Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πού στο καλό πήγε η νέα μουσική στην Ελλάδα;

Μια ματιά στα line up των επερχόμενων καλοκαιρινών μουσικών φεστιβάλ αποδεικνύει πως έχουμε καταντήσαμε το πιο συντηρητικό κοινό της Ευρώπης, που πάει να δει φανατικά ό,τι είναι παλιό και αγνοεί εντελώς το καινούργιο.

Πού στο καλό πήγε η νέα μουσική στην Ελλάδα;

Ως κάποιος που έχει συνδέσει την εφηβική και νεανική του ζωή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με φεστιβάλ, έχοντας φάει όλο μου το χαρτζιλίκι σε δίσκους και συναυλίες (ψωμολυσσώντας κυριολεκτικά για να δω μέρος από αυτά που θέλω), κι έχοντας δει στην ώρα τους σχεδόν όλα τα νεανικά μου μουσικά «είδωλα», έχω να πω ότι η φετινή κατάσταση στην Ελλάδα, από μουσικής άποψης, είναι απελπιστική.

Τσεκάροντας τα line up όλων ανεξαιρέτως των καλοκαιρινών φεστιβάλ, νομίζεις ότι ο χρόνος έχει σταματήσει –στην καλύτερη των περιπτώσεων- στο 2000, και το τι συμβαίνει σήμερα έχει εξαιρεθεί από κάθε (μα κάθε) διοργάνωση. Η μουσική πραγματικότητα του 2020 είναι κάτι που φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν στην Ελλάδα. Ούτε τους διοργανωτές, ούτε το κοινό.

Να ξεκαθαρίσω αρχικά ότι δεν τίθεται θέμα ούτε καλλιτεχνικής αξίας αυτών που έρχονται, ούτε προσωπικού γούστου, μια χαρά είναι όλοι, ο καθένας είναι και ένα κεφάλαιο στη μουσική, κάποτε σπουδαίοι, τεράστιοι, και καλά κάνουν και έρχονται. Ούτε ένας, όμως, δεν εκπροσωπεί το σήμερα – από τους Orbital και τους Massive Attack, τους Placebo και τους Belle and Sebastian, μέχρι τον DJ Shadow, τους Chromatics και τους Deep Purple (αναφέρομαι σε όσα έχουν ήδη ανακοινωθεί).

Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον για τη μουσική έχει σταματήσει λίγο πριν από το 2010, προ κρίσης, όταν ο κόσμος ίσως και να είχε κάποια περιέργεια για το τι συμβαίνει και λίγο παραέξω από τον μικρόκοσμό μας. Από κει και πέρα το χάος. Πού πήγαν οι εποχές που βλέπαμε τότε που έπρεπε, στο peak τους, Oasis, Blur, Prodigy, Orbital, Massive Attack, Moby, Rage Against The Machine, Editors, ακόμα και Public Enemy και Beastie Boys, ένα σωρό ονόματα που ήταν headliners σε κάθε φεστιβάλ του κόσμου και τότε εξέφραζαν το καινούργιο.

Κάτι ανάλογο δεν ξανάγινε από τότε σε μεγάλη κλίμακα. Το έκανε το Rockwave τα πρώτα χρόνια, το έκανε το Synch, το έκανε στην αρχή το Plissken, αλλά, αν εξαιρέσεις μερικές dance βραδιές, φεστιβάλ με πραγματικά νέο ήχο, ποπ, που να καλύπτει τα γούστα των μουσικόφιλων κάτω των 30 έχουμε χρόνια να δούμε στην Αθήνα. 

Κανείς δεν ξέρει αν αυτά που ακούει ένας 15χρονος στην άνεση του σπιτιού του –μπορεί και 50 φορές τη μέρα και τους δίνει νούμερα– θα τον σήκωναν από τον καναπέ για να πάει να τα δει και ζωντανά. Το πιο πιθανό είναι όχι, και ακόμα πιο πιθανό είναι να μην έχει τα 70 και 100 ευρώ (τουλάχιστον) που θα απαιτούνταν για να μπορέσει να δει αυτά τα ονόματα στην Ελλάδα.


