Αν αναλογιστούμε πως οι Ιρλανδοί αποτέλεσαν ένα από τα βασικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα και τις αρχές του 20ού, είναι λογικό να υποθέσουμε πως σε αυτούς οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της folk άνθησης στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 στον Νέο Κόσμο. Οι Ιρλανδοί έφεραν στην καινούργια πατρίδα όχι μόνο το ρεπερτόριό τους, τα τραγούδια τους δηλαδή, μα ακόμη και αυτή την ίδια την ιστορία τους, μπολιάζοντας τη σκηνή με… επαναστατημένα vibes. Από τα πιο χαρακτηριστικά συγκροτήματα Ιρλανδών που διέπρεψαν στην Αμερική την εποχή της folk αναγέννησης, στα fifties και sixties, ήταν οι Clancy Brothers (Liam, Patrick και Tom) που συνεργάζονταν με τον Tommy Makem. Και τι πιο χαρακτηριστικό από το LP τους «The rising of the moon” που κυκλοφόρησε το 1956 (τόσο νωρίς) στην Tradition και περιλάμβανε ένα set εντελώς κλασικών κομματιών, που έμελλε ν’ αποκτήσουν διαχρονική αξία.
Οι Ιρλανδοί έφεραν στην καινούργια πατρίδα όχι μόνο το ρεπερτόριό τους, τα τραγούδια τους δηλαδή, μα ακόμη και αυτή την ίδια την ιστορία τους, μπολιάζοντας τη σκηνή με... επαναστατημένα vibes.
Μερικά από εκείνα τα τραγούδια αφορούσαν τη μεγάλη επανάσταση του 1798, όταν οι Λέσχες των Ενωμένων Ιρλανδών αντιστάθηκαν στη χειραφέτηση των καθολικών, που προωθούσε με μια σειρά μέτρων η τότε αγγλική κυβέρνηση. Πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους το περίφημο «The rising of the moon» που γράφτηκε στη φυλακή από τον John Keegan Casey, επίλεκτο στέλεχος του Fenian. (Οι Fenian ήταν ένα κίνημα που είχε δημιουργηθεί το 1848 από εξόριστους Ιρλανδούς στις ΗΠΑ και την Αγγλία βασικά, και που είχε ως στόχο του την επίτευξη με κάθε τρόπο της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας). Ένα άλλο κλασικό τραγούδι ήταν το «Kelly the boy from Killane» που ήταν αφιερωμένο στον John Kelly, έναν από τους ηγήτορες του ξεσηκωμού στην κομητεία Wexford (νότια του Δουβλίνου) το καλοκαίρι του 1798. Η επανάσταση καταπνίγηκε, ο Kelly και οι σύντροφοί του αποκεφαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στο ποτάμι.
Μια άλλη επανάσταση, εκείνη του 1916, αποτέλεσε και αυτή αφορμή για πολλά σπουδαία τραγούδια που αποδείχτηκαν «μάννα εξ ουρανού» για τα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες του ’60. Ένα απ’ αυτά ήταν και το θρυλικό «The foggy dew». Τα λόγια, γραμμένα από τον αιδεσιμότατο Canon Charles O’Neill, αναφέρονταν στην πασχαλινή εξέγερση του 1916. Δύο χιλιάδες άντρες βρέθηκαν στα όπλα, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα του Δουβλίνου. Στις οδομαχίες που θ’ ακολουθούσαν θα συντρίβονταν για ακόμη μία φορά οι εξεγερμένοι Ιρλανδοί, ενώ όσοι κατάφερναν να επιζήσουν, ανάμεσά τους και ο αρχηγός τους Patrick Pearse, θα εκτελούνταν. Η γενική κατακραυγή που ξέσπασε είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει τις εκλογές του ’18 το κόμμα του Éamon de Valera (από τους πρωτεργάτες της Πασχαλιάς του 1916), εγκαθιδρύοντας έτσι μια νέα δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι Βρετανοί επεμβαίνουν και πάλι, πνίγουν στο αίμα την ειρηνική επανάσταση «αποκαθιστώντας την τάξη» σε όλο το νησί, εκτός από ένα μικρό κομμάτι στη βόρεια-ανατολική μεριά, εκεί όπου μια νέα οργάνωση θα κρατούσε άσβηστες τις ελπίδες (ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός).
