Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κινηματογραφικές αναμνήσεις απ' τα '70s

Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος βουτά στην ανεξάντλητων κοντράστ δεκαετία, με Blu-ray που αποδίδουν τα χρώματα και το ύφος των ταινιών εκείνων, χωρίς να τα τσακίζουν ψηφιακά

Κινηματογραφικές αναμνήσεις απ' τα '70s

 

Βουτιά στην ανεξάντλητων κοντράστ δεκαετία, με Blu-ray που αποδίδουν τα χρώματα και το ύφος των ταινιών εκείνων, χωρίς να τα τσακίζουν με την ισοπεδωτικά κρουστή ευκρίνεια των ψηφιακών παραγωγών της εποχής που διανύουμε

Breezy

του Κλιντ Ίστγουντ

Το θέμα της ταινίας είναι η σχέση μιας τυπικά μπερδεμένης, όμορφης, ορφανής 19χρονης χίπισσας με έναν αδέσμευτο γυναικά κοντά στα 60 κι ενώ η υπόθεση υπόσχεται σκάνδαλο ο Ίστγουντ, ώ ναι, το βλέπει ρομαντικά...

Ο Κλιντ Ίστγουντ ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνοθέτης με πολλές υποσχέσεις, γιατί χειρίστηκε το Play Misty for Me, το ντεμπούτο του πίσω από τις κάμερες, με ένταση, καλλιτεχνική λεπτότητα και αίσθηση ισορροπίας ανάμεσα στις ερμηνείες και την πλοκή- ένα θρίλερ που έδειχε ποιός είναι, μετά από παραγγελιές 20ετίας και μια καριέρα με σκαμπανεβάσματα για γερό στομάχι. Μετά από αυτό το θρίλερ, πέρασε δύσκολα χρόνια. Όχι πως δεν σκηνοθετούσε- το αντίθετο, εξακολούθησε να είναι παραγωγικός, και οικονομικός, συνήθεια που διατήρησε μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από τον έκανε επιτυχία ή όχι. Ωστόσο, μέχρι το Bird, του 1988, διέσχιζε τα είδη χωρίς να πείθει, και με περιορισμένη ανταπόκριση. η σκηνοθετική καριέρα του εστεμμένου πλέον Κλιντ Ίστγουντ δεν ήταν καθόλου σίγουρο χαρτί.

Το Breezy, που δεν είχα δει ποτέ, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, μια κουκίδα στην πρώιμη φιλμογραφία του, που επανακυκλοφορεί και στην Ελλάδα σε DVD και Blu-ray, που σας συστήνω, και που δεν σήμαινε τίποτε. Το χάζεψα γνωρίζοντας εκ των υστέρων και εκ των αποτελεσμάτων του βέβαια, πως ο Ίστγουντ δεν είναι απλώς ο ηλιοκαμένος πιστολέρο του Σέρτζιο Λεόνε που το δοκιμάζει το χέρι του εκτός σπαγκέτι γουέστερν και σκληροτράχηλων περιπετειών, αλλά ένας κατά βάθος παλιομοδίτης filmmaker, που αποκαλύπτει πτυχές του γούστου και του χαρακτήρα του μέσα από υλικό τρίτων, σε ένα μετά-στουντιακό σύστημα, που έφερε στα μέτρα και τα κυβικά του σταδιακά και υπομονετικά.

O Κλιντ Ίστγουντ με την Κέϊ Λενζ στα γυρίσματα της ταινίας.

Το θέμα της ταινίας, η σχέση μιας τυπικά μπερδεμένης, όμορφης, ορφανής 19χρονης χίπισσας που κυκλοφορεί αδέσποτη και ωραία με την κιθάρα της στον ώμο και αναρωτιέται αν ο Θεός πέθανε (η εποχή γαρ...) με έναν αδέσμευτο γυναικά, τον Γουίλιαμ Χόλντεν κοντά στα 60, έχει αιχμή και υπόσχεται σκάνδαλο, αλλά ο Ίστγουντ, ώ ναι, το βλέπει ρομαντικά- θυμηθείτε τις Γέφυρες του Μάντισον. Παρότι το Breezy, που είναι το χαϊδευτικό της κοπέλας, και παραπέμπει σε μια άπιαστη, αναζωογονητική αύρα, δεν ταξιδεύει εύκολα πέρα από την εποχή του, ο κυνισμός του Χόλντεν και η αφέλεια της Κέϊ Λενζ, γεννιούνται από την οξυδέρκεια του Ίστγουντ, κι όχι μόνο από την προφανή διαφορά στην ηλικία, στις προθέσεις, τα βιώματα και τις προοπτικές τους. Ο Ίστγουντ πάντα έκανε  μικρές ταινίες, μερικές φορές μέσα σε μεγάλες παραγωγές, και η δύναμη του, από τότε, ήταν στο να εγγράφει τα διλήμματα χωρίς υπερδραματοποίηση, σαν τζαζ μπαλάντες ή οδηγοί επιβίωσης των παλιών ψυχών σε έναν κόσμο έτοιμο να τους παρεξηγήσει, να τους αγνοήσει ή να τους παραπετάξει.