Είναι πραγματικά άξιο εξερεύνησης το πώς καταλήξαμε σε αυτήν τη ρετρολαγνεία και πώς καταντήσαμε το πιο συντηρητικό κοινό της Ευρώπης, που πάει να δει φανατικά ό,τι είναι παλιό και αγνοεί εντελώς το καινούργιο. Είναι ένας ολόκληρος συνδυασμός πραγμάτων που μας έφερε σε αυτή την κατάσταση, από το γερασμένο μουσικά ραδιόφωνο, που στο πιο μεγάλο μέρος του δεν έχει επαφή με τον ήχο του τώρα, από τα μέσα που δεν ασχολούνται καθόλου με νέα μουσική, από το νεανικό κοινό που λογικό ήταν να γυρίσει την πλάτη στα παραδοσιακά μέσα και να κάνει τις δικές του επιτυχίες – οι οποίες όμως δεν είναι κάτι μετρήσιμο.

Κανείς δεν ξέρει αν αυτά που ακούει ένας 15χρονος στην άνεση του σπιτιού του –μπορεί και 50 φορές τη μέρα και τους δίνει νούμερα– θα τον σήκωναν από τον καναπέ για να πάει να τα δει και ζωντανά. Το πιο πιθανό είναι όχι, και ακόμα πιο πιθανό είναι να μην έχει τα 70 και 100 ευρώ (τουλάχιστον) που θα απαιτούνταν για να μπορέσει να δει αυτά τα ονόματα στην Ελλάδα.

Την ευθύνη, φυσικά, για την όλη κατάσταση δεν την έχουν αποκλειστικά οι διοργανωτές. Είναι ένας φαύλος κύκλος που, δυστυχώς, έχει ως αποτέλεσμα αυτό που βιώνουμε φέτος: Αβεβαιότητα και καχυποψία με το καινούργιο, γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι πλέον σίγουρος τι θέλει το κοινό (και αν το καινούργιο όνομα δεν θα «φεσώσει» τη διοργάνωση), καλλιτέχνες που παντού γεμίζουν στάδια αλλά εδώ δεν θα έκοβαν ούτε 300 εισιτήρια, πολλά φεστιβάλ που πρέπει να κάνουν line up όσο πιο ασφαλή γίνεται γιατί δεν υπάρχουν οικονομικά περιθώρια για ρίσκα.


Όσο κατανοητά και να είναι όλα αυτά, μιλώντας ως φανατικός μουσικόφιλος που δεν σταμάτησε ποτέ να παρακολουθεί τι γίνεται στη μουσική, αισθάνομαι θλίψη όταν βλέπω τα line up που έχουν ανακοινωθεί. Όχι επειδή δεν έχει πράγματα να δεις στην Αθήνα, έχει, και καλά. Είναι όμως η πρώτη φορά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου που γίνονται τόσα πολλά, αλλά δεν περιλαμβάνουν ούτε ένα από τα μεγάλα ονόματα της μουσικής του σήμερα.

Τσεκάρω τα line up των ανάλογων ευρωπαϊκών φεστιβάλ, τα οποία αν τα έχεις ως μέτρο σύγκρισης, είναι όντως να σε πιάνει απελπισία – όχι Sonar, Primavera και τέτοια θηρία, πιο μικρά, που έχουν έναν συνδυασμό παλιού και καινούργιου σε σωστή αναλογία και είναι όντως φεστιβάλ του 2020.

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι ότι έρχονται τα «παλιά» ονόματα, είναι ότι δεν έρχεται ούτε ένα νέο της προκοπής που θα έφερνε μία ισορροπία. Είναι σαν να κάνεις ένα φεστιβάλ κινηματογράφου και να μην παίξεις ούτε μία νέα ταινία, μόνο αφιερώματα σε παλιό σινεμά, να μην ανεβαίνουν καθόλου καινούργιες παραστάσεις στο θέατρο ή να διοργανώσεις ένα φεστιβάλ βιβλίου και να μην έχεις ούτε ένα καινούργιο βιβλίο.

Κάποτε τα φεστιβάλ ήταν για τον νεαρόκοσμο, σήμερα είναι κυρίως για τους 40+, ακόμα και αυτά που θεωρούν ότι φέρνουν νέα ονόματα και είναι πρωτοπορία. Δεν γίνεται να αγνοείς το νεανικό κοινό, δεν γίνεται να μη φέρνεις ούτε ένα πρωτοκλασάτο όνομα του σήμερα και το μουσικό καλοκαίρι να είναι ένα déjà vu του 1990 και του 2000, όσο και να παίζεις με A-league ονόματα.  

Καλά είναι τα κλασικά, safe, και αρέσουν σε όλους, αλλά μήπως πρέπει να παίρνουμε πού και πού και κανένα ρίσκο;