Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ιπτάμενοι τσίροι πάνω απ την πόλη

Ο Τσέλιος πέταξε την ποδιά έβαλε το κοκάλινο γυαλί και ξεκίνησε για τα ψώνια,αυτό ήταν ένα κομμάτι της δουλειάς που του άρεζε πολύ, όταν ξεκίνησε να γίνει μάγειρας νόμιζε ότι θα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραφαν στην τηλεόραση

Ιπτάμενοι τσίροι πάνω απ την πόλη



Το Σάββατο το μεσημέρι ο Τσέλιος είχε κέφια, λιγες ώρες δουλειάς ακόμα και μετά θα απολάμβανε ένα διήμερο ρεπό. Η πόλη ήταν άδεια, όπως θα έπρεπε να είναι και δεν υπήρχε πολύ δουλειά στην κουζίνα.

"Aφεντικό είναι ώρα να φάμε θα πάω να πάρω μερικές προμήθειες από το Καπάνι και θα σε κάνω σπέσιαλ μεζέ",  είπε ο Τσέλιος βγάζοντας την ποδιά.

"Πήγαινε ρε Τσελιο και αν δεις κανα τουρίστα από αυτούς που μας έταξε ο Μπουτάρης, φέρ'τον και από δω να τον βαλσαμώσουμε" είπε γελώντας ο αφεντικός.


Ο Τσέλιος πέταξε την ποδιά, έβαλε το κοκάλινο γυαλί και ξεκίνησε για τα ψώνια,,αυτό ήταν ένα κομμάτι της δουλειάς που του άρεζε πολύ, όταν ξεκίνησε να γίνει μάγειρας νόμιζε ότι θα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραφαν στην τηλεόραση --ο χαρούμενος μάγειρας ξυπνάει το πρωί και πάει στην αγορά να επιλέξει τα ψάρια και τα λαχανικά για τους πελάτες του ανταλλάσοντας φιλοφρονήσεις με τον γελαστό μανάβη και πειράγματα για το ποδόσφαιρο. 




Μέτα είδε τα φορτηγά που φέρνουν προϊόντα και κατάλαβε ότι δεν θα είναι ακριβώς ετσι, ειδικά σε μεγάλα εστιατορια, ευτυχώς εκεί που δουλεύει τώρα μπορεί να ψωνίζει ότι θέλει μόνος του και φυσικά παίρνει και ιδέες για καινούργιες συνταγές.


"Θα κάνω τηγανητά κολοκυθάκια με κουρκούτι μπύρας  θα κάνω μια χωριάτικη σαλάτα με κανά περίεργο τυρί από αυτά που θα μου δώσει η Λευκή, θα πάρω και παστουρμά θαλάσσης και νομίζω ότι είμαστε εντάξει" είπε μπαίνοντας στο αγαπημένο του μαγαζί που είναι χωμένο κάπου στο Καπάνι.




"Πώς παν' τα κέφια Λευκή?"
"Κεσάτια", απάντησε γελώντας η Λευκή.


Είναι μεγάλο προτέρημα για κάποιον να χαμογελά ακόμα και όταν όλα δεν πάνε καλά, σκέφτηκε κοιτάζοντας την Λευκή πίσω από την πραμάτεια της.


"Και αυτά που κρέμονται τι είναι?"





"Τσίρος καπνιστός παιδάκι μου, από πού κατέβηκες, μόνο ζυγούρια τρώγατε στο χωριό σου?", του είπε
"και δεν με λές πως τα φτιάχνουμε αυτά?"
"Θα τα βάλεις μια νύχτα σε μαξιλαροθήκη με ξύδι και το επόμενο μεσημέρι θα τα καψαλίσεις στο γκαζάκι"
"Ναι, και μετά θα δω και ποια θα παντρευτώ, άντε βαλε να δοκιμάσω, θα κάνω κι εγώ τις αλχημείες μου και θα σου πω αν μ αρεσε... Βάλε και λίγο παστουρμά θαλάσσης  (είναι ένα προϊόν που παράγεται με τα μπαχαρικά που ξέρουμε, του κλασικού παστουρμά, απλά η βασική του ύλη είναι το ψάρι) --βάλε και από το τυρί το περίεργο που μου δίνεις, το κασκαβάλι Σαμοθράκης (από το τούρκικο kaskaval, έναν τύπο κασεριού κοινό σε Ανατολίτες και Βαλκάνιους) και είμαστε οκ!"




Γυρίζοντας στο μαγαζί ο Τσέλιος έκανε το κουρκούτι και τηγάνισε τα κολοκύθια. Μόλις έκοψε και την σαλάτα και κάθισαν να φάνε,  πλάκωσε κόσμος στο μαγαζί και κατάφεραν να φάνε δυο ώρες αργότερα. "Αυτή ειναι η μοίρα του μάγειρα", σκέφτηκε.

 

'Ομως δεν τον ένοιαζε και πολύ, γιατί είχε μπροστά του το διήμερο ρεπό που θα άρχιζε σε λίγο, έπρεπε να οργανώσει και το ελεύθερο κάμπινγκ στην μυστική παραλία κάπου στην Χαλκιδική, ιστορία που θα διαβάσεις  ελπίζω στην ξαπλώστρα σου κάποια άλλη Δευτέρα του Αυγούστου. 

Ακουγοντάς το καινούργιο κομμάτι των Θεσσαλονικιών LIebe απο τον επερχόμενο τους δίσκο, το οποίο έγινε ήδη τραγούδι του καλοκαιριού και ας εχει τρεις μέρες που  βγήκε....