Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Tα παιδάκια που παίζουν

Κάθε φορά κι από ένας. Μέχρι να μείνουν δυο παιδιά και μία καρέκλα

Tα παιδάκια που παίζουν

Η μουσική παίζει.

Τα παιδιά γυρνούν γύρω απ' τις καρέκλες.

Ξαφνικά η μουσική σταματά.

Τα παιδιά τρέχουν να καθήσουν.

Αυτός που δε θα προλάβει βγαίνει απ' το παιχνίδι.

Κάθε φορά κι από ένας.

Μέχρι να μείνουν δυο παιδιά και μία καρέκλα.

Αυτός που θα προλάβει να καθήσει είναι ο νικητής.

Στο παιχνίδι με τις καρέκλες, τις μουσικές καρέκλες.

Η Κατίνα, η Ελένη κι ο Κωνσταντίνος πρόλαβαν και κάθησαν.

Οι καρέκλες τους είναι μαρμάρινες.

Με τα ονόματά τους σκαλισμένα στη ράχη.

Να μην μπερδεύονται -

δεν είναι σωστό να κάθεσαι στην καρέκλα του άλλου.

Στο παλαιό νεκροταφείο της Νέας Ιωνίας κάθονται.

Στο Βόλο.

Ο τάφος -τραπεζαρία των παιδιών της οικογένειας του Νικολάου Κοντού.

Στη μέση ένα τραπέζι. Στρωμένο.

Η Κατίνα ήταν δεκάξι.

Η Ελένη δεκαοκτώ.

Ο Κωστάκης έντεκα-δώδεκα, κάπου εκεί.

Λένε πως ένα σαμιαμίδι έπεσε στο γάλα,το ήπιαν και φαρμακώθηκαν.

Κάποιοι μίλησαν για φυματίωση.
Για τύφο.

Ακόμη και για μάγια.

Εγώ, πάλι, είμαι σίγουρη ότι έπαιζαν μουσικές καρέκλες.

Και νίκησαν κι οι τρεις.

Λένα Πλάτωνος, Τα παιδάκια που παίζουν. Πάνω σε στίχους του Καρυωτάκη.