Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Κέρκυρα. Μια νέα αρχή... »: Μια καλοκαιρινή ιστορία της Λένας Μαντά για τη LiFO

Oι Έλληνες συγγραφείς γράφουν πρωτότυπες ιστορίες για τους αναγνώστες μας

«Κέρκυρα. Μια νέα αρχή... »: Μια καλοκαιρινή ιστορία της Λένας Μαντά για τη LiFO

Δεν της άρεσαν τα αεροπλάνα. Μισούσε τον ήχο τους, τα μικρά τους παράθυρα, τη βιασύνη τους... Προτιμούσε να ταξιδεύει με καράβι, να μπορεί ν' ανασαίνει τον αέρα, να βλέπει τον προορισμό της να πλησιάζει σιγά-σιγά και να την καλωσορίζει. Οπωσδήποτε δεν θα πήγαινε στην Κέρκυρα ποτέ με τίποτα άλλο από καράβι... Ήθελε να τη βλέπει την αγαπημένη της να σχηματίζεται μέσα από το γαλάζιο του Ιουνίου. Να χαϊδεύει με το βλέμμα τις αυστηρές γραμμές του Κάστρου της, να νιώθει τον αέρα της να την κυκλώνει αργά, μεθυστικά.

Η πρώτη της στάση ήταν η ίδια η πόλη, βαριά φορτωμένη αρχόντισσα. Κοίταξε γύρω της τον κόσμο να περνάει βιαστικός, τουρίστες να κοιτάζουν εκστατικά τα παλιά κτίρια που ψιθύριζαν την ιστορία τους αυτάρεσκα. Είχαν δει και ακούσει τα πάντα μέσα στους αιώνες. Οι άνθρωποι τους προκαλούσαν οίκτο, μικροί, φθαρτοί, περαστικοί απλώς. Από την Κέρκυρα, από την ίδια τη ζωή...

Κοίταξε την πράσινη Σπιανάδα, το περήφανο Λιστόν.... Πού είχε πει ακούσει εκείνο το «αντίο» πριν τόσα χρόνια; Όχι, δεν ήταν στην πόλη... Την αγαπούσε κι εκείνος πάρα πολύ για να θελήσει να τη σφραγίσει με τον πόνο που ήξερε ότι προκαλούσε εκείνο το βλέμμα, το τελευταίο σημάδι της αδυναμίας του. Έφταιγε και κείνη. Ήξερε ότι δεν ήταν δικός της από την αρχή, δεχόταν τις δανεικές στιγμές ευτυχίας, τις κλεμμένες από κάποια άλλη, που είχε δικαιώματα και γεννούσε υποχρεώσεις... Η καρδιά, όμως, δεν αναγνωρίζει τίποτα άλλο από το αίμα που στάζει πολύ πριν πει τη λέξη «σ' αγαπώ»...

Στον Αϊ Γιώργη των Πάγων, σ' εκείνη τη χρυσή αμμουδιά, της είχε υποσχεθεί τόσα, όσα η ψυχή λαχταρούσε ν' ακούσει. Στο Κανάλ Ντ' Αμούρ βρήκαν τον δικό τους παράδεισο, ένας τόπος που μιλούσε για έρωτα... για τον έρωτα που εκείνοι ζούσαν κάθε χρόνο· κάθε καλοκαίρι ξέκλεβαν λίγες μέρες για να βρεθούν στο νησί των ονείρων τους. Γύριζαν σαν παιδιά, γελούσαν σαν νέοι και ήταν γεμάτοι από την ομορφιά που τους κύκλωνε.

Στα λευκά βότσαλα της Παλαιοκαστρίτσας, σε κάποιον έρημο μικρό κόλπο, ζητούσαν από τον γέρο βαρκάρη να τους ξεχάσει μέχρι που ο ήλιος χανόταν πια. Το νερό παγωμένο, κρυστάλλινο, αλλά ήταν τα φιλιά τους ζεστά, οι αγκαλιές φλογάτες....

