διάβασα το Γαλατόδασος - και ένας ανεμοστρόβιλος με πήρε και με σήκωσε σε μια χώρα από όπου δεν γύρισα ποτέ. Κυριολεκτώ. Στη χώρα του εαυτού μου. Η πραγματικότητα σκίστηκε, σαν αλλεπάλληλα σεντόνια, και είδα από πίσω έναν τόπο όπου ήμουν αποδεκτός, για πρώτη φορά. Το αίσθημα μιας τέτοιας ορμής και ευεργεσίας ήταν (και είναι) το πιο κοντά σε μαγεία που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου - αν εξαιρέσουμε τον έρωτα και ορισμένες ταινίες. Αγάπησα τις φράσεις, τις λέξεις και τα γράμματα εκείνης της μονοτυπίας εμμονικά: τις διάβαζα μεγαλόφωνα, παράφορος και βασικά ανακουφισμένος - γιατί ό,τι νόμιζα λόξες μου τα είχε υψώσει η ποίηση σε νόημα της ύπαρξης, σε τρόπο για να ζεις και όλα αυτά που με είχαν πληγώσει είχαν πληγώσει και άλλους, παιδιά της Ουαλίας με γδαρμένα γόνατα και ευπαθή καρδιά. Το βράδυ αποκοιμιόμουνα πάνω στις φτέρες του Laugharne (που προφέρεται Ι-α-αρν), στις αμμουδιές του Τοwy (που προφέρεται Το-ι-ι), μαζί με κέλτικα τραγούδια, ποτάμια ουίσκι και το πρώτο αληθινό αίσθημα ελευθερίας που ένιωσα στη ζωή μου. Την ελευθερία που νιώθεις όταν κεντράρεις την εικόνα σου και ψιλοκαταλαβαίνεις ποιος είσαι. Είναι σαν τη στιγμή που κάνεις τιλτ και όλα φωταγωγούνται.
Η μαγεία με τον Ντύλαν Τόμας κρατάει ακόμα. Έχουν συμβεί κι άλλες αποκαλύψεις με χαρακτηριστικά μαγείας: ο Κάλβος, ο Σαχτούρης, ο Σολωμός, η Γιουρσενάρ- ο μέγας Μπαλζάκ. Αλλά εκείνη η φάση δεν επαναλήφθηκε. Ούτε χρειάζεται. Γιατί με το βιβλίο που σε άλλαξε, ζεις διά βίου.
Δεν είμαι πια και τόσο ευεπίφορος στα θαύματα. Αλλά αν ξανάσυμβεί, ξέρω ότι θα' ναι πάλι από βιβλίο...
(Από κείμενο γραμμένο το 2007, λίγο πιο ενθουσιαστικά από ό,τι θα το έγραφα σήμερα, αλλά δε βαριέσαι...)