Το μαύρο απέριττο εξώφυλλο με τη λευκή γραμμή που στολίζει τη μεγάλη επιστροφή του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στον πολύφερνο κόσμο του διηγήματος με το Ντεπό (από εκδόσεις Πατάκη) μοιάζει όλο και πιο ειρωνικό όσο βυθίζεται κανείς στο εσωτερικό του: εκεί αποκαλύπτεται ένας πολύχρωμος, πυρακτωμένος κόσμος, γεμάτος αντάρα και ορμητική διάρκεια, ένα καλωδιωμένο ρεύμα που διαπερνά τη μόνιμη αγωνία της ζωής. «Θα ζήσω» μοιάζει να λένε οι διάφοροι ήρωές του, η πωλήτρια, ο κυνηγός, η χήρα σε απόγνωση, ο συνταξιούχος, ο χαρλεάς, ο αντάρτης, ο μοναχός, ο βοσκός. Ένα memento mori αναβοσβήνει πάνω από κάθε ιλαροτραγική αφήγηση, σαν το γέλιο που βγαίνει σχεδόν αυθόρμητα σε κάθε κηδεία, σαν ο Αριστοφάνης να σέρνει από το χέρι τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το βλέπεις στα υπέροχα «Λευκά Χριστούγεννα του 2003», με τους αντάρτες που πήγαν να πουν τα κάλαντα με την άδεια του Νίκου Ζαχαριάδη και βρέθηκαν σε ναρκοπέδιο, σε ένα κωμικοτραγικό ιντερμέδιο υπό το βάρος της Ιστορίας. Το ιλαρό στοιχείο διαφαίνεται και στο «Κούρεμα στον κύριο Παύλο», με τον εκλεπτυσμένο κουρέα του περίφημου «πρώτου λογοτεχνικού κουρείου της πόλης», που ο παππούς του ήταν αυτός που κούρεψε τελευταία τον Θανάση Κλάρα-Άρη Βελουχιώτη. Σημασία έχει πάντα η λεπτομέρεια, την οποία ο Σκαμπαρδώνης καταγράφει με τη μανιακή ζέση ενός φετιχιστή παντοκράτορα που ό,τι βλέπει γύρω του το κατέχει, σαν ένας σημαντικός σκηνοθέτης με εκκλησιαστική ευσέβεια και διονυσιακή παραφορά, δύο σε ένα. Επίδειξη γοητευτικού συγγραφικού θάρρους, σχεδόν θράσους, και ύψιστης τέχνης είναι το «Ένα κοπάδι αθερίνες» που καταγράφει την αναμέτρηση του κολυμβητή με το μικρό ψαράκι, απόδειξη πως το ανούσιο κρύβει, σχεδόν πάντα πίσω του, το μεγαλειώδες, τη βασική, θα λέγαμε, σκαμπαρδώνια οντολογική αρχή: «Οι αθερίνες έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση, παρ' ότι είναι τόσο μικρές, που σχεδόν δεν υπάρχουν παρά σαν φαεινές πιθανότητες ή σαν ελάχιστα ανύσματα. Τόσο αδύναμες που η σάρκα τους είναι περίπου διαφανής και μπορώ να δω τα εσωτερικά τους όργανα σε μια ορισμένη πρόσπτωση του φωτός, που τις διαπερνά πέρα πέρα λες και το κορμάκι τους είναι από αραιωμένο ασήμι ή από αργυρό ζελέ. Βλέπω τα κάπως σκούρα σπλάχνα τους εντός, σαν εγκάρσιες υδατογραφίες».
H πιο κυνική επιβεβαίωση του ανθρώπου που αιωρείται στο κενό ακόμα και την ώρα του πάρτι – και αυτό το στοιχείο είναι που επιβεβαιώνει τον άκρως ειρωνικό τίτλο.
Στους πίνακες του Χόπερ, στις μοναχικές στιγμές μέσα στα μπαρ και στα απέραντα λιβάδια που βλέπουν στο πουθενά, υπάρχει ένα κυρίαρχο στοιχείο που ενώνει όλα τα πρόσωπα με τρόπο καταλυτικό: το κενό. Μια αίσθηση εγκατάλειψης που κυριαρχεί τη στιγμή της απόλυτης παρουσίας, η πιο κυνική επιβεβαίωση του ανθρώπου που αιωρείται στο κενό ακόμα και την ώρα του πάρτι – και αυτό το στοιχείο είναι που επιβεβαιώνει τον άκρως ειρωνικό τίτλο Η χαρά του πολεμιστή, τη συλλογή με μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Αμερικανού Τομπάιας Γουλφ, που μόλις κυκλοφόρησε από τον Ίκαρο σε μετάφραση Τάσου Αναστασίου και Γιάννη Παλαβού. Οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν σαν άλλοι ήρωες του Χόπερ, τόσο μακρινοί μεταξύ τους αλλά και τόσο κοντινοί, με συνδετικό κρίκο τη εσωτερική μοναξιά τους. Αποξενωμένοι και αλλότριοι σε ένα περιβάλλον που ποτέ δεν τους αφομοίωσε, ακόμα και όταν έμοιαζε να τους ορίζει πλήρως, άρτιοι στην ευθραστότητά τους ή στη φαινομενική δύναμή τους και απόλυτα τραγικοί ακόμα και στην καθημερινότητα: η καλοκάγαθη, αλλά εξαρτημένη από τα ναρκωτικά Έλεν, ο υποτιθέμενα άμεμπτος, αλλά κενόδοξος Μπρουκ, ο ερωτοχτυπημένος, αλλά αρνούμενος να το παραδεχτεί Ρίτσαρντ. Γεμάτοι αυταπάτες, εγκλωβισμένοι σε αναπόφευκτα διλήμματα, αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη: σαν τον καθηγητή που κατακρίνει τον συνάδελφό του ως μοιχό, ενώ σύντομα θα βρεθεί να απατά τη γυναίκα του ο ίδιος, ή σαν τον νεαρό που μέσα από τις ψεύτικες ιστορίες οριοθετεί τη δική του προσωπική αλήθεια. Στην πραγματικότητα, ο «Ψεύτης» είναι το διήγημα που αντικατοπτρίζει –όπως και το μυθιστόρημα Το παλιό σχολείο (εκδόσεις Πόλις)– την πνευματική κατάσταση του ίδιου του Τομπάιας Γουλφ, ο οποίος είχε μάθει από μικρός να στήνει ιστορίες και να αφηγείται ψεύτικα σενάρια για να αποφεύγει έναν ανυπόφορο οικογενειακό βίο. Ορατές στο διήγημα αυτό είναι, επίσης, η δυναστευτική παρουσία της μητέρας και η απουσία του πραγματικού πατέρα αλλά και η παρωδία της ψυχανάλυσης. Γιατί αν κάνουν κάτι τα διηγήματα του Γουλφ, είναι να εισέρχονται στο εσωτερικό του ψυχισμού με έναν τρόπο άρτιο, ύπουλο και γι' αυτό αποτελεσματικό –– χωρίς όμως να αναλύουν. Δείχνουν την άβυσσο, αρθρώνοντας εσωτερικές κραυγές που προς τα έξω ακούγονται σαν ψίθυροι και καταγράφουν τα όρια ενός κόσμου που από μακριά μοιάζει με παγωμένο τοπίο – από κοντά με κόλαση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO