Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αυτό το ανεντόπιστο ίχνος

Η δολοφονία του 16χρονου ήταν απλώς η αιματηρή σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει με πάταγο

Αυτό το ανεντόπιστο ίχνος

Του Αποστόλη Αρτίνου από τα λεξήματα

Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη του 08 στην Αθήνα έλαβε χώρα σε μια εγκαταλελειμμένη σκηνή, σ' ένα τοπίο ρημαγμένο από την αποϊδεολογικοποίηση και την αποπολιτικοποίηση, απ' αυτή την «απόσυρση του πολιτικού». Δεν ήταν μόνο μια βίαιη "συναισθηματική αντίδραση" για τη δολοφονία του 16χρονου, η δολοφονία ήταν απλώς η αιματηρή σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει με πάταγο, ήταν κάτι περισσότερο, ένας ενστικτώδης σπασμός. Το έδαφος ήταν γόνιμο. Στην εξουσία βρισκόταν μια δεξιά και ανίκανη κυβέρνηση, ένας πρωθυπουργός αδιάφορος στα καθήκοντα του, υπουργοί που νέμονταν ληστρικά το δημόσιο χρήμα, η αστυνομική βία, η τραπεζική ασυδοσία, η χειραγώγηση της δικαιοσύνης, η αναξιοκρατία, αλλά και μια διεθνής οικονομική κρίση που ερχόταν για να δοκιμάσει καθοριστικά τις αντοχές αυτού του χρεοκοπημένου συστήματος. Ένας καλπάζων μαρασμός που διασκόρπιζε τα καρκινικά του κύτταρα σε όλο το σώμα της κοινωνίας, ήδη αυτό αποχαυνωμένο από την τηλεοπτική αγλωσσία. Από την άλλη είχαμε ένα αφασικό γεγονός, αυτό το νεκροζώντανο παρών μιας αριστερής ρητορείας, που επιχειρούσε να εγκολπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ένας αμήχανος λόγος, εγκλωβισμένος στην αμυντικότητα των θέσεων του, μια ιστορικά τελειωμένη υπόθεση, που επιχειρούσε πάνω σε ένα φλεγόμενο μαγματικό έδαφος να στήσει το εννοιολογικό του καλύβι. Φυσικά και έγινε στάχτη. Οι εκλογές που ακολούθησαν κατέγραψαν μετριοπαθώς και αυτή την καταστροφή.


Το σκηνικό στηνόταν μεθοδικά ήδη από τη δεκαετία του 70 (Ρήγκαν, Θάτσερ). Αυτή η νέα κοινωνιολογία της κατανάλωσης, η ανθρωπολογία του οργίου. Εκείνο που καθόρισε τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν μια οργιώδης μεγέθυνση. Μια μεγέθυνση που επιτάχυνε το πραγματικό, όλες τις μορφές του πραγματικού. Την παραγωγή, την κατανάλωση, τον πλούτο, το χρέος, τις προσδοκίες. Μια υπεραναπλήρωση. Και ένας κορεσμός. Και μετά τι; Μετά η επανάληψη, λέει ο Baudrillard. Με την προϋπόθεση όμως της διαθεσιμότητας του σεναρίου, κάτι που δεν προκύπτει αυτή την στιγμή, τη στιγμή αμέσως "μετά το όργιο". Το δυνητικό σώμα της οικονομίας καθώς ξεφουσκώνει, διατρέχει αστραπιαία, ο ξέπνοος ρόγχος του, όλη την προηγούμενη διασπορά του. Τώρα αρχίζουν να φαίνονται καθαρά οι καταστροφικές συνέπειες που θα έχει το γεγονός της ολικής κατάρρευσης αυτού του εικονικού μηχανισμού. Η δυνητικοποίηση του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου είναι η βόμβα που θα διαλύσει εντελώς την πραγματική οικονομία. Όλοι αναμένουν πλέον την καταστροφή της. Μια καταστροφή σφοδρότερη απ' αυτή της εικονικής χρηματοπιστωτικής κίνησης και αυτό, γιατί θα πρέπει τώρα να εξυπηρετηθεί το χρέος, να αντιμετωπιστεί δηλαδή το Πραγματικό του μέγεθος, αυτό που μέχρι πρότινος περιφερόταν αδιάφορο στη πλανητική του διασπορά.

