Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κίμωλος: Το πανέμορφο νησί με τους κρυμμένους θησαυρούς

Μια επίσκεψη στο αρχαιολογικό μουσείο του νησιού και στο πανάρχαιο πλέγμα μονοπατιών του.

Κίμωλος: Το πανέμορφο νησί με τους κρυμμένους θησαυρούς



Η ΚΙΜΩΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. Το ήσυχο νησί του Αιγαίου ξεχωρίζει όχι μόνο για τις παρθένες παραλίες, τη γαστρονομία, τα γραφικά ψαροχώρια, τα τοπία άγριας ομορφιάς και τους βραχώδεις λόφους του αλλά και για τους ανεκτίμητους κρυμμένους θησαυρούς του.


Ένας απ' τους πιο ενδιαφέροντες τρόπους για να γνωρίσεις έναν τόπο είναι να τον περπατήσεις και η Κίμωλος προσφέρεται γι' αυτό, καθώς τη διατρέχει ένα πανάρχαιο πλέγμα μονοπατιών. Περπατώντας, θαυμάζεις το φυσικό κάλλος, την απέραντη θέα στο Αιγαίο, τις γεωλογικές εκπλήξεις, το αρχέγονο τοπίο των Κυκλάδων, καθώς και τα σπουδαία πολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία του.


Πολλά μονοπάτια είναι λιθόστρωτα ή κινούνται ανάμεσα σε ξερολιθιές, ενώ υπάρχουν και τμήματα μονοπατιών λαξευμένα στο βραχώδες έδαφος. Μονοπάτια παλιά, φτιαγμένα από ανθρώπους που μοχθούσαν να φτάσουν σε κάθε άκρο του νησιού, εκμεταλλευόμενοι κάθε σπιθαμή γης.


Περπατώντας, διακρίνεις εύκολα τα κατάλοιπα της αγροτικής ζωής και της εξορυκτικής δραστηριότητας. Είναι συγκινητικό το ότι ακόμα και σήμερα συναντάς ανθρώπους που καλλιεργούν τα χωράφια τους και μετακινούνται με άλογα ή γαϊδουράκια. Φυσικά, στο τέλος κάθε διαδρομής ανταμείβεσαι με μια βουτιά στα πεντακάθαρα νερά ερημικών παραλιών, που σου μένει αξέχαστη.

Στις αρχαίες πηγές αναφέρεται ελάχιστα και το όνομά της συνδέεται κυρίως με την περίφημη κιμωλία γη, την ορυκτή λευκή άργιλο που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα και στη συνέχεια για αιώνες σε φαρμακευτικά και καλλυντικά σκευάσματα για τον καθαρισμό του σώματος και των ενδυμάτων.


Ο πανέμορφος μικρόκοσμος του νησιού της άγονης γραμμής προσφέρει ένα μαγευτικό ταξίδι στον χρόνο. Στο Χωριό της Κιμώλου, απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας βρίσκεται το αρχαιολογικό της μουσείο. Στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό, διώροφο οίκημα, από τα παλιότερα του Χωριού, και στις αίθουσές του εξερευνάς και μαθαίνεις την πολύτιμη ιστορία αυτού του νησιού.

Η μόνιμη έκθεση περιλαμβάνει ευρήματα κυρίως από τις ανασκαφές στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης της Κιμώλου στη θέση Ελληνικά.


Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, αντικρίζεις την αρχαία ιστορία της Κιμώλου, η οποία ξεκινά από την ύστερη νεολιθική εποχή και περιλαμβάνει εκθέματα, κείμενα και προβολή ταινίας, ενώ άκρως εντυπωσιακή είναι η αναπαράσταση αρχαίας ταφής, όπως βρέθηκε κατά την ανασκαφή της, που είναι τοποθετημένη κάτω από διάφανο δάπεδο.


Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνιμη έκθεση περιλαμβάνει ευρήματα κυρίως από τις ανασκαφές στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης της Κιμώλου στη θέση Ελληνικά, αλλά και από παραδόσεις και περισυλλογή από διάφορες θέσεις του νησιού, που καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα.

Σε επίκαιρη γεωγραφική θέση και στην πορεία θαλάσσιων δρόμων, η Κίμωλος, μαζί με τη Μήλο, τις ακατοίκητες Πολύαιγο και Αντίμηλο και πολυάριθμες μικρότερες νησίδες γύρω και ανάμεσά τους, ανήκει στην ηφαιστειογενή νησιωτική συστάδα που οριοθετεί τη νοτιοδυτική είσοδο στο Αιγαίο. Είναι μικρή σε έκταση, άνυδρη, με βραχώδεις απόκρημνες ακτές στα βόρεια και λίγες πεδινές εκτάσεις κυρίως στα νότια.

Ένας στενός πορθμός τη χωρίζει από την κατά πολύ μεγαλύτερή της Μήλο και παρότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται στη «σκιά» της, υπήρξε ανέκαθεν αυτόνομη και ανεξάρτητη. Διατηρεί το αρχαίο της όνομα, που το οφείλει στον οικιστή της, τον Κίμωλο, όπως λέει ο μύθος. Ο Πλίνιος την αναφέρει και ως Εχινούσα. Τον 16ο αιώνα, οι χαρτογράφοι της Δύσης την ονομάζουν «Αρζεντιέρα, δηλαδή αργυρή, από τις ασημένιες ακτές της ή από τη φήμη ότι στο νησί υπήρχαν μεταλλεία αργύρου», διαβάζω στο ενημερωτικό σημείωμα του μουσείου.

Στις αρχαίες πηγές αναφέρεται ελάχιστα και το όνομά της συνδέεται κυρίως με την περίφημη κιμωλία γη, την ορυκτή λευκή άργιλο που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα και στη συνέχεια για αιώνες σε φαρμακευτικά και καλλυντικά σκευάσματα για τον καθαρισμό του σώματος και των ενδυμάτων.

Για την κιμωλία γη ο Γάλλος φυσιοδίφης G.S. Sonnini γράφει το 1778, μεταξύ άλλων: «Οι περισσότεροι Έλληνες του αρχιπελάγους δεν χρησιμοποιούν κανένα άλλο υλικό για να πλένουν τα ρούχα και έχουν παρατηρήσει ότι γίνονται λευκότερα όταν χρησιμοποιούν θαλασσινό νερό για να διαλύσουν αυτήν τη γη, που το σημερινό της όνομα είναι "πηλός τση Νιας", από το όνομα της τοποθεσίας απ' όπου την παίρνουν. Τη φορτώνουν σε πλοία που τη μεταφέρουν σε άλλα νησιά και σε διάφορους τόπους της Ανατολής. Παίρνουν αυτήν τη γη που έχει ποτιστεί από το νερό της θάλασσας και την πλάθουν σε μικρές επιμήκεις μάζες που τις αφήνουν να ξεραθούν».

Σκύφος


«Για το αρχαίο παρελθόν της Κιμώλου οι γνώσεις μας είναι προς το παρόν λιγοστές, βασισμένες κυρίως στα στοιχεία που ιχνηλατούνται μέσα από τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όσα έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς από τις περιορισμένες έως σήμερα αρχαιολογικές έρευνες. Επιφανειακά ευρήματα προϊστορικών χρόνων πιστοποιούν την ανθρώπινη παρουσία στο νησί κατά τη νεότερη νεολιθική εποχή (τέλη 6ης - τέλη 4ης χιλιετίας π.Χ.) και την πρώιμη εποχή του χαλκού στις θέσεις Στέντα, Κέδρος, Πρόβαλμα, η τελευταία με πλήθος προϊστορικών εργαλείων από μηλιακό οψιανό και κυρίως πυριτόλιθο αλλά και πυρήνων και απορριμμάτων από την επεξεργασία τους. Η έντονη παρουσία τέχνεργων από πυριτόλιθο οφείλεται στην ύπαρξη του πετρώματος στην ίδια την Κίμωλο και στην απέναντι Πολύαιγο, απ' όπου δεν αποκλείεται να τον προμηθεύονταν τα άλλα νησιά. Από την Κίμωλο, με άγνωστη την ακριβή θέση εύρεσης, προέρχεται επίσης βιολόσχημο μαρμάρινο ειδώλιο της Πρωτοκυκλαδικής I Περιόδου, το οποίο εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας» λέει στη LiFO η αρχαιολόγος Πέγκυ Πάντου.