Άλλα τραγούδια που κουβάλησαν οι Ιρλανδοί στον Νέο Κόσμο ήταν το «Tipperary far away» (αναφερόταν στον θάνατο του Seán Treacy, ενός ήρωα του αγώνα, τον Οκτώβριο του 1920), το «Kevin Barry» (για τον φερώνυμο ήρωα, που είχε και αυτός την τύχη των υπολοίπων – μαρτύρησε τον Νοέμβριο του 1921 στα 18 του χρόνια), το «O’Donnell Αboo», το «Nell Flaherty’s Drake», το «The men of the West» κ.ά. Περιττό να πω πως τα τραγούδια αυτά ερμηνεύτηκαν στα sixties και μετά απ’ αυτά, από μεγάλα folk ονόματα σε Αγγλία και Αμερική (Shirley Collins, The Dubliners, The Chieftains, Alan Stivell, Marie Little, Peter Paul and Mary, Judy Collins, Shane MacGowan And The Popes κ.ά.).
Πριν από την εποχή του δίσκου ή, μάλλον, των πρώτων κυλινδρικών ηχογραφήσεων, η έννοια του folklorist ήταν συνδεμένη με την καταγραφή σκοπών και τραγουδιών που έφθαναν σ' ένα ευρύτερο κοινό όχι μόνο προφορικά αλλά και μέσω της έντυπης φόρμας. Και για το δημοτικό τραγούδι στην Ελλάδα έτσι συνέβαινε, και για το folk των βρετανικών νησιών έτσι συνέβη. Μερικές απ' αυτές τις καταγραφές συναντά κανείς στη σχετική βιβλιογραφία –π.χ. η δεκάτομη και αργότερα σε πέντε τόμους εργασία του Francis James Child «The English and Scottish Popular Ballads» (1882-1898)– και απ' όποια πλευρά και να το δει κανείς, τα βιβλία αυτά έπαιξαν πρώτο ρόλο στη διατήρηση στη μνήμη παμπάλαιων σκοπών, που ζούσαν ακόμη τότε μέσω της προφορικής παράδοσης.
Στην αυγή του 20ού αιώνα, όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει στο νησί και οι κύλινδροι ηχογραφήσεων έμπαιναν σιγά-σιγά σε εμπορική παραγωγή, ο Αυστραλός βιρτουόζος του πιάνου Percy Grainger κατέγραψε για πρώτη φορά folk τραγούδια με τη φωνή του Joseph Taylor (ήταν 1908), δημιουργώντας μια καινούργια αρχή όχι μόνο όσον αφορά την αποτύπωση αλλά και την εκμετάλλευση του νέου προϊόντος.
Το 1937 συνέβη κάτι που απεδείχθη για πολλά χρόνια καθοριστικό όσον αφορά την ταυτοποίηση του παραδοσιακού τραγουδιού και κυρίως την κατεύθυνση που πήρε εκείνο μέσα στο αριστερό πολιτικό κίνημα. Ο Λονδρέζος A.L. «Bert» Lloyd (1908-1982) έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα του Communist Party of Great Britain, την «Daily Worker», το οποίο τιτλοφόρησε «The people’s own poetry», υποστηρίζοντας πως το folk τραγούδι είναι προϊόν και μέσον έκφρασης του λαού, πηγάζει από κείνον και επιστρέφει μόνο σ’ εκείνον. Ο Lloyd δεν συνέβαλε απλώς στην ανάδειξη των folk songs ως εγγενούς στοιχείου του λαϊκού πολιτισμού, αλλά ακολουθώντας μια πολύ κλειστή ιδεολογική γραμμή στήριξε έναν τύπο εθνικισμού, διδάσκοντας εν ολίγοις πως το αγγλικό τραγούδι έπρεπε να ερμηνεύεται μόνο από Άγγλους, το σκωτσέζικο μόνο από Σκωτσέζους και ούτω καθ’ εξής, θέλοντας κυρίως να δημιουργήσει κάποια αναχώματα σε σχέση με όλα εκείνα τα ευτελή ποπ στοιχεία της υπερατλαντικής κουλτούρας που κατέφθαναν τότε στη Μεγάλη Βρετανία. Τη γραμμή αυτή θ’ ακολουθούσε, με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα, ο συνοδοιπόρος τους Ewan MacColl.
To 1944 o Lloyd θα γράψει και θα εκδώσει μέσω της Workers’ Music Association (WMA) το ιστορικό βιβλίο του «The Singing Englishman» με το οποίο θα επιχειρήσει μια κοινωνιολογική/ ιστορική καταγραφή του χώρου, επεκτείνοντας τη βασική προβληματική του για μια αριστερή θεώρηση της λαϊκής μούσας. Ο ίδιος, γιος ψαρά, θα μεταναστεύσει πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αυστραλία, θα κάνει διάφορα θαλάσσια επαγγέλματα (χρόνια μετά θα ηχογραφήσει υπέροχους δίσκους με τραγούδια της θάλασσας), ενώ θα ταξιδέψει πολύ στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, επιχειρώντας να βρει σχέσεις ανάμεσα στον «δικό μας» ήχο και στα τραγούδια της πατρίδας του. Δεν γνωρίζω αν έχει έρθει στην Ελλάδα, σίγουρα όμως έχει πάει στην Αλβανία, όπου κατέγραψε λαϊκούς σκοπούς, τους οποίους εξέδωσε μάλιστα στην Topic το 1966 («Folk Music of Albania»). Το πόσο επηρέασε με τον τρόπο σκέψης και τις συγκριτικές μελέτες του το british folk το ομολογεί και ο Colin Harper στο βιβλίο του «Dazzling Stranger/Bert Jansch and the Βritish folk and blues revival» (Bloomsbury, London 2000), λέγοντας πως ο Bert Jansch, ο Martin Carthy και άλλοι πολλοί τροβαδούροι των sixties διασκεύαζαν συχνά σκοπούς που εκείνος είχε ανακαλύψει ή μετέρχονταν βαλκανικά στοιχεία στα τραγούδια τους, επηρεασμένοι σαφώς από τις δικές του μελέτες (ακούστε, ας πούμε, το «Bulgarian dance» του Davy Graham).
Το 1939 ένα ακόμη καθοριστικό γεγονός θα σηματοδοτήσει νέες εξελίξεις. Ήταν η ίδρυση της εταιρείας Topic από τη WMA, η οποία θα αποτελέσει για δεκαετίες το επιφανέστερο label του british folk. Το ποιοι βρέθηκαν στον κατάλογό της και τι ηχογραφήθηκε υπό την ταμπέλα της είναι αδύνατον να συνοψιστεί σε λίγες γραμμές.
Νέα καμπή στην ιστορία θα αποτελέσει ο ερχομός του Alan Lomax (1915-2002) στο Νησί, τον Οκτώβριο του 1950. Οι δραστηριότητές του εκεί υπήρξαν, μάλιστα, τόσο σημαντικές, όσο εκείνες στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ο Lomax δεν ασχολήθηκε μόνο με field recordings (επιτόπιες ηχογραφήσεις δηλαδή) που ήταν πάντα η βασική δουλειά του, αλλά επιμελήθηκε και προγράμματα στο ραδιόφωνο του BBC, οργάνωσε συναυλίες, παρήγαγε τηλεοπτική σειρά αφιερωμένη στους μεγάλους folk τραγουδιστές της εποχής, ενώ ηγήθηκε και συγκροτήματος, των περιώνυμων Ramblers, σε συνεργασία με τους Ewan MacColl, Peggy Seeger και Shirley Collins, ένα αδιαμφισβήτητο σούπερ γκρουπ για τα δεδομένα της περιόδου (skiffle era, 1956) που κατέγραψε τη δυναμική του σε έξι μόλις τραγούδια.