Όταν ανέβαιναν στον Πέλεκα, κοιτούσαν την απεραντοσύνη γύρω τους και μια ψευδαίσθηση τους γέμιζε ευτυχία: ήταν μόνοι στον κόσμο και όλος τους ανήκε. Δεν υπήρχε χθες, σήμερα, αύριο, δεν υπήρχε η άσχημη Αθήνα, ούτε όσα συμβόλιζε. Ήταν οι δυο τους ναυαγοί σ' ένα άλλο σύμπαν...

Και ξαφνικά άρχιζαν όλα ν' αλλάζουν, ο ήλιος που ήταν τόσο λαμπρός άρχισε να σκεπάζεται από μαύρα σύννεφα. Τίποτα δεν μένει κρυφό, ακόμα και σε μια άσχημη, πυκνοκατοικημένη μεγαλούπολη. Και η αλήθεια ορθώθηκε απαιτητική, ανάλγητη, απαιτούσε έναν θάνατο...

Πώς χωρούν, πώς καταφέρνουν να επιζήσουν τόσες άσχημες λέξεις ανάμεσα στην τέλεια ομορφιά ενός παλατιού; Από τότε που ήταν μικρή ονειρευόταν τον εαυτό της πριγκίπισσα, ντυμένη σε άσπρα, μακριά, μεταξωτά φορέματα να περιβάλλεται από αγάλματα, όμορφα αντικείμενα και να ζει σε μεγάλα δωμάτια, με ψηλά παράθυρα και στολισμένα ταβάνια. Γι' αυτό λάτρεψε το Αχίλλειο. Η φαντασία της έτρεχε στους μεγάλους κήπους, μπέρδευε τον εαυτό της με την πριγκίπισσα Ελισάβετ..... Εκείνος γελούσε με την παιδιάστικη εμμονή της και την ακολουθούσε ξανά και ξανά. Και κει, σ' εκείνο το παλάτι που τόσες φορές φιλοξένησε τις φαντασιώσεις της, στη μεγάλη βεράντα του που ήταν σαν ν' αγκάλιαζε το πέλαγος, εκεί διάλεξε να της δώσει τη χαριστική βολή. Με το άγαλμα του Αχιλλέα, εκείνο που είχε φτιάξει ο Κάιζερ, να παρακολουθεί, ν' ακούει, να γίνεται μάρτυρας της ταπείνωσης και της ήττας της. Εκείνος δεν ήθελε και δεν μπορούσε να προχωρήσει μαζί της, η «άλλη» ήταν η νόμιμη και πίεζε. Μαζί με εκείνη και το περιβάλλον, τα «πρέπει» έγιναν τείχος αδιαπέραστο. Δεν του κράτησε κακία, δεν θα ήταν σωστό για τα δικά της λάθη.

Όσο κι αν προσπάθησε έμεινε δεμένη όμως. Μ' εκείνον, με την Κέρκυρα. Χρόνια περνούσαν, άλλοι επίδοξοι πρίγκιπες αποδείχθηκαν βάτραχοι μέχρι που όλοι οι δρόμοι έκλεισαν... Και η απόφαση αναδύθηκε χωρίς να την περιμένει. Δεν είχε εκείνον, δεν θα τον είχε ποτέ ξανά, αλλά υπήρχε και μια ακόμα μεγάλη αγάπη που δεν θα την πρόδιδε, που θα τη βοηθούσε να ξεκινήσει από την αρχή, ανάμεσα στην ομορφιά...

Θα έμενε για πάντα στην Κέρκυρα. Όλα εκείνα που ζούσε κλεφτά θα ήταν κάθε μέρα και κάθε ώρα στη διάθεσή της. Θα γέμιζε την ψυχή της και ίσως κάποτε έπαιρνε και η καρδιά τον λόγο...

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010