Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τι γίνεται όταν φτάσει στα δικαστήρια μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης;

Η ιστορία του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν έφερε ξανά το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο προσκήνιο. Τι γίνεται όμως με τις γυναίκες που αποφασίζουν να φτάσουν την υπόθεσή τους στα δικαστήρια; Η δικηγόρος Μαρία Παρέντη απαντά

Τι γίνεται όταν φτάσει στα δικαστήρια μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης;

Το σκάνδαλο με τις απανωτές καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση που έκαναν δημόσια γνωστές ηθοποιοί κατά του διάσημου παραγωγού ταινιών Χάρβεϊ Γουάινσταϊν ξανάφερε στην επικαιρότητα ένα ζήτημα που για τη μεγάλη πλειονότητα των θυμάτων δεν έχει το χολιγουντιανό «γκλάμουρ» αυτής της ιστορίας, ούτε βέβαια τη δημοσιότητά της. Αυτές συνήθως είναι νεαρές γυναίκες (σπανιότερα άντρες), ανειδίκευτες, χαμηλόμισθες, που μπορεί να έχουν μόλις προσληφθεί σε μια απαξιωμένη, στριμωγμένη και αβέβαιη αγορά εργασίας. Το τελευταίο που θα ήθελαν είναι να μείνουν άνεργες και να τους βγει και το «όνομα» – διότι ακόμα κι αν συναντούσαν «ευήκοα ώτα», είναι αμφίβολο αν θα είχαν τα ψυχικά αποθέματα ή/και την ευχέρεια να αναζητήσουν δικαστικά το δίκιο τους.

Οι αριθμοί

Όπως στις περισσότερες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα οι περισσότερες γυναίκες που παρενοχλούνται βρίσκονται χαμηλά στην εργασιακή ιεραρχία. Έρευνα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) έφερε ένα 10% των εργαζόμενων γυναικών στην Ελλάδα να δηλώνει ότι έχει υποστεί προσωπικά σεξουαλική παρενόχληση την ώρα της δουλειάς, ενώ ένα 30% ανέφερε ότι γνωρίζει τουλάχιστον μία συνάδελφο που βρέθηκε σε αυτήν τη δύσκολη θέση. Εννοείται ότι δεν αναφερόμαστε στο απλό, το έστω λίγο τολμηρό φλερτ, αλλά σε εκείνο το επίμονο «πέσιμο» που όλοι όσοι το έχουν βιώσει ξέρουν πολύ καλά να διακρίνουν με την πρώτη.


Άνδρας μέσης ηλικίας, έγγαμος, μορφωμένος και ιεραρχικά ανώτερος (εργοδότης, προϊστάμενος, επιστάτης, αφεντικό) είναι ο «συνήθης ύποπτος», μεταξύ 16 και 25 ετών είναι οι περισσότερες από τις μισές θιγόμενες, ενώ οι δράστες δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στις νεοπροσληφθείσες (κοντά στο 40% των περιπτώσεων). Συχνά οι προτάσεις αυτές συνοδεύονται από υποσχέσεις για «χάρες», επαγγελματικά ανταλλάγματα ή δώρα. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις σπανίως δίνουν προσοχή σε τέτοια περιστατικά, μολονότι ο φόβος της παρενόχλησης συχνά συνεπάγεται μειωμένη απόδοση, οι δε συνάδελφοι των θιγόμενων κάνουν συνήθως τα στραβά μάτια – οπότε επόμενο είναι οι δράστες συχνά να υποτροπιάζουν. Εξάλλου είναι ένα φαινόμενο που δεν πηγάζει απλώς από «υπερβάλλοντα» ερωτικό ζήλο, κυρίως πρόκειται για άσκηση και επιβολή σχέσεων εξουσίας, για την (αυτο)επιβεβαίωση της επαγγελματικής, κοινωνικής αλλά και έμφυλης ισχύος του δράστη. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που μόλις μία στις δέκα περιπτώσεις προχωρά δικαστικά – στις υπόλοιπες, οι θιγόμενες είτε αναγκάζονται να παραιτηθούν (επτά στις δέκα περιπτώσεις) είτε απολύονται. Υπόψη ότι τα παραπάνω στοιχεία αλιεύτηκαν πριν από την οικονομική κρίση, περίοδο που θεωρείται ότι αυξήθηκαν αυτά τα περιστατικά, καθώς και η δυσκολία των θυμάτων να αντιδράσουν υπό το φάσμα της εργασιακής επισφάλειας.

Μέχρι και έξι στις δέκα εργαζόμενες Ελληνίδες (ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή) έχουν υποστεί κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης. Υπάρχουν επίσης άντρες θύματα τέτοιων συμπεριφορών, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας, όμως τα ποσοστά εδώ είναι πολύ μικρότερα, ένας για δέκα γυναίκες.