Όπως μαρτυρά ο ίδιος ο Ewan MacColl στην αυτοβιογραφία του («Journeyman: Αn Autobiography», Sidgwick & Jackson, London 1990), ο Lomax αποτέλεσε τη λυδία λίθο προκειμένου ν’ αρχίσει να μορφοποιείται η κατάσταση και να λαμβάνει δίπλα στην πολιτική/κοινωνική της διάσταση και μια επιστημονική σκέπη. Από τη δράση του Lomax παραδειγματίστηκαν οι Peter Kennedy και Seamus Ennis, προβαίνοντας και αυτοί σε επιτόπιες ηχογραφήσεις, και ακόμη ο folklorist και ποιητής Hamish Henderson, οι τραγουδίστριες Peggy Seeger και Shirley Collins και, βεβαίως, οι Lloyd και MacColl που βρήκαν στο πρόσωπο του Αμερικανού ερευνητή έναν θερμό συμπαραστάτη. Μερικοί από τους Βρετανούς παραδοσιακούς τραγουδιστές που αποτυπώθηκαν στις ταινίες του Lomax ήταν οι Thomas Moran, John Strachan, Elizabeth Cronin, Jeannie Robertson, Harry Cox και Jimmy McBeath. Στο επίπεδο των εκδόσεων λόγος πρέπει να γίνει για τη σειρά «The folk songs of Britain» (10 LP στην Topic/UK και την Caedmon/USA το 1961), η οποία αποτέλεσε βασική πηγή πληροφόρησης για το βρετανικό folk και folk-rock τη δεκαετία του ’60 και πέραν αυτής.
Από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του folk circuit στα χρόνια του ’50, νωρίτερα αλλά και αργότερα, υπήρξε ο Σκωτσέζος Ewan MacColl (1915-1989). Γεννημένος το 1915 ως James Henry Miller από γονείς με προοδευτική συνείδηση, βρέθηκε νέος μέσα στην περίοδο της Ύφεσης στη δεκαετία του ’30, δραστηριοποιούμενος στο πολιτικό θέατρο. Το 1946, όντας ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και τροβαδούρος, ιδρύει το Theatre Workshop μαζί με την πρώτη σύζυγό του Joan Littlewood, αρχίζοντας να δημιουργεί παραστάσεις που στόχο είχαν την πολιτική ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, μέσα από μια μαρξιστική βεβαίως οπτική.
Στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1948 ο MacColl θα γνωριστεί με τον Ιρλανδό songwriter Dominic Behan (αδελφός του Ιρλανδού ποιητή και συγγραφέα Brendan Behan) και από κει με την τραγουδίστρια Jeannie Robertson, τον Jimmy McBeath και τον folklorist Hamish Henderson. Οι γνωριμίες εκείνες και βεβαίως ο ερχομός του Alan Lomax στη Βρετανία θα οδηγήσουν τον MacColl συν τω χρόνω να αντιληφθεί ακόμη περισσότερο τη σημασία του τραγουδιού ως φορέα μηνυμάτων, αρχίζοντας να συγκεντρώνει γύρω του μια παρέα, μέλη οι περισσότεροι, όπως και ο ίδιος εξάλλου, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας (A.L. Lloyd, Peggy Seeger, Isla Cameron, Shirley Collins, Malcolm Nixon, Karl Dallas κ.ά.), κάτι που και οι ίδιοι, όπως γράφει ο Colin Harper, δεν είχαν πρόβλημα να παραδεχτούν.
