Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Φιλιά εις τα παιδιά.

Ο Βασίλης Λουλές στο ντοκιμαντέρ του «Φιλιά εις τα παιδιά» συγκεντρώνει πέντε άγνωστες μαρτυρίες Ελλήνων Εβραίων που σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα, χάρη στην υιοθεσία τους από χριστιανικές οικογένειες.

Φιλιά εις τα παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε δει πολλές φορές προσεγγίσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια των παιδιών.

Πέρα από κάποιες ταινίες, σπάνια το βλέπεις αυτό σε ντοκιμαντέρ.

 

Δεν ενδιαφέρει, πιστεύετε;

Νομίζω πως τα τρέχοντα θέματα που έχουν σχέση με τα παιδιά, όπως η πείνα ή οι κακουχίες, μας απασχολούν περισσότερο και όχι τόσο τι συνέβαινε στην Κατοχή ή στον Εμφύλιο.

 

Επίσης, η ελληνική ιστοριογραφία ή έρευνα ελάχιστα έχει ασχοληθεί με τον αφανισμό των Εβραίων, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης...

Αυτό το διαπίστωσα και από τις συνεντεύξεις. Εγώ δεν το ήξερα καν, και φαντάσουότι μεγάλωσα στα Τρίκαλα. Ε, πρωτοέμαθα ότι υπάρχουν Εβραίοι όταν ήμουν 17 χρόνων και πήγα στο πάρτι μιας συμμαθήτριάς μου που ήταν Εβραία. Αυτοί οι άνθρωποι, μετά τον αφανισμό που υπέστησαν από τον πόλεμο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπέστησαν και έναν ακόμα, αυτόν της μνήμης. Συρρικνώθηκαν ως παρουσία και αφανίστηκαν ως μνήμη.Δεν υπάρχουν πια στην παράδοση και στην καθημερινότητα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

 

Ποιος είναι ο στόχος του ντοκιμαντέρ;

Δεν θέλησα να κάνω ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για την ιστορία των Εβραίων. Τα ιστορικά στοιχεία μπήκαν για να έχει ο θεατής μια σφαιρική εικόνα του θέματος. Βασική μου διάθεση και θέληση ήταν να δείξω πώς τα συγκεκριμένα παιδιά βίωσαν τον αποκλεισμό, τον τρόμο και την αγωνία. Πολλά από τα παιδιά αυτά άλλαξαν οικογένειες και θρήσκευμα, ώστε να προστατευτούν από χριστιανικές οικογένειες.

 

Αυτό ήταν κάτι που συνηθιζόταν;

Ήταν πάρα πολύ λίγα τα παιδιά που σώθηκαν. Τα πιο πολλά χάθηκαν, πήγαν με τις οικογένειές τους στο Άουσβιτς και δεν γύρισαν ποτέ. Αυτά τα λίγα που σώθηκαν ήταν εκείνα που οι γονείς τους ήταν καχύποπτοι και δεν πίστεψαν τα παραμύθια των Γερμανών. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Υπήρχαν αρκετοί που έφυγαν στα βουνά, αλλά η ταινία δεν ασχολείται μαζί τους. Η ταινία ασχολείται με τα παιδιά που βίωσαν τα παιδικά τους χρόνια κρυμμένα.

 

Δέχτηκαν εύκολα να μιλήσουν οι «πρωταγωνιστές»;

Όχι, γιατί καταρχάς εγώ δεν είμαι Εβραίος. Δεν με ήξεραν. Όταν ένας άνθρωπος έχει υποστεί τόσα και τόσα, γίνεται καχύποπτος. Σιγά-σιγά τους έπεισα, επειδή κατάλαβαν ότι με ενδιαφέρει πραγματικά. Όταν έφτασε η ώρα να βιντεοσκοπήσω τις συνεντεύξεις, ήξερα πού να εστιάσω και πώς να αποφύγω να παρουσιάσουν τη ζωή τους ως ένα fiction story, όπως κάνει κάθε άνθρωπος.

Ήθελα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πρωτογενές βίωμα. Είχα μελετήσει πολύ καλά την ιστορία τους. Είχα καταλάβει ποια είναι τα κλειδιά του καθενός. Έφτιαξα για τον καθένα ένα ξεχωριστό ερωτηματολόγιο δεκάδων σελίδων, έτσι που η ιστορία της δικής τους αλλά και της ευρύτερης κοινότητας να έχει μια συνειρμική λογική. Ξεκίνησα πολύ χαλαρά ώστε να μπουν στο κλίμα και να φτάσουν και σε πιο επώδυνες ερωτήσεις. Με κάποιους άλλους ήξερα ότι έπρεπε να ξεκινήσω κατευθείαν από τις επώδυνες, να μην τους αφήσω να παρασυρθούν από τα λεγόμενά τους.

 

Μετά το πέρας της Κατοχής, επέστρεψαν στα ήθη και τα έθιμα τους;

Δεν υπήρχε προσπάθεια από τους χριστιανούς που τους έκρυψαν να τους προσηλυτίσουν. Όσοι το κάνανε, ήταν για να προστατέψουν τα παιδιά και να μην ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Μπορεί να πήραν χριστιανικά ονόματα, μπορεί κάποιοι να χρειάστηκε να πάνε και εκκλησία. Δεν έγιναν ποτέ χριστιανοί, το μόνο που εισέπραξαν ήταν αγάπη και θαλπωρή. Τα παιδιά αυτά δεν έζησαν μόνο τον τρόμο και την αγωνία αλλά και στοργή και αγάπη. Γνώρισαν και στιγμές ανεμελιάς. Παρόλο τον τρόμο, παρέμειναν παιδιά, γελάγανε, κυνηγούσαν πουλιά, παίζανε...

