Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ανάμεσα σε δύο κόσμους

Ο Πάνος Καρνέζης κατάγεται από την Πελοπόννησο, αλλά τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Τα τέσσερα βιβλία του, όμως, που έχουν κυκλοφορήσει αφορούν ιστορίες που διαδραματίζονται αποκλειστικά στη Μεσόγειο. Με αφορμή την αναθεωρημένη έκδοσή τους από τον εκδοτικό οίκο Μακόντο συζητήσαμε μαζί του για την κρίση, τη λογοτεχνία και την πολυπολιτισμικότητα.

Ανάμεσα σε δύο κόσμους
Γράφετε κάτι αυτή την περίοδο;

Έχω ξεκινήσει το επόμενο βιβλίο, μετά το Μοναστήρι, αλλά είμαι ακόμα στην αρχή. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο αργά γράφω. Έχουν δίκιο όσοι λένε πως το γράψιμο του επόμενου βιβλίου είναι πιο δύσκολο από του προηγούμενου.

Περιμένετε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012;

Δεν είμαι μεγάλος φίλος των σπορ, αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι μια ευκαιρία να γίνουν κάποια έργα στο Λονδίνο που ιδίως τώρα, σε περίοδο κρίσης, δεν θα γίνονταν. Οι σταθμοί και τα τρένα του μετρό χρειάζονται ανακαίνιση, το ανατολικό Λονδίνο, όπου χτίζονται οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις, ήταν μια ανεκμετάλλευτη, ακάλυπτη έκταση κακής ποιότητας που τώρα μετατρέπεται σε μια καινούργια συνοικία… Αυτά, όπως και στην Αθήνα, όπου τελικά έγιναν κάποια έργα, έχουν μεγαλύτερη σημασία για μένα από τους Αγώνες.

Οι Άγγλοι έχουν πανικοβληθεί καθόλου από την οικονομική κρίση;

Δεν πανικοβάλλονται, ίσως γιατί τα μέτρα, που δεν είναι και πολύ ελαφρύτερα από αυτά που έχουν ληφθεί στην Ελλάδα, ανακοινώνονται με δόσεις, κάθε λίγους μήνες δηλαδή, γεγονός που τα κάνει πιο εύπεπτα. Επίσης, βοηθάει και το ότι κάποιες παροχές, σαν την Υγεία και την Παιδεία, είναι -δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα, βέβαια- αξιόλογες, κάνοντας το βάρος των περικοπών υποφερτό. Έτσι κι αλλιώς, οι Άγγλοι, ως κοινωνία, είναι πιο πειθαρχημένοι από μας, με ό,τι καλό και κακό συνεπάγεται αυτό.

Τώρα που βιώνουμε μια μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση, πώς πρέπει ή συμφέρει να σκεφτόμαστε; Στα ελληνικά ή στα αγγλικά;

Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε σαν Άγγλοι γιατί οι οικονομίες των δύο χωρών είναι πολύ διαφορετικές. Ως πολίτης μιας φτωχότερης χώρας, ο μέσος Έλληνας έχει ανάγκες που ο αντίστοιχος Άγγλος έχει καλύψει. Όσον αφορά, για παράδειγμα, την Υγεία, ο μέσος Άγγλος δεν πηγαίνει σε ιδιωτικούς γιατρούς -το αντίστοιχο ΕΣΥ της Αγγλίας είναι αρκετά καλό-, ενώ ο Έλληνας πρέπει να υπολογίζει, συν τοις άλλοις, και αυτό το έξοδο.

Εσείς πώς αντιμετωπίζετε τα γεγονότα, ως Έλληνας ή ως «ξένος»;

Επειδή η έδρα μου είναι η Αγγλία και ζω εκεί πάνω από δεκαοχτώ χρόνια, υποτίθεται πως έχω καλλιεργήσει το βρετανικό φλέγμα τόσο για όσα συμβαίνουν εκεί και όσο και για ό,τι γίνεται στην Ελλάδα.

Μας αξίζουν αυτά που παθαίνουμε;

Γιατί να μας α,ξίζουν; Οι άνθρωποι που γνωρίζω στην Ελλάδα εργάζονται πολλές ώρες, ταλαιπωρούνται στην κίνηση, βοηθούν οικονομικά παιδιά και εγγόνια… Καλό είναι να κάνουμε την αυτοκριτική μας, αλλά δεν νομίζω πως η Ελλάδα είναι η χώρα των Λωτοφάγων. Χωρίς αμφιβολία, δεν υπάρχει κοινωνική συνείδηση. Ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του, αλλά υπάρχουν πραγματικοί ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό: ο εμφύλιος, η μεταπολεμική φτώχια, η δικτατορία. Δεν είναι φτηνές δικαιολογίες όλα αυτά, αλλά γεγονότα που έχουν σημαδέψει βαθιά την ελληνική ψυχή και θα χρειαστεί να περάσουν αρκετές γενιές για να αλλάξουν.

Νιώθετε πως εκπροσωπείτε την ελληνική ή την αγγλική λογοτεχνική «σκηνή»;

Αν πρέπει να μπω σε κάποιο ράφι, θα διάλεγα την ελληνική λογοτεχνία, αλλά ο τρόπος που γράφω είναι μάλλον αντανάκλαση του τρόπου ζωής μου, ενός ανθρώπου δηλαδή με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο στην Αγγλία. Αυτό σημαίνει πως οι επιρροές μου είναι και από τις δυο κουλτούρες, αλλά δεν μπορώ να πω πως είμαι γνήσιος εκπρόσωπος της μιας ή της άλλης. Δεν είμαι ο μόνος. Η περίπτωσή μου, συγγραφέων δηλαδή που γράφουν σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, θεματικά και πολιτιστικά, απαντά συχνά στην Ευρώπη και την Αμερική.