Κατά την ύστερη εποχή του χαλκού, ευρήματα που προέρχονται πιθανότατα από κατεστραμμένους θαλαμωτούς τάφους υποδεικνύουν την ύπαρξη μυκηναϊκής εγκατάστασης στα Ελληνικά κατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.Χ. και στις αρχές του 11ου αι. π.Χ. Στο ξεκίνημα των ιστορικών χρόνων φαίνεται ότι φτάνουν και κατοικούν στην Κίμωλο Δωριείς από τη Λακωνία.


«Ενδείξεις ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριότητας στο νησί, από τα χρόνια αυτά και έως την ύστερη αρχαιότητα, εντοπίζονται σε διάφορες θέσεις. Στο Παλιόκαστρο, το πιο ψηλό βουνό του νησιού, διακρίνονται κάτω από την πυκνή βλάστηση ερείπια αρχαίου τείχους, τμήματα τοίχων, πηγάδια, δεξαμενές και αυλάκια λαξευμένα στον βράχο. Στα Σιδεροκάψια, τα υπολείμματα μεταλλευτικών εργασιών αλλά και η ίδια η ονομασία της θέσης υποδηλώνουν αρχαία εγκατάσταση μεταλλείων σιδήρου. Στη Στέντα, στο Καλαμίτσι και στο Αμόνι επιφανειακά ευρήματα μαρτυρούν δραστηριότητα τουλάχιστον από τον 8ο αι. π.Χ. Στα Ελληνικά, η ύπαρξη νεκροταφείου του 8ου αι. π.Χ. τεκμηριώνει αναμφίβολα την ύπαρξη ενός σύγχρονού του οικισμού στην περιοχή. Καθώς δεν έχουν εντοπιστεί κτιριακά κατάλοιπα, δεν είναι γνωστό αν η κατοίκηση στον χώρο υπήρξε αδιάκοπη, δηλαδή αν στη θέση κάποιας προϊστορικής εγκατάστασης ιδρύθηκε ο οικισμός των γεωμετρικών χρόνων –πιθανότατα ο κύριος οικισμός του νησιού– που αποτέλεσε ίσως τον πυρήνα γύρω από τον οποίον αναπτύχθηκε η μεταγενέστερη πόλις της Κιμώλου» επισημαίνει η κ. Πάντου.

Πρόβαλμα. Φωτ.: kimolistas.gr


Και συμπληρώνει: «Οι έντονες γεωλογικές μεταβολές που αποτυπώνονται στην περιοχή των Ελληνικών φανερώνουν ότι η αρχαία εικόνα του τόπου δεν ταυτίζεται με τη σημερινή και είναι πιθανό σε κάποια από αυτές να οφείλεται η καταστροφή και εγκατάλειψη της θέσης. Κτιριακά κατάλοιπα της ανεξερεύνητης αρχαίας πόλης είναι σήμερα ορατά στον βυθό της θάλασσας και στη νησίδα Άγιος Ανδρέας ή Δασκαλειό, που απέχει περίπου 400 μ. από την ακτή, κάποτε όμως ήταν ενωμένη με αυτήν. Κατά μήκος της ακτής εντοπίζονται τμήματα του αρχαίου νεκροταφείου με λακκοειδείς και θαλαμωτούς τάφους λαξευμένους στο μαλακό ηφαιστειογενές έδαφος, η μακρόχρονη σύληση των οποίων, σε συνδυασμό με την εξορυκτική δραστηριότητα στην περιοχή τα νεότερα χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους σε μεγάλο βαθμό».

