16Lailami superJumbo v2
in , ,

Joan Didion: Αν κάπως, κάποτε “συναντήθηκες” μαζί της, μόνο γραφιάς ήθελες να γίνεις

Πέθανε χθες, παίρνοντας μαζί της το κατάδικο της στυλ που πολλοί αντέγραψαν, κανείς δεν έφτασε

Μεσουράνησε στα ταραγμένα sixties, όμως, από τα γράμματα, τη δημοσιογραφία και το στιλ δεν έφυγε ποτέ, περιπαίζοντας με χάρη όσους προσπαθούσαν να την αναλύσουν.

Όμως, όπως λέει και το ξενόφερτο ρητό, η επιτυχία δεν αναλύεται και έτσι η Joan Didion που πέθανε χθες, αφού κατάφερε να αλλάξει τα πάντα στην αμερικανική δημοσιογραφία (και τη λογοτεχνία και το σινεμά), έμεινε σπουδαία και αταξινόμητη -κατηγοριοποιημένη μόνο κάτω από την “ομπρέλα” New Journalism- να περιγελάει διακριτικά τους στομφώδεις (ψυχ)αναλυτές της.

Τι δουλειά είχε το hard reporting, με τα προσωπικά βιώματα και τη μυθοπλασία; Πώς μπορούσε αυτή η μικροσκοπική Καλιφορνέζα να κάνει “γκελ” με τα πιο δύσκολα, τα πιο τρομακτικά της Αμερικής, να κάνει κομματάκια και να επανασυναρμολογεί σκανδαλώδεις υποθέσεις της εποχής -βλ. υπόθεση Τσαρλς Μάνσον και δολοφονία της Σάρον Τέιτ- και μετά απολύτως αποστασιοποιημένη να παρατηρεί το χάος που είχε δημιουργηθεί τόσο από τα γεγονότα, όσο και από τις αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει τα όσα έγραψε;

Για όλα έφταιγε η μητέρα της, είχε πει η ίδια, που είχε την καλοσύνη και την ευγένεια (sic) να της χαρίσει ένα σημειωματάριο για να πάψει να γκρινιάζει και να διασκεδάζει η ίδια τον ευατό της με τις ιστορίες που θα έγραφε.

Το πρώτο της βιβλίο (το «Run, River») θα πάει άκλαφτο. Μετά θα στραφεί στα περιοδικά. Το «Mademoiselle» στην αρχή και μετά η «Vogue». Ο τότε σύντροφός της θα τη φέρει σε επαφή με τον δημοσιογράφο του «Τime» Tζον – Γκρέγκορι Νταν. Της λέει ότι είναι «ο τύπος που πρέπει να παντρευτείς». Η Ντίντιον δεν ήταν από τα κορίτσια που θα έκαναν ό,τι τους έλεγες, αλλά εδώ έγινε μία εξαίρεση και στα 30 της παντρεύεται. Ακριβώς αυτόν τον τύπο. Μιλάμε για τη δεκαετία ’60 πάντα.

Εκείνη θέλει να είναι στην Καλιφόρνια για να ζήσει την παρακμή της. Και να γράψει γι’ αυτήν την αισθητική του κακού που “τρύπωνε” με μαεστρία στις ζωές των γυαλιστερών κατοίκων της. Στο ενδιάμεσο, μαζί με τον σύζυγό της υιοθετούν την Κουιντάνα Ρου (Quintana Roο) και όλοι μαζί το 1971 φεύγουν από το Χόλιγουντ για το Μαλιμπού.

Η ζωή τους είναι κάπως σαν παραμύθι για ενηλίκους. Ζουν σε μια έπαυλη, γράφουν και διαβάζουν δίπλα στον ωκεανό κι από κάτω, στα πόδια τους σχεδόν, κόβουν βόλτες διασημότητες βεληνεκούς Γκορ Βιντάλ, Μάρτιν Σκορσέζε, Τζάνις Τσόπλιν – και δεν συμμαζεύεται. Είναι αυτή η κάπως μποέμικη εκδοχή της δημοσιογραφίας που “ψήνει” πολύ κόσμο τότε (και μετά) να ασχοληθεί με το επάγγελμα. Οι δυο τους το κάνουν να φαίνεται πολύ cool, πολύ χλιδάτο, πολύ αβίαστο.

