Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μια συγκλονιστική ιστορία χαμών κι ένα ποίημα με αφορμή τα 75 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης

Νεκροί στα πεδία της μάχης, εγκλήματα πολέμου, στοιχειά και θρύλοι

Μια συγκλονιστική ιστορία χαμών κι ένα ποίημα με αφορμή τα 75 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης
Τα αδέλφια von Blücher. Ο Wolfgang, ο Leberecht και ο Hans (πηγή: en.rightpedia.info/wiki)

Η Μάχη της Κρήτης, που αφορά στην κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου του 1941, αποτελεί μία ξεχωριστή στιγμή όχι μόνο για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια ιστορία. Η ναζιστική Γερμανία με τη φασιστική Ιταλία από τη μια μεριά και η Ελλάδα με τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία από την άλλη βρέθηκαν μπροστά σε μιαν άνιση, όσο και ιδιότυπη μάχη με χιλιάδες νεκρούς, και ακόμη περισσότερους τραυματίες ή αγνοούμενους και από τα δύο μέτωπα. (Δείτε τις φωτογραφίες από το site του ΓΕΣ).

Υπάρχουν πολλά, μικρά και μεγαλύτερα, περιστατικά που συνδέονται με τη Μάχη της Κρήτης –τη μεγαλύτερη αποβατική επίθεση από αέρος (ένα πύρρειο επίτευγμα της Luftwaffe) με ταυτόχρονη κατάληψη εδάφους, που είχε γνωρίσει έως τότε ο κόσμος– κι ένα απ’ αυτά τα περιστατικά το είχε διηγηθεί ο δημοσιογράφος Γιώργος Παπαδάκης στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Νέα Κρήτη», την 18/5/2012. Πρόκειται για την απώλεια των γιών της Κόμισσας von Blücher (φον Μπλίχερ), που ήταν απόγονος του στρατάρχη Gebhard Leberecht von Blücher (γνωστός και ως Πρίγκιπας του Wahlstatt), του νικητή του Ναπολέοντα στο Βατερλώ (1815) και ήρωα της νεότερης Γερμανίας.

Υπάρχουν πολλά, μικρά και μεγαλύτερα, περιστατικά που συνδέονται με τη Μάχη της Κρήτης –τη μεγαλύτερη αποβατική επίθεση από αέρος (ένα πύρρειο επίτευγμα της Luftwaffe) με ταυτόχρονη κατάληψη εδάφους, που είχε γνωρίσει έως τότε ο κόσμος

Με βάση λοιπόν αυτή τη διήγηση, την 21η Μαΐου 1941 τριάντα γερμανοί αλεξιπτωτιστές παγιδεύονται κάπου νότια του αεροδρομίου του Ηρακλείου. Ανάμεσά τους και ο 24χρονος υπολοχαγός, κόμης Wolfgang von Blücher, που αν και τραυματίας κατευθύνει θαρραλέα την ομάδα του, που είναι αποκλεισμένη από μέρος του συμμαχικού σκωτσέζικου τάγματος Black Watch. Το μακελειό είναι βασανιστικό. Οι Γερμανοί αργά αλλά σταθερά αποδεκατίζονται, καθώς τα πυρομαχικά και το διαθέσιμο νερό τελειώνουν, όταν συμβαίνει ξαφνικά κάτι αναπάντεχο. Ένας νεαρός γερμανός ιππέας, που είχε πατήσει στην Κρήτη με το δεύτερο κύμα των αλεξιπτωτιστών, παίρνει την απόφαση να κάνει το παράτολμο. Να προσπαθήσει να ανεφοδιάσει τους παγιδευμένους στρατιώτες, περνώντας μέσα από τα συμμαχικά πυρά. Ήταν ο 17χρονος Hans-Joachim von Blücher που δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την αποκοτιά του, καθώς εκτελείται από τις ριπές των Σκωτσέζων σχεδόν μπροστά στα μάτια τού αδελφού του.

 

Όπως σημειώνει ο Παπαδάκης στη Νέα Κρήτη… «ο μόλις 17 ετών εθελοντής, δεκανέας, κόμης Χανς Γιοακίμ φον Μπλίχερ, θυσιάστηκε μάταια. Ως το επόμενο πρωί ο αδελφός του και όλοι οι αλεξιπτωτιστές του ήταν νεκροί».

Ένας θρύλος θέλει, έκτοτε, τον Hans-Joachim von Blücher να έχει στοιχειώσει, καλπάζοντας το σούρουπο στους αγρούς της περιοχής, πιστός στο καθήκον. Να μεταφέρει, με αυταπάρνηση, νερό και πυρομαχικά στον αποκλεισμένο αδελφό του…

Παρά ταύτα η τραγωδία για τους von Blücher δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, αφού την ίδια μέρα, την 21η Μαΐου 1941, ο τρίτος αδελφός, ο δεκανέας Leberecht von Blücher χάνεται από προσώπου γης και κηρύσσεται αγνοούμενος. Αν και είχαν υπάρξει μαρτυρίες πως τον είχαν δει να σκοτώνεται σε μάχη, εντούτοις το (νεκρό) σώμα του δεν θα βρεθεί ποτέ.

Τέσσερις εβδομάδες αργότερα τα «νέα» φτάνουν στην κόμισσα Gertrud von Blücher, η οποία πληροφορείται το θάνατο και των τριών γιών της, την ίδια μέρα, στη Μάχη της Κρήτης. Και όμως, παρά τους τρεις χαμούς, η ειμαρμένη δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει τον κύκλο της. Τρία χρόνια αργότερα ο τέταρτος γιός τής κόμισσας, ο Adolf Graf von Blücher, ο οποίος είχε γλιτώσει από τον πόλεμο (είχε καταταγεί στο Ναυτικό), θα βρεθεί νεκρός κι εκείνος στα δάση του Mecklenburg, στη Γερμανία, σε μια παρτίδα κυνηγιού.