 

Είναι δηλαδή λιγότερο βάρβαρος ο πόλεμος για τα παιδιά;

Είναι διαφορετικός. Ο τρόμος, όμως, είναι διάχυτος.

 

Δεν φοβούνται τα παιδιά, όμως, λιγότερο τον θάνατο;

Τον ξεχνάνε γιατί αποσπώνται διαρκώς από καινούργια πράγματα. Τη μια στιγμή μπορεί να τρέμεις και να φοβάσαι, αλλά την άλλη ένα ασήμαντο περιστατικό μπορεί να σε κάνει να ξεχαστείς και ν’ αφιερωθείς σε αυτό. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία με τον Μάριο που πέρασε όλο το βράδυ στην αγκαλιά της μάνας του, κλαίγοντας επειδή δεν ήθελε να την αποχωριστεί, αλλά το επόμενο πρωί που ξύπνησε σε ένα σπίτι στην ύπαιθρο ήταν γι’ αυτόν μια άλλη μέρα: ένας ήλιος έλαμπε. Είχε ξεχάσει το δράμα που έζησε.

Η στιγμή της συνειδητοποίησης δεν θα τους γέμισε ενοχές; Το ότι αυτοί επέζησαν τελικά.

Αυτά τα παιδιά πέρασαν τέσσερις μήνες, αφότου τέλειωσε ο πόλεμος, περιμένοντας τους συγγενείς τους. Το τραγικό γι’ αυτούς, το μεγάλο σοκ, ήταν που δεν γύρισε κανείς. Ολόκληρες συνοικίες στη Θεσσαλονίκη άδειασαν. Τα παιδιά έμειναν με την αίσθηση ενός ατελούς πένθους. H ζωή, όμως, στο τέλος νικάει. Και από εκεί βγαίνουν και οι ενοχές. Γιατί όταν αυτοί μεγάλωσαν κι έκαναν τη ζωή τους, είπαν «κοίταξε να δεις, εγώ σώθηκα, ενώ δεκάδες άλλοι φίλοι και συγγενείς μου χάθηκαν. Γιατί;».

 

Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα τόσο μεγάλο γεγονός, χωρίς να πέσεις σε συγκινησιακές ευκολίες;

Δεν είναι εύκολο, απλώς είχα πάντα ένα κριτήριο. Στα πέντε χρόνια που έκανα την ταινία πέρασα από πάρα πολλές διακυμάνσεις. Αυτό που είχα, όμως, σταθερό ήταν ότι ήξερα πως δεν ήθελα άλλη μια ιστορία για το Ολοκαύτωμα, αλλά μία που να εκτυλίσσεται στη σκιά του. Επίσης, το κέντρο ήταν το παιδικό βλέμμα και, επιπλέον, υπήρχε κάτι που πάντα κάνω στις ταινίες μου: αποφυγή των προφανών συγκινήσεων. Είμαι μινιμαλιστής στην ποσότητα συναισθήματος που πουλάω.

 

Είναι εμφανείς στα σπίτια τους οι αναμνήσεις;

Όχι, ευτυχώς οι άνθρωποι δεν είναι μουσεία. Εφόσον επέζησαν, προσπάθησαν να ζήσουν και να χαρούν όλα αυτά που τους έφερε η ζωή. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είναι άνθρωποι-μουσεία. Μάλιστα, μερικά σπίτια με απογοήτευσαν, γιατί τα περίμενα πιο ατμοσφαιρικά.

 

Νιώθουν αδικημένοι για κάτι σήμερα;

Από τη μία νιώθουν αδικημένοι για ό,τι τους συνέβη και από την άλλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς που τους σώσανε. Δεν νιώθουν ότι γλίτωσαν από τύχη αλλά από τις πράξεις κάποιων άλλων. Όταν τους ρώτησα αν υπάρχει Θεός, μου απάντησαν ότι υπάρχει, γιατί ναι μεν αφάνισε ορισμένους, αλλά έστειλε κάποιους που έσωσαν τους ίδιους.

 

Τι νόημα έχει σήμερα να παιχτεί αυτή η ταινία στις αίθουσες;

Πέρα από το επίκαιρο του πράγματος, ότι δηλαδή θυμίζει εγκλήματα που έγιναν από φασίστες και ναζί, που δεν πρέπει να ξαναγίνουν, θυμίζει επίσης και κάποιες αξίες που πρέπει να ξαναβρούμε, όπως αυτές της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, που πρόσφεραν κάποιοι άνθρωποι στους Εβραίους και μερικοί το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Επίσης, το μήνυμα ότι μπορείς να βρεις σ’ ένα ζοφερό περιβάλλον πράγματα που θα σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα είναι σημαντικό. Είναι μια ταινία που σαφώς μιλάει για τις διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες Εβραίοι, αλλά μιλάει και για τη γενναιότητα κάποιων που έσωσαν τους συνανθρώπους τους. Πάνω απ’ όλα, είναι μια ταινία για την παιδική ηλικία, για το πώς η παιδική ηλικία στα μάτια

όλων μας είναι ένας χαμένος παράδεισος ή μια χαμένη κόλαση. Ενώ οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην ταινία είναι πια μεγάλης ηλικίας, πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι σου μιλάνε παιδιά. Αυτό το βλέπεις ακόμα και στα πρόσωπά τους. Για να γίνει αυτό σημαίνει ότι τη στιγμή που μιλάγανε επέστρεψαν ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν και τότε. Και για να μπορείς να γυρνάς εκεί πρόκειται όντως για έναν χαμένο παράδεισο ή μια χαμένη κόλαση. Ίσως ακόμα περισσότερο με ενδιέφερε ο δρόμος μέσω του οποίου ξαναγυρνάς εκεί.

Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς) την Κυριακή 25 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί. Τον Ιανουάριο θα προβληθεί και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος