Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η φανερή γοητεία της ομοψυχίας

Το νεοελληνικό σαβουάρ βιβρ, έδωσε εν τέλει την άδεια σ’ ένα νέο επίμαχο θέμα να παρεισφρήσει στις συζητήσεις μας. Το έκανε μάλλον αναγκαστικά. Ανάμεσα σε καφέδες, τηλεφωνήματα και e mails, οι μάσκες έπεσαν, τα χαρτιά άνοιξαν και τα άδεια μας πορτοφόλια βρέθηκαν σε κοινή θέα. Έχουμε όλοι λιγότερα χρήματα και, πλέον, όλοι το συζητάμε. Ένα ταμπού λιγότερο στην Ελλάδα, λοιπόν.


Κυριακή πρωί. Η Δ. βρίσκεται σε καλό ζαχαροπλαστείο των βορείων προαστίων, που μυρίζει βανίλια και περγαμόντο. Μόλις έχει επιλέξει ένα κάροτ κέικ, για να το πάει στην οικογενειακή συγκέντρωση της εξαδέλφης της, Ε. Η ιδιοκτήτρια με το ευχάριστο ύφος και την κολλαριστή ποδιά, το ζυγίζει προσεκτικά, χτυπά την τιμή και δηλώνει στη Δ.: 38 ευρώ, παρακαλώ. Η Δ. μένει κόκαλο. Κόκαλο έμεινα κι εγώ όταν μου το διηγήθηκε, μια και δεν ήμουν μπροστά στη σκηνή. Και δεν αποσβολώθηκα μόνο με την τιμή, αλλά και με το ότι η Δ. θεώρησε φυσιολογικό να μου τη σχολιάσει. Κοιτάζω τη φίλη Δ., με το ακριβό της ρολόι και τα καλοχτενισμένα της μαλλιά, την καλή δουλειά και την πάντα ‘καθώς πρέπει’ συμπεριφορά και αναρωτιέμαι αν, στα 20 χρόνια που την ξέρω, έχει ποτέ μοιραστεί μαζί μου κάτι ανάλογο. Είμαι σίγουρη πως όχι.

Σ’ αυτή τη νέα εποχή, όπου τα ψιλά έχουν γίνει δυσεύρετα και το μάτι όλων έχει αγριέψει, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές στο πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων είναι η απενοχοποίηση της φτώχιας, της στενότητας, της τσίμα τσίμα κατάστασης, βρε αδερφέ. «Δεν έχω λεφτά για έξω, δεν έρχεστε σπίτι για μακαρονάδα;». «Δεν πάω βόλτα στα μαγαζιά, γιατί δεν μπορώ να αγοράσω ούτε βρακί από το Ζ.». «Εννοείται κλέβω wifi από το γείτονα. 30 ευρώ το μήνα, είσαι καλά;» Και βέβαια, ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν μιλάμε –ακόμη- για φτώχια πραγματική. Μιλάμε για στρίμωγμα, για δυσκολία, για προσεκτική κατανάλωση και σφικτό προϋπολογισμό, για νέες καταναλωτικές συνήθειες, όπως μου λέτε και θα συμφωνήσω. Όλοι το ζούμε και, επιτέλους, όλοι το συζητάμε.

Όταν ήμουν φοιτήτρια είχα περισσότερα χρήματα στο πορτοφόλι μου απ’ όσα έχω σήμερα. Αλλά, κι αν τύχαινε να μην έχω, δεν το έλεγα, το άφηνα να περάσει. Πριν από μια δεκαετία βγαίναμε για φαγητό σε υπερεκτιμημένα, υπερτιμημένα, υπερβολικά μοδάτα εστιατόρια κι ακόμη κι αν αντιλαμβανόμασταν ότι η ποιότητα του φαγητού ήταν κάτω του μετρίου, δεν μας περνούσε από το μυαλό να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Πριν από 2-3 χρόνια ακόμη, όταν το πάρκινγκ αυτοκινήτων στου Ψυρρή, Σάββατο βράδυ, είχε φθάσει τα 15 ευρώ, δεν σταματήσαμε να παίρνουμε το αυτοκίνητο, δεν σταματήσαμε να βγαίνουμε βράδυ. Η κατάσταση έτσι ήταν. Και το αφήναμε να περάσει. Τώρα τελευταία όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και τα στόματα έχουν ανοίξει. Μοιραζόμαστε τον πόνο μας, γκρινιάζουμε, γελάμε και, κυρίως, δεν ντρεπόμαστε να συζητήσουμε γι’ αυτό. Δεν είμαστε πλέον ‘υπεράνω’, ό,τι τέλος πάντων κι αν νομίζαμε ότι σημαίνει αυτό. Με τη φίλη και συνοδοιπόρο Μ. κλαιγόμαστε πλέον ανοικτά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, που δεν αφήνει περιθώρια για προσωπικά έξοδα. Ο Κ. μου ανακοίνωσε περιχαρής πως κουρεύει ο ίδιος το φίλο του Δ. (και όχι μόνο με τη μηχανή, παρακαλώ), εκτοπίζοντας το κουρείο από το μπάτζετ του μήνα. Η Γ. ετοιμάζει μόνη της γλυκά και φαγητά για το πάρτι της κόρης της (και για τα πάρτι μερικών φίλων). Ο Κ. άφησε το αυτοκίνητο και παίρνει 2 συγκοινωνίες για να φθάσει κάθε πρωί στη δουλειά του. Η Ν. φτιάχνει μόνη της ψωμί. Και ο Γ., πίτσα. Κανείς δε λέει ότι το κάνει μόνο γιατί του αρέσει, γιατί του είναι εύκολο, γιατί προστατεύει το περιβάλλον ή γιατί στον ελεύθερο χρόνο του έχει χόμπι ν’ απλώνει τραχανά και ν’ ανοίγει φύλλο για πίτα. Αντίθετα, όλοι παραδέχονται ότι το κάνουν (και) για οικονομία. Χωρίς να κοκκινίζουν και χωρίς να ντρέπονται. Don’t be a fashionista, be a budgetista, όπως λέει και ένα καινούριο πονηρά σκεπτόμενο σλόγκαν, που δεν έχασε την ευκαιρία.

Όλο και περισσότεροι δανειζόμαστε, ανταλλάσσουμε, αλληλοβοηθιόμαστε. Και το κάνουμε γιατί το συζητάμε. Διστακτικά στην αρχή, υπαινικτικά ίσως. Ολοένα όμως και πιο ανοικτά. «Εσένα, η δουλειά σου επηρεάστηκε από την κρίση;», με ρώτησε μια μαμά, την ώρα που περιμέναμε τα παιδιά μας έξω από το μάθημα. Λίγο καιρό πριν μπορεί να εισέπραττα αυτή την ερώτηση ως αδιακρισία, ειδικά από έναν άνθρωπο που δεν ήξερα ούτε το όνομά του. Τώρα πάντως την εξέλαβα ως ψιλοκουβέντα με ουσία, με ανοικτά χαρτιά, ως έκφραση αμοιβαίας συμπάθειας και κοινού προβληματισμού. Μια μικρή συνομωσία, ενάντια σε όλα όσα μας ζορίζουν, ένα αχνό τείχος συμπαράστασης απέναντι στις «οι Έλληνες πρέπει να χαμηλώσουν το βιοτικό τους επίπεδο» δηλώσεις, μια συζήτηση φυσιολογικών ανθρώπων με ίδια προβλήματα, σε μια εποχή ασαφειών και χοντράδας, σε μια μέρα δύσκολη.