Έχετε κουραστεί να σας ρωτάνε διαρκώς για τη σχέση σας με την ελληνική και την αγγλική γλώσσα;

Καταλαβαίνω πως είναι εύλογη απορία, αλλά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν είναι παράξενο. Γράφω στα αγγλικά για τον ίδιο λόγο που μιλάω στα αγγλικά όποτε βγαίνω από το σπίτι ή απαντάω το τηλέφωνο: απλώς επειδή είναι η γλώσσα του τόπου όπου ζω. Την αγάπη μου για την ελληνική γλώσσα την ικανοποιώ μεταφράζοντας τα βιβλία μου ο ίδιος για την ελληνική έκδοση.

Η διαμονή σας στην Αγγλία σας βοήθησε να δείτε πιο αποστασιοποιημένα την ελληνική κοινωνία;

Είναι φανερό, άλλωστε, και από τα βιβλία σας πως οι χαρακτήρες που διαμορφώνετε θα μπορούσαν να έχουν μεγαλώσει οπουδήποτε… Ναι, σίγουρα, η γεωγραφική απόσταση από την Ελλάδα αναπόφευκτα σού προκαλεί με τον καιρό και μια συναισθηματική αποστασιοποίηση. Έτσι, οι απόψεις μου για πολλά ζητήματα -πατρίς, θρησκεία, οικογένεια κ.λπ.- έχουν αλλάξει πολύ από τότε που έφυγα από την Ελλάδα και δεν νομίζω πως αυτό έγινε λόγω ηλικίας. Εξάλλου, δεν ήμουν παιδί όταν έφυγα, είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο. Όντας ξένος σε μια χώρα, άρχισε να με ενδιαφέρει ο κοινός παρονομαστής των ανθρώπων, οι συμπεριφορές δηλαδή που συναντάμε σε όλους τους λαούς άσχετα από τις ιδιαιτερότητες που έχει ο καθένας, και αυτό πέρασε και στα βιβλία μου.

Ο τόπος όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες σας είναι κυρίως η Μεσόγειος… Ωστόσο, αυτό που σας ενδιαφέρει είναι τελικά η οικουμενικότητα;

Ακριβώς. Η Μεσόγειος είναι ο καμβάς των ιστοριών μου επειδή αυτό το τοπίο μού είναι πιο οικείο, αλλά προσπαθώ να φτιάχνω χαρακτήρες που να μπορούν να ζήσουν οπουδήποτε στον κόσμο, δίχως η ιστορία που αφηγούμαι να χάνει κάτι από το νόημά της.

Τι σας ελκύει περισσότερο συγγραφικά, η ζωή στην Αγγλία ή την Πελοπόννησο; Τι είδους ιστορίες βγάζει το κάθε μέρος;

Και τα δύο τοπία έχουν συγγραφικό ενδιαφέρον, αλλά η καθημερινότητα του αγγλικού τοπίου με κάνει να το αποφεύγω στα βιβλία μου. Προτιμώ το εξωτικό, το απόμακρο, ένα τοπίο που να κεντρίζει τη φαντασία μου και την έμπνευση, γι’ αυτό τοποθετώ τις αφηγήσεις στη Μεσόγειο. Ίσως να αλλάξει αυτό στο μέλλον, δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, το δημιουργικό αποτέλεσμα είναι ένα ανακάτεμα και των δύο κόσμων που ζω.

Η επανέκδοση των βιβλίων σας είναι και μια ευκαιρία να ξαναδιαβάσετε κι εσείς το έργο σας; Σας πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα έπρεπε να είχατε γράψει κάτι διαφορετικά;

Ναι. Η επανέκδοση των τεσσάρων βιβλίων με διορθώσεις και μερικά νέα διηγήματα ήταν μια ευκαιρία για μένα να κάνω ένα διάλειμμα και να σκεφτώ τι θα ήθελα να κάνω στο μέλλον. Έχω πάντα αμφιβολίες για τις επιλογές που κάνω και εκ των υστέρων, κατά κανόνα, νιώθω πως δεν πέτυχα τον στόχο μου. Είναι λίγο μαρτύριο, αλλά έτσι γίνεται με το γράψιμο.

Έχετε σκεφθεί να ασχοληθείτε με άλλο κομμάτι της λογοτεχνίας, π.χ. με το θέατρο;

Ίσως, κάποια στιγμή. Το θέατρο μού αρέσει περισσότερο από τον κινηματογράφο πια, λόγω του διαλόγου και της οικονομίας της πλοκής. Τεχνικά είναι πολύ διαφορετικό από την πεζογραφία όμως, και θα είναι πολύ δύσκολο. Ακόμα και μεγάλοι πεζογράφοι, όπως ο Χέμινγουεϊ και ο Γκράχαμ Γριν, που προσπάθησαν κάποια στιγμή να κάνουν τη μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο, ουσιαστικά απέτυχαν.

Νιώθετε «νέος και ταλαντούχος» συγγραφέας; Στην Ελλάδα έτσι σας αναφέρουν ακόμα, πάντως…

Δυστυχώς, δεν νιώθω ούτε πολύ νέος ούτε ταλαντούχος, αλλά καλύτερα να σε αναφέρουν έτσι αντί ως γέρο και ατάλαντο. Υποψιάζομαι πως θα έρθει κάποτε η μέρα που θα γίνει και το δεύτερο.

Οι συλλογές διηγημάτων «Μικρές Ατιμίες» και «Λαβύρινθος» κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις Μακόντο. Τα μυθιστορήματα «Το Μοναστήρι» και «Το πάρτι γενεθλίων» θα εκδοθούν μέσα στην άνοιξη.