Παρένθεση: Γνώριζα τη μουσική του Breezy από το σάουντρακ που υπογράφει ο Μισέλ Λεγκράν (μέσα στην ταινία, ακούγεται καλά το ποπ μελό θέμα, αλλά τίποτε παραπάνω που να αξίζει προσοχής. Τελείως τυχαία, ο καλός φίλος Ηλίας Ασλάνογλου μου έστειλε έναν τόνο CD για να ακούσω, ανάμεσα σε αυτά μια αντιπροσωπευτική συλλογή του Μισέλ Λεγκράν, σε ενορχήστρωση του ίδιου, με τη συμφωνική της Πράγας. Όλα αυτά τα compilations ανήκουν σε μια καθαρά "σαουντρακίστικη" εταιρεία, την γνωστή και καταξιωμένη Silva Screen, που ο Ηλίας αντιπροσωπεύει εδώ και λίγο καιρό, και, αν και δεν αποτελούν αυθεντικές εκτελέσεις, μαζεύουν διάσημα και αθάνατα κομμάτια, τα συνδυάζουν με άλλα, λιγότερο γνωστά αλλά εξαιρετικά στο δέσιμο τους με τα υπόλοιπα, και τα χωρίζουν ανά θεματική ενότητα ή ανά συνθέτη, με ιδιαίτερη επιμέλεια και εκτελεστική δεινότητα. Αναζητείστε τα, μαζί με original soundtracks, στο site της Rockarolla, που φτιάχνεται ωσονούπω και στα εναπομείναντα δισκοπωλεία φυσικά.

Sorcerer

του Γουίλιαμ Φρίντκιν

Η ιστορία πίσω από την ελεύθερη διασκευή του Μεροκάματου του Τρόμου του Ανρί Ζορζ Κλουζό (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το 1953) είναι γεμάτη τσακωμούς, πλημμύρες, τραυματισμούς και τσακισμένους εγωισμούς ανάμεσα σε ισχυρές προσωπικότητες, όπως περιέγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης του Sorcerer, Γουίλιαμ Φρίντκιν, πρόπερσι στο Φεστιβάλ Βενετίας, όταν παρουσίασε το επί σειρά ετών εξαφανισμένο του έργο, στη συνηθισμένη και πολύτιμη πρεμιέρα αποκαταστημένων ταινιών που προορίζονται κυρίως για σινεφίλ σπιτική απόλαυση υψηλής ποιότητας.

Μετά τον Άνθρωπο από τη Γαλλία και τον Εξορκιστή, ο Φρίντκιν κέρδισε πολλά χρήματα και ζούσε μια άνετη ζωή στην Καλιφόρνια, αλλά του έλειπε η ταλαιπώρια και το βάσανο, γι' αυτό και πήγε γυρεύοντας με μια προβληματική παραγωγή, τελείως nitty-gritty, όπου τα λεφτά δεν έφταναν και τα ατυχήματα περίσσευαν, παρά την εγγύηση των αμέσως προηγούμενων θεόρατων επιτυχιών του. Όταν βγήκε με τα χίλια ζόρια η ταινία στα σινεμά, το 1977, λίγοι την είδαν και ακόμη λιγότεροι την επαίνεσαν. Έμεινε στη μνήμη περισσότερο για την παράδοξη επιλογή της χρήσης ηλεκτρονικής μουσικής, που συνέθεσαν ειδικά για την ταινία οι Tangerine Dream.

Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν αγαπάει το Sorcerer περισσότερο από όλες τις ταινίες