Και την ώρα της πληρωμής του, τα 28 δις για τις τράπεζες θα φαίνονται ψίχουλα μπροστά στα ποσά που θα χρειαστούν για να στηριχτεί η πραγματική αγορά. Το τέλος της χρηματιστηριακής φαντασμαγορίας, όπως άλλωστε και κάθε φαντασιακού, είναι το μέγεθος της απορίας του πραγματικού, αυτό το ίδιο το ανυπόφορο του πραγματικού. Οι αντιδράσεις βέβαια ακολουθούν. Αντιδράσεις υπό την επήρεια ακόμη του αποχαυνωτικού οργίου. Στην εποχή της βιαιότητας των εικόνων, οι εξεγερμένοι δεν αναλαμβάνουν τον ίλιγγο του ανορθολογισμού της αρχαϊκής βίας, όπως θέλει να το βλέπει η αριστερή σκέψη, αλλά το τηλεοπτικό της ομοίωμα. Μια βία που ζητά την καταγραφή και αναμετάδοσή της εικόνας της, που εκδηλώνει το θέαμα της. Είμαστε όλοι θύματα, κράτος και λαός, αυτής της τηλεοπτικής βίας, αυτής της τρομοκρατικής αισθητικής.

Τα εξεγερσιακά φαινόμενα όμως του Δεκέμβρη διάνοιξαν για την Αθήνα, όπως συμβαίνει με κάθε εξέγερση, την ετεροτοπία μιας άλλης σκηνής, αδιάγνωστης και ανεντόπιστης από την μιντιακή καταγραφή της, που μεταξύ των άλλων, επαναδιέθετε και με έναν αναμφισβήτητο τρόπο και τη χωροταξία της πόλης. Συγκεκριμένα την επανάκτηση και μεταβολή του δημόσιου χώρου, την οργιακή επανοικειοποίηση μιας ζώνης, εξαντλητικά προδιαγεγραμμένης, από τον Νόμο της Αλήθειας (Lacan), μιας ζώνης που κατέρρεε όμως τώρα μπροστά στην εξ-αιρετικότητα του συμβάντος που αναδυόταν. Τα όρια αυτής της ζώνης, τις μέρες εκείνες, είχαν ένα απαστράπτων νόημα. Ο δημόσιος χώρος απελευθερωνόταν από τη βία του καπιταλιστικού λόγου και αποδιδόταν στο νέο του νόημα. Οι καθημερινές πορείες στους δρόμους, τα διάφορα αυτοσχέδια δρώμενα στις πλατείες, επέβαλαν στη πόλη μια άλλη τάξη, ένα άλλο ρυθμό. Έναν ρυθμό που στροβίλιζε την πόλη για μέρες.

"Μόνο οι πεζοί", υποστηρίζει ο Michel de Certeau, "οικειοποιούνται την τοπογραφία της πόλης". Η διαδήλωση, η κατάληψη των δρόμων, η παρακώλυση της συγκοινωνίας, είναι εκφραστικές δράσεις που ανατρέπουν τον αντικειμενοποιητικό λόγο της καπιταλιστικής πόλης. Η πραγματικότητα έτσι ξαφνικά έγινε ενδιαφέρουσα, γιατί δεξιώθηκε ένα νόημα απαγορευμένο, αυτή την ίδια τη σκοτεινή απόλαυση του Άλλου. Το περιθώριο δεν ήταν πια το περιθώριο αλλά αυτό το καταρρέον σκηνικό της καπιταλιστικής αλλοφροσύνης. Η παραμικρή αυθορμησία εκείνων των ημερών έπαιρνε τις διαστάσεις ενός πραγματικού γεγονότος που δεν προκαλούσε πια την απορία ή την αγανάκτηση του κόσμου, αλλά την συν-κίνηση του. Οι χιλιάδες άνθρωποι που διαδήλωναν, που ξενυχτούσαν στις πλατείες, που εκφράζονταν στους τοίχους και στις βιτρίνες απέδιδαν στη πόλη την στερημένη πραγματικότητα του κοινωνικού χώρου.