Το 1954 ο MacColl ιδρύει το κλαμπ Ballads & Blues (από τη φερώνυμη ραδιοφωνική σειρά του BBC). Το μαγαζί δούλεψε καλά, με τον MacColl να έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στα live events και στα προγράμματά του στο ραδιόφωνο. Το 1958, αυτός, ένας κομμουνιστής, σπάει τις ακροαματικότητες στο BBC, όταν με αφορμή τον θάνατο ενός υπαλλήλου των τρένων, του John Axon, βρίσκει την ευκαιρία να υμνήσει την εργατική τάξη και την προσφορά της στη σιδηροδρομική ιστορία της χώρας. Η δισκογραφία του, τεράστια σε όγκο, ξεχωρίζει για την ποιότητά της και, φυσικά, για τη σημασία της, κυρίως όσον αφορά τη γέννηση της folk σκηνής τη δεκαετία του ’60. Το duο με τη σύντροφό του Peggy Seeger, την οποία γνώρισε το 1956, είναι κλασικό και υπεύθυνο συγχρόνως για μερικές καθοριστικές εγγραφές της περιόδου.
Στον αντίποδα του MacColl έμελλε να κινηθεί ένας άλλος τροβαδούρος, ο Alex Campbell (1925-1987), ο πρώτος μοντέρνος folk ήρωας στη Βρετανία. Περισσότερο εξωστρεφής και διαλλακτικός, και με μια αίσθηση hobo από πολύ νωρίς, ο Campbell δημιούργησε έναν τύπο καλλιτέχνη που έθρεψε τα όνειρα των μικρότερων (Davy Graham, Martin Carthy, Bert Jansch, John Renbourn…), κάνοντάς τους όλους να τρέχουν στο κατόπι του. Εκτιμούσε τον Ewan MacColl, όμως ο άνθρωπος που φαίνεται να τον επηρέασε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Ramblin’ Jack Elliott. Από κει ο Campbell «γνώρισε» τον Woody Guthrie και μπόρεσε να κατανοήσει εγκαίρως τη σημασία τραγουδοποιών όπως ο Bob Dylan και η Joan Baez στα πρώτα χρόνια του ’60. Άλλοι Βρετανοί που είχαν ρόλο στο folk κύκλωμα εκείνα τα χρόνια ήταν το duο Robin Hall/Jimmie McGregor, ο Steve Benbow και οι λίγο νεότεροι στη σκηνή Davy Graham, Martin Carthy, Wizz Jones και Clive Palmer.
Τα κλαμπ δεν ήταν άμοιρα της εξέλιξης του folk. Από τα τέλη του ’50 έως τα μέσα του ’60, όπως σημειώνει ο Robin Denselow στη μελέτη «The Electric Muse/ The Story of Folk into Rock» (Methuen Paperbacks, London 1975), είχαν δημιουργηθεί δεκάδες απ’ αυτά στο Λονδίνο και αλλού, στα οποία ακούγονταν τραγούδια του Woody Guthrie, του Ramblin’ Jack Elliott και του Tom Paxton. Υπήρχαν φωνητικά τρίο που κόπιαραν το Kingston Trio και τους Peter Paul and Mary, άλλα που απέδιδαν ακόμη και τραγούδια των Απαλαχίων, ενώ κατά τη διάρκεια της CND (Campaign for Nuclear Disarmament), της Καμπάνιας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό δηλαδή (εκεί γύρω στο ’63), έσκασαν ντουζίνες τραγουδοποιών που αντέγραφαν με ταλέντο ή λιγότερο ταλέντο τον Bob Dylan.
Στα early sixties το folk club, γράφει ο Denselow, ήταν ένα συναρπαστικό μέρος. Μπορούσες ν’ ακούσεις εκεί από τυπικούς folkists, σαν τον Redd Sullivan ας πούμε, μέχρι αβανγκαρντίστες, όπως ο Ron Geesin. Ίσως, δε, το πιο διάσημο και σημαντικότερο απ’ αυτά να ήταν το Les Cousins, που είχε ανοίξει το 1965 στη Greek Street στο Soho και είχε πάρει το όνομά του από το φερώνυμο κινηματογραφικό δράμα του Claude Chabrol που είχε προηγηθεί (με τους Gérard Blain και Jean-Claude Brialy). Από το Les Cousins πέρασαν οι πάντες. Και όταν λέμε οι πάντες, εννοούμε οι πάντες. Τα ονόματα που μνημονεύονται και από τη Wikipedia είναι χαρακτηριστικά: Jackson C. Frank, Al Stewart, Davey Graham, Bert Jansch, John Renbourn, Sandy Denny, John Martyn, Alexis Korner, The Strawbs, Roy Harper, Alex Campbell, Wizz Jones, Nick Drake, The Incredible String Band, Cat Stevens, Martin Carthy, Linda & Richard Thompson με ή χωρίς τους Fairport Convention, Julie Felix, Bridget St John, Donovan, The Watersons, Anne Briggs και άλλοι πολλοί.
Περαιτέρω, δεν ήταν και λίγοι οι καλλιτέχνες που ηχογράφησαν στο Les Cousins… Από τον Al Stewart τον Ιούνιο του ’68 και τον John Martyn την ίδια πάνω κάτω εποχή, μέχρι τους Spontaneous Music Ensemble (που δεν ήταν folk) και τον Roy Harper (το περίφημο «I hate the white man» από το LP «Flat Baroque And Berserk», αλλά και από το 2CD «August 30, 1969/ Live At Les Cousins/ 49 Greek St, Soho, London»). Μάλιστα, το 1970 η RCA είχε κυκλοφορήσει κι ένα LP υπό τον τίτλο «49 Greek Street» (η διεύθυνση του Les Cousins) με κομμάτια των Al Jones, Andy Roberts, Tin Angel, Synanthesia, Keith Christmas, Robin Scott, Nadia Cattouse και Mike Hart. Πρόκειται, απλώς, για μία από τις καλύτερες folk συλλογές της εποχής. Και κάτι που έχει τη σημασία του: το Les Cousins, που ήταν πιο πριν skiffle κλαμπ, ανήκε στον Ελληνοκύπριο Andy Matheou.
Λίγα λόγια για 10 κλασικούς δίσκους του british folk:
1. Davy Graham: Folk, Blues & Beyond…
(Decca, 1965)
2. Mick Softley: «Songs for Swingin’ Survivors»
(Columbia, 1965)
3. Roy Harper: «Sophisticated Beggar»
(Strike, 1967)
4. Anne Briggs: «The complete topic recordings»
(Bo’Weavil, 2006)
5. The Pentangle: «The Pentangle»
(Transatlantic, 1968)
6. Donovan: «The hurdy gurdy man»
(Epic, 1968)
7. Fairport Convention: «What we did on our holidays»
(Elektra, 1969)
8. Trees: «On the Shore»
(CBS, 1970)
9. Barry Dransfield: «Barry Dransfield»
(Polydor, 1972)
10. Meic Stevens: «Gwymon»
(Wren, 1972)
Κι άλλοι 10 δίσκοι
1. VASHTI BUNYAN: Just Another Diamond Day (Philips, 1970)
2. THE CHIEFTAINS: The Chieftains (Claddagh, 1964)
3. THE DUBLINERS: Finnegan Wakes (Transatlantic, 1966)
4. INCREDIBLE STRING BAND: The Hangman’s Beautiful Daughter (Elektra, 1968)
5. BERT JANSCH: Jack Orion (Transatlantic, 1966)
6. LOUDEST WHISPER: The Children of Lir (Polydor, 1974)
7. MELLOW CANDLE: Swaddling Songs (Deram, 1972)
8. MUSHROOM: Early One Morning (Hawk, 1973)
9. PLANXTY: Planxty (Polydor, 1973)
10. STEELEYE SPAN: Below the Salt (Chrysalis, 1972