Κούνια που τους κουνάει όσους πιστεύουν ότι είναι έτσι τα πράγματα. Όσο νομίζουν ότι αυτού του είδους η “νέα δημοσιογραφία” είναι εύκολη υπόθεση χαλαρών συζητήσεων, οι Ντίντιονς (ναι, τους αποκαλούσαν με το όνομα εκείνης) γράφουν πυρετωδώς σενάρια ταινιών, μεταξύ των οποίων το “Ένα Αστέρι Γεννιέται” (ναι, αυτό με τη Στρέιζαντ) και “Πανικός στο Νιντλ Παρκ” (ναι, μιλάμε για τον παρθενικό ρόλο του Αλ Πατσίνο).

Οι χίπις, τα κινήματα των (δια)ταραγμένων 60s, οι δολοφονίες και ο τρυφηλός βίος των celebrities, τα νταλαβέρια με τον Τζιμ Μόρισον, όλα αυτά γεμίζουν μία στοίβα σημειωματάρια, καθώς η Ντίντιον μπαινοβγαίνει στα κοινόβια, βλέπει τα πάντα, ακόμα και πιτσιρίκια να τριπάρουν με LSD και κάπως έτσι γράφει το κορυφαίο “Slouching Towards Bethlehem” που την καθιερώνει στην Αμερική με τον πιο αδιαπραγμάτευτο τρόπο.

Άλλοι θα χρειάζονταν τρεις ζωές για να δουν και να καταγράψουν όσα βλέπει η Ντίντιον μέσα σε λίγους μήνες, όμως, εκείνη έχει μόνο μία και έχει σκοπό να τη ζήσει παρατηρώντας, γράφοντας και μπαίνοντας βαθιά σε κάθε ιστορία στην οποία αποφασίζει να χαρίσει χρόνο και εγκεφαλικά κύτταρα. Όχι χωρίς κόστος, φυσικά. Ημικρανίες, τσιγάρο, ποτό, ελάχιστο φαγητό. Παραξενιές. Καμένες καταγραφές, πολύ προσωπικές.

Παρατηρεί την Καλιφόρνια να βουλιάζει μέσα σε ένα κλίμα καταστροφής που κοντοζυγώνει, όπως θα γράψει η ίδια και κάπου είναι σαν να περιγράφει τον εαυτό της.

Στο «Τhe White Album», την πιο σημαντική συλλογή δοκιμίων της, θα προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό την πληρέστερη καταγραφή του τελετουργικού φόνου της συντρόφου του Ρομάν Πολάνσκι, από τον Τσαρλς Μάνσον και την “οικογένειά” του. Άθελά της θα γίνει το υλικό πάνω στο οποίο από εκεί και μετά θα “πατήσουν” όλα τα ντοκιμαντέρ κι όλες οι κινηματογραφικές αναπαραστάσεις εκείνης της νύχτας σφαγής – ακόμη και του πιο πρόσφατου “Κάποτε στο Χόλιγουντ”.

Η Ντίντιον θα πάρει συνέντευξη από την Λίντα Κασάμπιαν, το μέλος της συμμορίας που φυλούσε τσίλιες έξω από το σπίτι του Πολάνσκι. Μπαίνει τόσο βαθιά στο θέμα, κυρίως, γιατί η “παρέα” δολοφόνων εκείνο το τρομακτικό βράδυ σουλάτσαρε πρακτικά έξω από το δικό της σπίτι και κάπως έτσι σημειώνει μία τεράστια επιτυχία.

Η γυναίκα απλώς δεν καταλαβαίνει γιατί από ένα σημείο και μετά δεν έχει αναγνώστες, αλλά οπαδούς. Η φάση της πλέον θυμίζει cult από αυτές που συνήθιζε να καλύπτει μέσω των άρθρων και των ρεπορτάζ της και ανθούσαν από το Σακραμέντο μέχρι το Μαλιμπού, άφθονες και ποικίλες.