Πόσες γυναίκες το αναφέρουν;

«Δυστυχώς, αληθεύει ότι λίγες εργαζόμενες που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση αναζητούν νομική προστασία κι ακόμα λιγότερες συνεχίζουν δικαστικά. Είχα μερικές τέτοιες πελάτισσες. Ήρθαν, μιλήσαμε, ζήτησαν συμβουλές, όμως καμιά τους ως τώρα δεν έχει προχωρήσει σε αγωγή. Άλλωστε, όποτε βρίσκομαι στο δικαστήριο, σπανίως διαπιστώνω να εκδικάζεται μια τέτοια υπόθεση» μου λέει η δικαιωματική δικηγόρος Μαρία Παρέντη που, επιπλέον, θεωρεί εντελώς ανυπόστατη την αντίληψη ότι κάποια θύματα ενδεχομένως ψεύδονται προκειμένου να εκβιάσουν πράγματα και καταστάσεις: «Αν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, πρόκειται σίγουρα για εξαιρέσεις. Ποια γυναίκα θα μπει στη διαδικασία να εκτεθεί με αυτό τον τρόπο, όταν ακόμα και θύματα σοβαρής παρενόχλησης την αποσιωπούν, ακριβώς επειδή φοβούνται τον κοινωνικό διασυρμό, τον στιγματισμό τύπου "δεν μπορεί, θα τα 'θελε κι αυτή"; Ή μήπως προσλαμβάνουν εύκολα εργαζόμενη που τολμά να ξύνει τέτοια θέματα; Ακόμα και οι δικαστές, μερικές φορές, δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία σε τέτοιες καταγγελίες. Οπότε λένε "άσε, τώρα, πού να μπλέκω". Έπειτα, μιλάμε για προσβολή όχι μόνο της αξιοπρέπειας αλλά και της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου, ένα θέμα εξαιρετικά λεπτό. Εδώ μέχρι και άνδρες που έχουν υποστεί παρενόχληση διστάζουν να το πουν, αναλογιζόμενοι τι θα πει ο κόσμος! Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου υπάρχει ισχυρή νομική προστασία για τα θύματα τέτοιων περιπτώσεων, οι καταγγελίες είναι αναλογικά περισσότερες. Όμως και στην Ελλάδα ο νόμος προστατεύει τις θιγόμενες, κάτι που πολλές αγνοούν και είναι σημαντικό να γνωρίζουν: αντίθετα απ' ό,τι γενικά συμβαίνει, το τεκμήριο της αθωότητας εδώ δεν ισχύει, αφού o νόμος 3488/2006 ορίζει ότι ο καταγγελλόμενος ως δράστης υποχρεώνεται να αποδείξει εκείνος την αθωότητά του».

Τι προβλέπει η οδηγία της Κομισιόν;

Σύμφωνα με τη σχετική οδηγία της Κομισιόν, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας ορίζεται ως «διακριτική μεταχείριση με βάση το φύλο όταν λαμβάνει χώρα μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, σχετική με το φύλο, με την πρόθεση ή με αποτέλεσμα να προσβληθεί η αξιοπρέπεια του προσώπου και/ή να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον εκφοβισμού, εχθρικό ή ενοχλητικό και ιδιαιτέρως αν η απόρριψη ή η υποταγή του προσώπου σε μια τέτοια συμπεριφορά χρησιμοποιείται ως κριτήριο για λήψη απόφασης η οποία να επηρεάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο». Έρευνες καταγράφουν μεγάλα ποσοστά σεξουαλικής παρενόχλησης διαφόρων μορφών –από τις ελαφρύτερες, τύπου πιεστικά λεκτικά υπονοούμενα, έως τις πιο βαριές, από προκλητικές χειρονομίες μέχρι απόπειρες ή και περιστατικά βιασμού– στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και στις ανεπτυγμένες, σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 30% και 50%. Φαντάσου τι γίνεται παραέξω.

Στα δικαστήρια

Λίγες αναλογικά περιπτώσεις φτάνουν στα δικαστήρια, ακόμα λιγότερες στην Ελλάδα. Συγκεκριμένος αριθμός τέτοιων καταγγελιών στη χώρα δεν υπάρχει. Η ΕΛ.ΑΣ. δεν κρατά αρχείο τέτοιων υποθέσεων και ανάλογα με τη βαρύτητά τους τις κατατάσσει σε άλλες κατηγορίες αδικημάτων, ενώ κάποια θιγόμενη/-ος μπορεί επίσης να απευθυνθεί στην 24ωρη γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων για τη βία κατά των γυναικών γενικότερα, στην Επιθεώρηση Εργασίας αλλά και στον Συνήγορο του Πολίτη – και αυτές εμφανίζουν αυξητική τάση πανευρωπαϊκά. Όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία θεωρεί τη σεξουαλική παρενόχληση αδίκημα σύμφωνα με οδηγία που εξέδωσαν η Ευρωβουλή και το Συμβούλιο Υπουργών ύστερα από πρόταση της επιτρόπου Άννας Διαμαντοπούλου, μέχρι και έξι στις δέκα εργαζόμενες Ελληνίδες (ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή) έχουν υποστεί κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης. Υπάρχουν επίσης άντρες θύματα τέτοιων συμπεριφορών, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας, όμως τα ποσοστά εδώ είναι πολύ μικρότερα, ένας για δέκα γυναίκες.


Υπόψη ότι ο ελληνικός ποινικός κώδικας προβλέπει φυλάκιση από 3 μήνες έως 5 χρόνια (ανάλογα με την περίπτωση) για τους «θερμόαιμους» εργοδότες/-τριες, όμως πολύ σπάνια εφαρμόζεται, ενώ με τις ποινές αυτές «δεν αξιολογούνται σε καμία περίπτωση οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει για τη ζωή του ατόμου μια τέτοια πράξη», όπως σημείωνε σε σχετική της εισήγηση η Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης, υπογραμμίζοντας, ταυτόχρονα, την ιδιαίτερη σημασία των πολιτικών πρόληψης τέτοιων περιστατικών. Η εκπαίδευση, η πρόληψη, η νομική προστασία αλλά και η αποφασιστικότητα κάθε θιγόμενου ατόμου, όπως εκφράζεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είναι τα καλύτερα εχέγγυα για τον δραστικό περιορισμό τέτοιων σεξιστικών συμπεριφορών στους εργασιακούς χώρους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO