Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μισός αιώνας χωρίς τη Σύλβια Πλαθ

«Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αληθινό. Έχω το χάρισμα μπορείς να πεις»

Μισός αιώνας χωρίς τη Σύλβια Πλαθ

Σύλβια Πλαθ

1. Ζωή. Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1932, στη Βοστόνη. Το 1941, στα δέκα της χρόνια, δημοσιεύεται το πρώτο της ποίημα, στην εφημερίδα «Boston Herald». Από το 1950 αρχίζει να γράφει για περιοδικά και εφημερίδες. Από το 1953 αρχίζει το επικίνδυνο φλερτ της με τον θάνατο: η πρώτη της, από τις πολλές, απόπειρα αυτοκτονίας, με υπνωτικά χάπια.

«Το να πεθαίνεις

είναι μια τέχνη, όπως καθετί. 

Κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.

Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αληθινό. Έχω το χάρισμα μπορείς να πεις»

(«Κυρία Λάζαρος», στον τόμο Άριελ, μτφρ. Ελένη & Κατερίνα Ηλιοπούλου, εκδ. Μελάνι).Το 1956 γνωρίζει τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ, ερωτεύονται και παντρεύονται. Το 1960 κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα. Το 1962 χωρίζει, ζει μόνη, γράφει ακατάπαυστα, αλλά η σωματική και ψυχική της υγεία περνάει από δοκιμασίες. Τον Ιανουάριο του 1963 εκδίδεται το μυθιστόρημά της Ο Γυάλινος Κώδων με το ψευδώνυμο Victoria Lucas. «Είδα τη ζωή μου να διακλαδίζεται μπροστά μου σαν την πράσινη συκιά της ιστορίας (…) Είδα τον εαυτό μου να κάθεται καβάλα σ’ ένα κλαδί και να λιμοκτονεί, επειδή δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιο από τα σύκα να διαλέξω. Τα ήθελα όλα, μα το να διαλέξω το ένα σήμαινε ότι θα έχανα όλα τα υπόλοιπα» (Ο Γυάλινος Κώδων, μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου, εκδ. Μελάνι, σ. 98). Στις 11 Φεβρουαρίου του 1963 η Πλαθ θα θέσει τέρμα στη ζωή της μέσα στο σπίτι της στο Λονδίνο, βάζοντας το κεφάλι της στον φούρνο του γκαζιού.

2. Ο κυρ-Πανικός. Πεζά κείμενα, διηγήματα, σελίδες από ημερολόγια συνθέτουν αυτό τον τόμο. Όλα υπογράφονται από μία σπουδαία και πρωτότυπη ποιήτρια που διαπνεόταν από μιαν ακαταμάχητη λαχτάρα για δημιουργία. Γι’ αυτό και κυριαρχούνται από σκληρό χιούμορ, από μια απόπειρα εξευμενισμού του φοβερού θεού της τρέλας, του κυρ-Πανικού, από μια κονταρομαχία με τους εφιάλτες, από μια μανία καταγραφής της καθημερινότητας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα ποιήματα της Πλαθ. Οι ημερολογιακές σημειώσεις δείχνουν πώς μια συγγραφέας και ποιήτρια μεταπλάθει την πραγματικότητα, εξωτερική και εσωτερική, πώς την επεξεργάζεται για να τη μετατρέψει σε έργο τέχνης. Ένας περίπατος, η παρατήρηση ενός χειμερινού τοπίου στη χιονισμένη πόλη, ένα πρόγευμα με γάλα, μπέικον, φρυγανισμένο ψωμί, γίνονται η πρώτη ύλη που θα οδηγήσει στη δημιουργία. Μέσα από τα κείμενα αυτού του τόμου γινόμαστε κοινωνοί των τρόπων με τους οποίους εργάζονται οι ποιητές. Εξού και η πολυτιμότητά του.

3. Στυλ. Ο λόγος της Πλαθ είναι λιτός, ποιητικός, κοφτός. Εισάγει απευθείας τον αναγνώστη στο προσωπικό σύμπαν της συγγραφέως, τον καθηλώνει με τον ρυθμό του, τον κερδίζει με τη γυμνότητα της γραφής. Η κάθε λέξη έχει τη σημασία της, τη βαρύτητά της. Πρόκειται για κείμενα πυκνά και μεστά και μπορεί κανείς να τα διαβάσει δυνατά για να νιώσει καλύτερα την ομορφιά της σκληρής μελωδίας τους. Με λόγια τολμηρά και με αλλεπάλληλες εικόνες, άλλοτε καθημερινές και άλλοτε αλλόκοσμες, παράλογες, υπερρεαλιστικές, η Πλαθ ερωτοτροπεί με την τρέλα της σύγχρονης ζωής, πασχίζοντας να την υπερβεί, να την κατανικήσει. Και την κατανίκησε, τελικά, με τη δύναμη του έργου της.

4. Ένα απόσπασμα. «Έτσι, τώρα θα μιλάω κάθε βράδυ. Στον εαυτό μου. Στο φεγγάρι. Θα περπατάω, όπως έκανα απόψε, ζηλεύοντας τη μοναξιά μου, κάτω από το ασημένιο φεγγαρόφωτο, που λάμπει θαυμάσια πάνω στους σωρούς του φρέσκου χιονιού, με τις μυριάδες αντανακλάσεις. Μιλάω στον εαυτό μου, κοιτάζω τα σκοτεινά δέντρα, ευλογημένα ουδέτερα. Τόσο πιο εύκολο από το να αντικρίζω ανθρώπους, από το να πρέπει να δείχνω χαρούμενη, άτρωτη, έξυπνη. Με τις μάσκες κατεβασμένες, περπατάω, μιλώντας στο φεγγάρι, στην ουδέτερη απρόσωπη δύναμη που δεν ακούει, αλλά απλώς αποδέχεται την ύπαρξή μου. Και δεν με κατακεραυνώνει. Πήγα στο μπρούντζινο αγόρι που αγαπώ, σε έναν βαθμό επειδή κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτό, και καθάρισα το χιόνι από το λεπτοκαμωμένο χαμογελαστό του πρόσωπο. Στεκόταν εκεί στο φεγγαρόφωτο, σκοτεινό, με το χιόνι να γράφει τα άκρα του λευκά, στο ημικύκλιο του ιδιωτικού φράχτη, κουβαλώντας το κυματοειδές δελφίνι του, χαμογελώντας ακίνητο, ισορροπώντας σε ένα κατάστικτο πόδι». (Ο κυρ-Πανικος, σ. 312)

Σύλβια Πλαθ

Ο κυρ-Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων, και άλλες ιστορίες

Μτφρ.: Μυρσίνη Γκανά

Εκδόσεις Μελάνι

Σελίδες: 555

Σύλβια Πλαθ

Άριελ

 

Μτφρ.: Ελένη & Κατερίνα Ηλιοπούλου

Εκδόσεις Μελάνι

Σελίδες: 230

Σύλβια Πλαθ

Ο Γυάλινος Κώδων

 


 

Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου

Εκδόσεις Μελάνι

Σελίδες: 303