Παρ’ όλα αυτά, η Ντίντιον εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει και να μασουλάει τα φιστίκια της. Έχει πλάκα να αναλογίζεσαι την έκπληξή αυτής της σούπερ κουλ Καλιφορνέζας, όταν διαπίστωνε ότι φοιτήτριες λογοτεχνικών τμημάτων κλαίνε, όταν τη συναντούσαν, με τον τρόπο που παλιότερα κλαίγανε για τους Beatles. Είναι είδωλο που βρίσκει μιμητές, αλλά σιγά να μην την φτάνουν.

80′ και 90 σα να τελειώνει το αστείο. Τέλος και οι cult και τα σουλάτσα. Ταξιδεύει στο εμπόλεμο Ελ Σαλβαδόρ, γράφει για τον Πόλεμο του Κόλπου, κατακεραυνώνει τον Μπους και βραβεύεται από τον Ομπάμα, μέχρι που χάνει τον σύζυγό της ξαφνικά το 2003 από ανακοπή και αυτό ανατρέπει όλη της τη ζωή.

Για να αντέξει την απώλεια, θα κάτσει στη γραφομηχανή “αιμορραγώντας”, όπως θα πει και μέσα σε 88 μέρες θα γράψει τη “Χρονιά της Μαγικής Σκέψης”. Το βιβλίο θα βρεθεί υποψήφιο για Πούλιτζερ και στο ράφι κάθε ψυχίατρου που σέβεται τον εαυτό του και ξέρει πώς να βοηθήσει τους ασθενείς του που υποφέρουν από προβλήματα στη διαχείριση του πένθους τους.

Η Ντίντιον θα ζήσει να δει και την απώλεια της κόρης της – μια σχέση βαριά, που θα τροφοδοτήσει την άλλη σπουδαία θεματική της, η οποία είναι ακριβώς οι αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μια μάνα και την κόρη της. Ο αέρας του icon, παρά τα χτυπήματα και τις αλλαγές στη ζωή της, δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Μέχρι το τέλος οίκοι μόδας, περιοδικά, αφιερώματα μόδας θα θέλουν τη Ντίντιον, “ένα σκυλί των γραμμάτων και του στιλ”, από κάπου έστω να γνέφει στον φακό για να έχει προσωπικότητα το όλο tribute.

Γεννήθηκε το 1934. Πέθανε χθες. Επηρέασε δημοσιογραφικά τα 60s και τα 70s. Επηρέασε τον κινηματογράφο και όποιον ήθελε να ζει, λέγοντας / γράφοντας / κινηματογραφώντας ιστορίες. Είτε το 90′ τη διάβαζες, είτε στα 00s, είτε τώρα που μιλάμε, αν ήσουν μικρή/-ός και δεν ήξερες τι θέλεις να κάνεις στη ζωή, στο τέλος της ανάγνωσης, ήσουν σίγουρη/-ος ότι θες να γίνεις γραφιάς. Γιατί; Γιατί το έκανε να φαίνεται εύκολο και cool – και φυσικά, δεν ήταν. Ούτε καν.

INFO

“The Center Will Not Hold” – Είναι το ντοκιμαντέρ για τη ζωή της σπουδαίας δημοσιογράφου και συγγραφέως που σκηνοθέτησε ο ανιψιός της, Γκρίφιν Νταν. Αξίζει τον κόπο να το δείτε (Netflix).

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

1 Comment
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Ντέζι Μακρή
Ντέζι Μακρή
2 χρόνια πριν

The year of magical thinking.
Έκδοση στα αγγλικά, ολόλευκο εξώφυλλο με χρυσά γράμματα.
Μια που το έπιασα και μια που -πλήρως ερωτευμένη μαζί του- δεν το άφηνα από τα χέρια μου. Από τα βιβλία που θες να διαβάσεις μονοκοπανιά, γιατί κυλάνε απολαυστικά αλλά από την άλλη ΔΕΝ θες να τελειώσουν και τα διαβάζεις κάπως αργά.
Και βλέπεις κάποιον άνθρωπο να βλέπει μέσα σου, να βλέπει πράγματα δικά σου που δεν είχες δει πριν.