Ένας χώρος αδιάβατος πριν, από την πλημμυρίδα των αυτοκινήτων και των υπνωτισμένων τελετουργιών της καθημερινής δράσης που διατιθόταν τώρα στην απόλαυση, όχι των καταναλωτικών αντικειμένων, στην εξυπηρέτηση δηλαδή του Καπιταλιστικού λόγου, αλλά στην απόλαυση μιας αδύνατης επιθυμίας, μιας επιθυμίας που δεν χωρούσε σε λέξεις, που πρόδιδε τις λέξεις, την «αλήθεια» της όποιας ιδεολογικής ρητορείας, γι αυτό και σήμερα το ξέφτισμα όσων επιχείρησαν και να την εγκολπωθούν. Ο δημόσιος χώρος εξέφραζε αυτή τη διαθεσιμότητα και την απορία ταυτόχρονα του εξεγειρόμενου υποκειμένου. Μια ανοικτότητα που δεν μαρτυρούσε τίποτε άλλο απ' τη συμβαντική της φύση. Το πολιτικό επανέκαμπτε έξω από την συνήθη τυπολογία, εφορμούσε με τον απροσδιοριστογενή του χαρακτήρα, με την ετεροτοπία του ελευσόμενου ίχνους του.

Μια κατάφαση σ' αυτή την ίδια την αδυνατότητα του κοινωνικού δεσμού, της συνάθροισης, του πολιτικού «είναι». Υπό τη μέθη εκείνων των ημερών, ακόμη και σήμερα, εκατοντάδες άνθρωποι συνεχίζουν να αναμετρώνται μ' αυτό το αδύνατο, να απελευθερώνουν τις δυνατότητες του δημόσιου χώρου, να διεγείρουν τις παροξυσμικές του εντάσεις, να αποδίδουν στη πόλη, και όχι στην ατομική ή ομαδική τους ιδιοχρησία, κατά το πρότυπο των περασμένων δεκαετιών, πυρήνες κοινωνικής ζωής που μετεωρίζονται κυριολεκτικά «στο χείλος του κενού», όπως θα έλεγε ο Badiou.


Ο Δεκέμβρης του 08 ήταν πράγματι ένα συμβαντικό γεγονός, ένα γεγονός που είχε όλα τα χαρακτηριστικά των οριακών, εξαιρετικών καταστάσεων που διαπερνούν, όλο και πιο πυκνά, ως ηλεκτρικές κενώσεις το μετανεωτερικό σώμα του πραγματικού και το ρηγματώνουν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να συλλαβιστεί το περιεχόμενο εκείνων των ημερών από αυτό το κενό του νοήματος που διαγράφει σήμερα όλη την επικράτεια του πραγματικού. Ένα α-νόητο «υπάρχειν», μια α-πολίτικη συνθήκη, αυτή η ίδια η αν-ουσιότητα μιας γραφής (δημοσιογραφικής), που μαρτυρά αυτήν ακριβώς την απουσία του νοήματος, των ιδεών, την απουποκειμενοποίηση του κόσμου μας.

