Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος δίνει ένα αστεράκι στη νέα ταινία της Αντζελίνα Τζολί

Η Τζολί-Πιτ κάνει ό,τι μπορεί για να τολμήσει, το έργο, ωστόσο, είναι κενό

Δίπλα στη θάλασσα
By the Sea
Δραματική
2015, (ΕΓΧΡ.)
Σκηνοθεσία: Ατζελίνα Τζολί
Πρωταγωνιστούν: Ατζελίνα Τζολί, Μπραντ Πιτ

Η δεύτερη κινηματογραφική συνάντηση του «χρυσού» ζευγαριού του Χόλιγουντ πραγματοποιείται δέκα χρόνια μετά την ταινία Mr & Ms Smith. Τοθετείται τη δεκαετία του '70 και έχει θέμα τις δυσκολίες του έγγαμου βίου. Η Βανέσα και ο Ρόλαντ, απόμακροι συναισθηματικά και αποξενωμένοι ως ζευγάρι, θα βρεθούν σε μια ήσυχη παραλιακή πόλη της Γαλλίας, όπου θα γνωρίσουν μερικούς από τους κατοίκους της, θα κληθούν να αναμετρηθούν με τα μυστικά τους και να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της σχέσης τους και την κοινή τους πορεία.

Σε όλη τη διάρκεια του αργόσυρτου, στυλιζαρισμένου, οπτικά υπέροχου Δίπλα στη Θάλασσα υπάρχει η υπόσχεση ή, αν θέλετε, η απειλή της αποκάλυψης ενός τρομερού μυστικού, ικανού να φωτίσει την ταλαιπωρημένη σχέση του Ρόλαντ και της Βανέσα και ενδεχομένως να εμβαθύνει στο αιώνιο θέμα της φθοράς ενός παντρεμένου ζευγαριού. Ωστόσο, η Αντζελίνα Τζολί-Πιτ είναι περισσότερο απασχολημένη με την διακόσμηση της ταινίας, την ατμόσφαιρα ενός αισθηματικού θρίλερ που παραπέμπει στο ευρωπαϊκό σινεμά της δεκαετίας του '60 και του '70. Ως κράμα της αντονιονικής Περιπέτειας και της Περιφρόνησης του Ζαν-Λικ Γκοντάρ μέσα από τη ματιά ενός Αμερικανού τουρίστα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το δράμα δεν συνέρχεται ποτέ από την υπερβολική του έκθεση στο άπλετο μεσογειακό φως που επιμελήθηκε ο μόνιμος διευθυντής φωτογραφίας του Μίκαελ Χάνεκε, ο Κρίστιαν Μπέργκερ, όπως και από την απερίστροφη υποταγή του στην πολυτελή συσκευασία μιας ταπεινής (10 εκατομμύρια δολάρια κόστισε), «καλλιτεχνικής» ταινίας χωρίς καν πραγματικό εικαστικό εξαγόμενο, αλλά με καρτποσταλική κατάθλιψη, με παραγωγή-απομίμηση: δεν υπάρχει ίχνος πρωτοτυπίας και ψυχής σε αυτό το όμορφο να το χαζεύεις, αλλά εντελώς αδρανές, γι' αυτό και ανιαρό να το παρακολουθείς, υπαρξιακό δράμα, ανάμεσα στην πρώην χορεύτρια του Μπρόντγουεϊ και τον δημιουργικά παγωμένο, πάλαι ποτέ ελπιδοφόρο συγγραφέα.

Η Τζολί-Πιτ κάνει ό,τι μπορεί για να τολμήσει: γύρισε μια ταινία που δεν συμβαδίζει καθόλου με τις τάσεις του Χόλιγουντ και δεν μοιάζει στο ελάχιστο με τις περιπέτειες όπου πρωταγωνιστεί ή τις δύο προηγούμενες σκηνοθετικές της προσπάθειες.