Ενδεικτικά είναι τα κείμενα των ξένων ταξιδιωτών του 18ου και 19ου αιώνα που φτάνουν στην Κίμωλο και επισκέπτονται τα Ελληνικά.


«Την επομένη της άφιξής μας στην Κίμωλο, οι προεστώτες μάς οδήγησαν σε μια τοποθεσία, σε απόσταση πάνω από μία λεύγα από την πόλη, στα δυτικά του νησιού, κοντά στη θάλασσα, όπου διακρίναμε θραύσματα κεράμων και πήλινων αγγείων, που από μόνα τους θα ήταν αρκετά να μας υποδείξουν τη θέση της αρχαίας πόλης [...] είδαμε καμιά σαρανταριά λάκκους, σκαμμένους τον έναν κοντά στον άλλον, και σε μικρή απόσταση, πάνω σε έναν λοφίσκο, κι άλλους λάκκους, που μας φάνηκε ότι είχαν ανασκαφεί πρόσφατα [...] Σε μία από τις πλευρές του λοφίσκου υπήρχε ένα τετράγωνο άνοιγμα, που μας οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου βρήκαμε τέσσερις απλές σαρκοφάγους [...] Η ανακάλυψη αυτή μας έδωσε την ιδέα να κάνουμε ανασκαφές [...] τα πρώτα χτυπήματα του φτυαριού μάς έδωσαν μερικά πήλινα ειδώλια, χονδροειδή και σε κακή μάλλον κατάσταση διατήρησης, έναν βάτραχο, μία σφίγγα και έναν πετεινό, καθώς και ένα μικρό ετρουσκικού τύπου αγγείο με λαβή. [...] αποφασίσαμε να περιοριστούμε εκείνη την ημέρα στις πρώτες μας δοκιμές και να επανέλθουμε την επομένη με καμιά εικοσαριά εργάτες, για να σκάψουμε ολόκληρο τον λοφίσκο και να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε κάποια κατακόμβη, όπου να μην είχε μπει κανείς πριν από εμάς», G.A. Olivier, 1794.


«Η αρχαία θέση της πόλης της Κιμώλου έχει ερευνηθεί και στο παρελθόν από αρχαιοκάπηλους [...] Στη στεριά υπάρχουν θεμέλια σπιτιών, τάφοι και σπηλιές που εκτείνονται σε μεγάλη απόσταση κατά μήκος της ακτής, τα οποία δεν φαίνεται ακόμη να έχουν εξαντληθεί ως τόπος αναζήτησης θησαυρών, γιατί, καθώς βαδίζαμε, βρήκαμε σχεδόν θαμμένη στην άμμο μια καλοπλασμένη κύλικα με γυαλιστερό βερνίκι που φαίδρυνε τις καρδιές μας και μας έκανε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας περιχαρείς», J.Th. Bent, 1882.


Πάντως, ένας απ' τους κυριότερους πόλους έλξης του νησιού είναι πράγματι η περιοχή των Ελληνικών, η οποία είναι ακριβώς δίπλα σε μία από τις καλύτερες παραλίες της Κιμώλου, τα Μαυροσπήλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί, φορώντας μάσκα, δεν διστάζουν να εξερευνήσουν ενδελεχώς τα ερείπια στον βυθό της θάλασσας. Τάφοι, σπίτια, πηγάδια και τείχη μαρτυρούν έναν πολιτισμό που ανθούσε πριν από έναν μεγάλο σεισμό που χρονολογείται στη μυκηναϊκή περίοδο ή πιθανόν και νωρίτερα.


Οι περιορισμένες ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί κατά καιρούς στη νεκρόπολη των Ελληνικών αποκάλυψαν ελάχιστους αδιατάρακτους τάφους. Τα ευρήματα, ωστόσο, παρά τον μικρό αριθμό και τον αποσπασματικό χαρακτήρα τους, μαρτυρούν τη συνεχή χρήση του χώρου έως τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. Στα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς περιλαμβάνονται κυρίως πήλινα αγγεία, ενώ δεν λείπουν τα ειδώλια, οι λύχνοι και τα μετάλλινα αντικείμενα που λειτουργούν ως καθρέφτης της ζωής των κατοίκων της αρχαίας πόλης, δείχνοντάς μας ότι οι Κιμώλιοι που έζησαν εδώ δεν αποτελούσαν μια απομονωμένη κοινωνία αλλά είχαν επαφές και σχέσεις τόσο με τις υπόλοιπες Κυκλάδες όσο και με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της εποχής τους.

Σήμα κατατεθέν της Κιμώλου είναι το Σκιάδι, ένα τεράστιο πέτρινο μανιτάρι που αποτελείται από 70 είδη πετρωμάτων.


Ένα ψήφισμα του 3ου αι. π.Χ. προς τιμήν ενός δικαστή από την Κάρυστο, που έδωσε λύσεις στις διαφορές των πολιτών, αποτελεί έως σήμερα τη μόνη πηγή γνώσης για το πολίτευμα της πόλης, που είχε δημοκρατικό χαρακτήρα, με κυρίαρχα σώματα τη Βουλή και τον Δήμο. Από το ίδιο ψήφισμα μαθαίνουμε και για την ύπαρξη ιερού της θεάς Αθηνάς στην πόλη.


Επίσης, δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε η ζωή στην αρχαία πόλη κι αν η κατοίκηση μεταφέρθηκε σε κάποια άλλη θέση, πιο ασφαλή. Το νησί ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων Κυκλάδων και ίσως, όπως κάποιοι υποθέτουν, να ερήμωσε τελείως για ένα διάστημα.


Είναι πιθανό, στα τέλη του 16ου αιώνα, να ιδρύθηκε στα ΝΑ του νησιού ένα οχυρωμένο συγκρότημα οικιών, το Κάστρο, στην αντίθετη πλευρά από την αρχαία πόλη, σε μικρή απόσταση από τον ασφαλή όρμο της Ψάθης. Η παράδοση λέει πως δώδεκα οικογένειες Σιφνιών εγκαταστάθηκαν εδώ και διάλεξαν τη θέση ώστε να βλέπουν την πατρίδα τους. Γύρω από αυτό το Κάστρο αναπτύχθηκε σταδιακά ο σύγχρονος οικισμός.


Παράλληλα, ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το βόρειο τμήμα του νησιού. Εκεί, στα υπέροχα μονοπάτια της Κιμώλου, παρατηρεί κανείς δεκάδες σπηλιές, φυσικές ή λαξευμένες, στην κορυφή και στις πλαγιές του βουνού και άλλες ημιβυθισμένες στη γύρω θαλάσσια περιοχή. Μάλιστα, σήμα κατατεθέν της Κιμώλου είναι το Σκιάδι, ένα τεράστιο πέτρινο μανιτάρι που αποτελείται από 70 είδη πετρωμάτων. Αυτό το σπάνιο φυσικό μνημείο, το οποίο έχει ενταχθεί στον Άτλαντα Γεωλογικών Μνημείων του Αιγαίου, βρίσκεται στα δυτικά του υψώματος του Σκλάβου, στο βορειοδυτικό τμήμα της Κιμώλου.


Η Κίμωλος, γοητευτική, αμόλυντη και ήσυχη, με λίγους μόνιμους κατοίκους, παραμένει ένα από τα νησιά της άγονης γραμμής του Αιγαίου που συνεχίζει να ταξιδεύει στον χρόνο, διατηρώντας πολλά μυστικά.