Οι επαναλαμβανόμενοι συνθετικοί ήχοι των Dream, ένας πρωτότυπος υποκρουσιακός εφιάλτης που προηγήθηκε του απείρως πιό δοξασμένου synth soundtrack του Τζιόρτζιο Μόροντερ στο Εξπρές του Μεσονυχτίου, δεν είναι η μοναδική αρετή της ταινίας: Οι σκηνές με τα δύο φορτηγά που παλεύουν να διασχίζουν μια ετοιμόρροπη γέφυρα εν μέσω θεομηνίας στα τροπικά δάση είναι ωρολογιακά γυρισμένες, με αγωνία και ανάγλυφο το πάθος του Φρίντκιν να πάρει το μάξιμουμ από όλους, ακόμη κι από τα άψυχα αντικείμενα, ακόμη κι αυτή ήταν η τελευταία σκηνή που θα γύριζε ποτέ. Το μοντάζ είναι λίγο χασάπικο, οι χαρακτήρες φαίνονται λίγο άψυχοι και τυχαίοι (οι 4 πρωταγωνιστές που βρήκαν καταφύγιο σε μια πολιτικά φορτισμένη χώρα της Λατινικής Αμερικής και δέχτηκαν, μέσα στην αδιεξοδική απελπισία τους, να μεταφέρουν ληγμένη νιτρογλυκερίνη με καμιόνια-σακαράκες), η πλοκή είναι προσχηματική και όχι πάντα πειστική στην ασυνέχεια της, αλλά η σκηνογραφία μυρίζει πτωμαΐνη και η αίσθηση είναι, όπως πάντα επιθυμεί ο Φρίντκιν, επείγουσα και ιδρωμένη, όπως και οι διαφορετικοί φυγάδες.

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης αγαπάει το Sorcerer περισσότερο από όλες τις ταινίες και, αν και προσωπικά διαφωνώ (πρόχειρα φυλλομετρώντας τη φιλμογραφία, έχει γυρίσει τουλάχιστον πέντε καλύτερες από αυτήν) καταλαβαίνω πώς μεταφράζει το μεράκι, την προσωπική επένδυση, την ανάγκη μιας auteur-ίστικης εμμονής με ένα ιδιαίτερο θέμα που δεν υπακούει σε καθαρά αμερικανικό σενάριο, σε αδυναμία για μια δύσκολη γέννα, που θάφτηκε από το στούντιο και προσπεράστηκε με χαιρέκακο κυνισμό, ανάλογο του Ρόϊ Σάϊντερ, του Μπρυνό Κρεμέρ, του Φρανσίσκο Ραμπάλ και του Αμιντού, που συναποτελούσαν το καταδικασμένο κουαρτέτο των αντιηρώων. Όταν τελικά έφτασε το ένα από τα δύο οχήματα στην απόκοσμη, σχεδόν εξωγήινη συστάδα των μαγεμένων βράχων, το φιλμ είχε πάρει μια άλλη τροπή, κάτι ανάμεσα σε ζόμπι θρίλερ και ένα αδόκητο outtake από τον Εξορκιστή.  

Ο Φρίντκιν και ο Ίστγουντ εξακολουθούν να κάνουν σινεμά, πολλές δεκαετίες μετά το ξεκίνημα τους. Έχουν πάρει και οι δύο Όσκαρ σε διαφορετικές φάσεις και βίωσαν, σε αντίστροφα μοτίβα, την αποθέωση και τον παραγκωνισμό. Η προσωπική τους ζωή φανερώνει ρίσκο και διάθεση για πολλές εμπειρίες, που αποτυπώνονται σε χαρακτήρες που φλερτάρουν με τον κίνδυνο, τον θάνατο, αλλά και το θαύμα- αν υποθέσουμε πως είναι ένα μικρό θαύμα να αλλάξεις ρώτα την τελευταία στιγμή και να βγεις νικητής. Αμφότεροι θεωρούνται και είναι survivors, κάνοντας σλάλομ σε μια βιομηχανία που άλλαξε πολλά πρόσωπα και τους φέρθηκε με τον γνωστό νόμο, που ορίζει πως είσαι τόσο καλός όσο η τελευταία σου ταινία.

Ο Ίστγουντ, ως ηθοποιός, ορίστηκε πολύ από τον Σέρτζιο Λεόνε και τον Ντον Σίγκελ (οι ταινίες Beguiled και Coogan's Bluff κυκλοφορούν επίσης), ενώ ο Φρίντκιν, ένας καθαρόαιμος σκηνοθέτης με εξίσου αυξημένη τεστοστερόνη αλλά πιό μικρή θέα και σαφώς λιγότερη τρυφερότητα προς τις γυναίκες, προέβαλλε στους ηθοποιούς του την τραχιά πλευρά που βγάζει και τις συνεντεύξεις- τις δυο φορές που τον έχω συναντήσει, μιλούσε δυνατά και έξω από τα δόντια, περιέγραφε τον εαυτό του με συναρπαστικούς λεονταρισμούς που κυμαίνονταν από την μαρτυρική στοχοποίηση μέχρι τη μυθολογική αυτοαποθέωση, αλλά πάντα με άκρως ενδιαφέροντα παρασκηνιακά αφηγήματα και γενναία γνώμη. Για διαφορετικούς λόγους, η δεκαετία του '70 τους χαρακτηρίζει απόλυτα, και τα remasterings που κυκλοφορούν, τους δικαιώνουν και τιμούν την ψυχή του έργου τους.