Η σθεναρή αντίσταση των Κρητικών έναντι των κατακτητών, δεν πέρασε, όπως είναι γνωστό, χωρίς συνέπειες. Χωρίς εκείνα τα στυγερά εγκλήματα εννοώ, τα οποία σημαδεύουν ακόμη τον τόπο και την ιστορία του.

Έτσι, λίγες μέρες πιο μετά, την 2/6/1941, στο χωριό Κοντομαρί των Χανίων εκτελείται από τους Γερμανούς ανεξακρίβωτος, ακόμη, αριθμός ανδρών σε αντίποινα για την αντίσταση που παρουσίασαν οι Κρητικοί κατά τη διάρκεια της απόβασης. Η εκτέλεση γίνεται από ομάδα αλεξιπτωτιστών υπό τον ανθυπολοχαγό της Luftwaffe Horst Trebes. (Δες τις σχετικές φωτογραφίες που έχουν δημοσιευτεί παλαιότερα, την 28/3/2015, και στο LiFO.gr).

Νεκρολογία για τα αδέλφια von Blücher σε γερμανική εφημερίδα (πηγή: en.rightpedia.info/wiki)

Η Σφαγή στο Κοντομαρί υπήρξε ένα από τα πιο τρανά διατεταγμένα εγκλήματα πολέμου τού επίσημου γερμανικού στρατού (και όχι των παραστρατιωτικών των Ες-Ες ας πούμε), κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα μόλις το 1980, όταν ο δημοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος ανακάλυψε στα κρατικά γερμανικά αρχεία τα αρνητικά που είχε τραβήξει από τη Σφαγή ο γερμανός φωτογράφος Franz-PeterWeixler. Μέρος των συγκλονιστικών φωτογραφιών είχε πρωτοδημοσιευτεί εκείνη την εποχή στον Ταχυδρόμο. Μεταξύ των δεκάδων νεκρών… οι τέσσερις γιοί της Δασκαλάκαινας και οι τρεις της Βαλαβάναινας.

 

Τον Απρίλη του 2013 είχε πέσει στα χέρια μου το τεύχος #99 του καλού περιοδικού Εντευκτήριο, που τυπώνει στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Κορδομενίδης. Σ’ εκείνο το τεύχος ανθολογούνταν ποιήματα του σημαντικού κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη – ανάμεσά τους και ένα που είχε τίτλο «Στον Άδη Τρεις και Κάθονται», και που συμπεριλαμβανόταν στη συλλογή «Στη Γλώσσα της Υφαντικής» [Μεταίχμιο, Αθήνα 2013]. Ο Χαραλαμπίδης είχε διαβάσει το άρθρο του Παπαδάκη στη Νέα Κρήτη και είχε εμπνευστεί ένα ποίημα για τα γεγονότα, με αναφορές στη δημοτική παράδοση, συμπληρώνοντας με ανατριχιαστικές εικόνες…

 

ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΝΤΑΙ

Στον Άδη τρεις και κάθονται μανάδες πικραμένες,

δυο με κρουσμένα σωθικά, σαν Κοντομαριούσες

μ’ εφτά παιδιά στο θάνατο (παραγγελιά του Τρέμπες)

κι η τρίτη με ξανθά μαλλιά – η κόμησσα φον Μπλίχερ.

 

Άλλες ψυχές εκεί κοντά, ο πρίγκιπας του Βάλστατ

που ’χε του Μότσαρτ τ’ όνομα κι ο Χανς ο αυτάδελφός του,

δεν πέσαν απ’ τον ουρανό τη γη για να ποτίσουν

παρά για να θεριέψουνε του Γ Ράιχ τη δόξα.

Μαζί μ’ αυτούς κι ο Λέμπερεχτ, της μάνας του καμάρι,

που ’ναι χαμένος σε χασιά, τση Κρήτης τα φαράγγια

κι ουδένας είδε τ’ άβατο της ξέβαφης ζωής του.

 

Σαν είπανε στην κόμησσα επίσημα η Λουφτβάφε

για τον τρανό ξολοθρεμό και των τριών παιδιών της

γκρεμίστηκαν οι πύργοι της, πέσανε τα μαλλιά της,

χρυσή ροδιά ξεράθηκε, ταράχτηκε η μιλιά της.

 

Μόνη αμυδρή μικρή χαρά, μαζί και περηφάνια,

που ο Χανς, παρότι πιο μικρός, στα δεκαφτά του χρόνια,

καβάλα σ’ άλογο έτρεχε –κι ήλιος εφτά κοντάρια–

νερό στα χείλια κι άρματα να πρόφταινε στον Βόλφγκανγκ.

 

Κάποιοι του τόπου χωρικοί ως σήμερα θωρούνε

μέσα στα σπάρτα κάποτε τον Χανς σαν Άι-Γιώργη

και να καλπάζει σ’ άλογο, ας ειν’ κι επιταγμένο.

 

Αυτά είναι δώρα της καρδιάς για μάνα πικραμένη.

Γυρνά στη Δασκαλάκαινα και μ’ αρχοντιά της κρένει:

«Για σε, καλή, τα τέσσερα παιδιά σου θα τα κάνω

δυο κόμητες, δυο πρίγκιπες κι ακόμα παραπάνω.

 

Και συ, των Βαλαβάνηδων η ζυμωμένη λύπες,

εδώ τελειώνουν τα βουνά – σε βρήκα και με βρήκες.

Στον Άδη μέσα κατοικούν τα βάσανα του κόσμου·

πάρε από μένα τη χαρά και συ τη λύπη δος μου.»