Η Βανέσα (Τζολί) περιφέρεται σαν αποστεωμένο ζόμπι από το κρασί και τα Quaaludes που καταναλώνει και ο Ρόλαντ (Πιτ) βολοδέρνει στο μπαρ της παραλιακής πόλης όπου έχει καταφύγει, πίνοντας και καπνίζοντας ασταμάτητα, ακούγοντας τις θυμοσοφικές συμβουλές του χήρου ιδιοκτήτη (Νιλς Άρεστρουπ), προσπαθώντας να βρει το επόμενο θέμα του, ντυμένος στην πένα, σαν ένας ευειδής Χέμινγουεϊ εκτός τόπου και χρόνου. Βρισκόμαστε στη Νότια Γαλλία, κάπου στις αρχές των '70s, όπου όλα κυλούν ήσυχα κι ωραία, σαν να έχουν περάσει αιώνες από τα κρίσιμα επεισόδια του Μάη του '68, αλλά οι Αμερικανοί επισκέπτες βρίσκονται στη δική τους εμπόλεμη ζώνη, καθώς αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κρίση στον γάμο τους και αναζητούν ένα θαύμα για να σώσουν τα κομμάτια της σχέσης τους. Στο διπλανό δωμάτιο του παράκτιου ξενοδοχείου τους καταλύει ένα νιόπαντρο ζευγάρι Γάλλων (ο Μελβίλ Πουπό και η Μελανί Λοράν) και η Βανέσα καταστρώνει ένα πονηρό σχέδιο δράσης μέσα στην απραξία της: παίρνει μάτι τις ερωτικές τους περιπτύξεις από μια τρύπα στον τοίχο και σταδιακά βάζει τον Ρόλαντ στο παιχνίδι – εκείνος δεν καταλαβαίνει αν θέλει να ξυπνήσουν σεξουαλικά μέσα από ένα ménage à quatre ή αν το μυαλό της έχει πάρει επικίνδυνες στροφές, ικανές να σαμποτάρουν αθώους γείτονες και να ισοπεδώσουν ό,τι έχει απομείνει από τους ίδιους. Ποιος είναι ο θύτης και ποιος ο ζημιωμένος, θα διερωτάται ο θεατής, βλέποντας τους πιο γνωστούς ηθοποιούς στον κόσμο να υποδύονται τα μιντιακά τους avatar.

Η Τζολί-Πιτ κάνει ό,τι μπορεί για να τολμήσει: γύρισε μια ταινία που δεν συμβαδίζει καθόλου με τις τάσεις του Χόλιγουντ και δεν μοιάζει στο ελάχιστο με τις περιπέτειες όπου πρωταγωνιστεί ή τις δύο προηγούμενες σκηνοθετικές της προσπάθειες. Παραλληλίζει τη δημόσια εικόνα εκείνης και του Μπραντ Πιτ με όλο τον θαυμασμό και τις προκαταλήψεις που τους συνοδεύουν, με ένα σενάριο που έγραψε αρκετά χρόνια πριν, με αφορμή όχι τα όποια ενδοσυζυγικά της προβλήματα αλλά την ασθένεια της μητέρας της και τη θλίψη που την κατέκλυσε όταν ο καρκίνος επιτέθηκε απότομα και φονικά στην οικογένειά της. Τέλος, εκθέτει το σώμα της στην κάμερα, προσκαλώντας το περίεργο βλέμμα των θεατών στο υγρό της στήθος από όλες τις γωνίες λήψης μετά την εκτενώς δημοσιοποιημένη διπλή μαστεκτομή, ξορκίζοντας την αχόρταγη αδιακρισία στο όνομα της Τέχνης. Το έργο, ωστόσο, είναι κενό, με προβλέψιμους και ενίοτε αφελείς διαλόγους (όπως όταν η Βανέσα αποπειράται να αυτοκτονήσει, πέφτει στο νερό και επιστρέφει βρεγμένη και περίλυπη, λέγοντας «τώρα το μέσα μου ταιριάζει με το έξω μου»), και η προσπάθεια εμβάθυνσης στην ψυχή τη δική της, του Μπραντ Πιτ και του γάμου ως θεσμού φαντάζει ρηχή αφορμή, ένα κομψότατο ντεκόρ, όπως το αξιοζήλευτο ξενοδοχείο, η γαλήνια τοποθεσία, το ρετρό σκηνικό στη Μάλτα και ο νόστιμος κάμπριο Citron-βάτραχος αντίκα με τον οποίο κάνουν τις βόλτες τους.