Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αγαναχτισμένοι ο ένας με τον άλλον

Απο τις μούντζες στη Βουλή στις μούντζες μεταξύ μας

Αν και η αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους στα χρόνια της κρίσης υπάρχει (σ.σ Βουβή, υπόγεια, διακριτική, με σκυμμένο το κεφάλι όπως πρέπει να είναι η αλληλεγγύη) στην επιφάνεια έχει κάνει την εμφάνιση της εδώ και καιρό ο φθόνος. Απροκάλυπτος γεμάτος θράσος και έπαρση δεν μπορεί και (το χειρότερο όλων) δεν προσπαθεί καν να κρυφτεί. Απλώνεται ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες της κοινωνίας. Ένα «κλικ» και το λαμπάκι ανάβει κόκκινο. Μια κίνηση και η εκτόξευση κατηγοριών για αχρηστία, ανικανότητα και λαμογιά «πετάγονται» από τον ένα πολίτη στον άλλον. Ένας «εμφύλιος» με μόνα όπλα τις λέξεις.

Την περασμένη εβδομάδα παρατηρούσα τον συνήθως ήρεμο φούρναρη της γειτονιάς μου. Τοποθετούσε την φραντζόλα μέσα στην σακούλα σαν να έβαζε χειροβομβίδα λέγοντας σε μια γυναίκα: «Είναι κλειστή η Μεσογείων. Για τα λαμόγια, τα λαμόγια που πληρώνουμε μια ζωή. Όλους, όλους να τους πετάξει εξώ». Οι φλέβες του τεντώνονταν στον λαιμό του και η γυναίκα τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια γιατί μάλλον πρώτη φορά τον είχε δει έτσι.

Σκηνή σε ένα σπίτι πριν μερικές μέρες: Ένα φίλος μου εκπαιδευτικός σε γυμνάσιο δέχεται όλο το μένος για την ανικανότητα του συστήματος εκπαίδευσης της χώρας μας. Μου λέει: «Είχαμε μαζευτεί για τον αγώνα. Και ξαφνικά αρχίζουν να μου επιτίθενται και οι δυο με τέτοιο τρόπο λες και τους σκότωσα την μάνα. Ειδικά ο ένας με τρέλανε. «Ναι ρε 600 ευρώ που παίρνει ο νεοδιόριστος αρκετά είναι. Γιατί ρε. Τι κάνετε πια και θέλετε να πληρώνεστε παραπάνω. Και πολλά σας δίνουν». Δεν άντεξα άλλο να τους ακούω. Σηκώθηκα και έφυγα».

Τι δουλειά έκανε ο θερμόαιμος; Ανακοινώνει εξώσεις και κολλάει στην πόρτα το χαρτάκι. Πάντα με την ίδια ηδονή και το ρόλεξ στον καρπό.

Και προχθές κάτω από την πανσέληνο, ακούω από το διπλανό τραπέζι από κύριο κομψό και σοβαρό γύρω στα σαράντα: «Χέστηκα ρε μαλάκα για τους γέρους. Να τους κόψει ρε όσο μπορεί και πρέπει. Πόσο θα ζήσουν; Τι σκατά πληρώνουμε όλα αυτά τα χρόνια; Που πήρανε τις συνταξάρες και κάθονται και τα ξύνουν και εγώ πληρώνω και πληρώνω».

Δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε εντύπωση που κάποιος θέλει να πετάξει τους γέρους στον Καιάδα. Μιλάμε άλλωστε για την εποχή που ο «Καιάδας» έχει λόγο στην Βουλή.

Δεν είναι μόνο αυτά τα περιστατικά. Είναι μια γενικότερη αίσθηση των τελευταίων μηνών ότι για όλα φταίει ο διπλανός μας έτσι και τολμήσει να παραπονεθεί, να διεκδικήσει τα αυτονόητα, να μιλήσει για τις δυσκολίες της εποχής. Το βλέπεις εκεί έξω, το βλέπεις και στις συζητήσεις στο ίντερνετ. Το βάρος της αγανάχτησης των πολιτών μεταφέρθηκε από τους πολιτικούς στον διπλανό του. Αυτονόητο: Ο στόχος είναι ευκολότερος και η εκτόνωση γρηγορότερη.

Και σίγουρα είναι μια πανέξυπνη τακτική των κυβερνώντων να ενισχύουν αυτό το παιχνίδι της αγανάχτησης που παίζουν οι πολίτες μεταξύ τους με την βοήθεια των αγαπημένων τους media. Θα έλεγε κανείς ότι έχουν κάτσει στην κερκίδα και μας παρακολουθούν να δίνουμε τον καθημερινό αγώνα αγανάχτησης ο ένας με τον άλλον. Με αυτό τον τρόπο παίρνουν παράταση τα όσα υποσχέθηκαν. Πόσο όμως θα αντέξουμε να παίζουμε αυτό το παιχνίδι; Όπως φαίνεται έχουμε αρκετές αντοχές ακόμα.