Μπροστά στην πολλαπλότητα αυτού του τέλους το πολιτικό όταν συμβαίνει, συμβαίνει απελευθερωτικά. Μια κίνηση ρηξιγενής που εκχέει το μαγματικό της λόγο πέραν του πραγματικού και της ιστορίας του. Ένα αδιανόητο συμβαίνειν, πέραν κάθε γλώσσας και νοήματος, κυριολεκτικά αδιαπέραστο και αδιάγνωστο, που κομίζει την δοκιμασία του πραγματικού, αυτή την επιδεινούμενη αμηχανία του. Ο τόπος έτσι του πολιτικού γίνεται η σκηνή του παρά-λόγου. Ο καθρέπτης, μαζί με τις βιτρίνες των τραπεζών, είχε πλέον διαρραγεί. Οι μορφικές αντανακλάσεις δεν εγγυούνταν τους αντικατοπτρισμούς τους. Βρισκόμασταν μπροστά σε αυτό που ο Badiou θα ονομάσει «μη αποκρίσιμο», το αδιανόητο των πραγμάτων όταν αναλαμβάνουν τον ενεργητικό τους ρόλο. Ένα αδιανόητο συμβαίνειν που εφόσον δεν εδράζεται στην πραγματικότητα των ημερών του, δεν συμμορφώνεται και στους καθιερωμένους προσδιορισμούς αλλά καθορίζεται από αυτόν τον μετεωρισμό, από την διαθεσιμότητα των μορφικών του εκδηλώσεων.

Το υποκείμενο μιας εξεγερσιακής εκτροπής είναι πάντα αδιόρατο από τους μεγεθυντικούς φακούς των media. Η τηλεοπτική αγλωσσία τις βραδιές των επεισοδίων, εγκλωβισμένη στις συνθήκες μιας ξεπερασμένης πολιτικής «πραγματικότητας», αδυνατούσε να συλλάβει ένα απελευθερωτικό δυναμικό που επαναπροσδιόριζε εξεγερτικά μια σειρά από πολιτικές έννοιες και πρακτικές. Εκείνο που επιχειρούσε να καταμετρήσει ήταν τη μαζικότητα του φαινομένου και όχι την αποκαλυπτικότητά του. Ένα αδιάγνωστο μέγεθος που σφράγισε και χαρακτήρισε όμως τον ίλιγγο εκείνου του τριημέρου. Μια κοσμική διάσταση, πάντα εκχυόμενη από αυτές τις φαντασιακές της ρηγματώσεις, που επιχειρούσε να αφηγηθεί, δίχως το μέσο του Λόγου είναι η αλήθεια, την προοπτική μιας άλλης πραγματικότητας, στα όρια σχεδόν αυτή του αδυνάτου.

Το δραστικό υποκείμενο έτσι εκείνων των ημερών δεν ήταν ένα μειοψηφικό ή πλειοψηφικό σύνολο που αναμετριόταν με την κρατική «πραγματικότητα» αλλά μια φασματική υπόσταση που ενδυόταν αυτόν τον απειλητικό και ανησυχαστικό χαρακτήρα του ίδιου του Πραγματικού. Προς στιγμήν ο Baudrillard διαψευδόταν. (προν στιγμήν όμως...) Το ακηδεμόνευτο αυτής της δυναμικής, επιτάχυνε στο έπακρο τον ορίζοντα αυτής της έκφρασης. Μια χαοτική επιτάχυνση που ξεπερνούσε ακόμη και αυτή την δυνατότητα της εμπειρικής της αυτοκατανόησης. Η φορά ήταν προς το άγνωστο, προς την ποιητική στιγμή και αυτό δεν το κατενόησε η αριστερά.


Στη σκηνή του Πολιτικού, η πολιτική πράξη δεν μπορεί παρά να είναι μια ρηξιγενής πράξη, μια πράξη χειραφέτησης και επανάκτησης, αυτή η πράξη της υποκειμενοποίησης του υποκειμένου της. Μια πράξη που δεν αναπαριστά αλλά παριστά το άτομο, όχι ως μέρος ενός συνόλου, το «εμείς» άλλωστε είναι το αδύνατο (Badiou, Lacan), αλλά ως η τομή και η αφύπνιση αυτού του συνόλου, το υπαρκτικό του αδιέξοδο. Είναι το υποκείμενο που εγγράφεται σ' αυτή την επαναστατική παράδοση των μοναχικών ονομάτων που γονιμοποιούν πυροδοτώντας το παρόν τους, διανοίγοντας το στο ισχνό περιθώριο της μη κυριαρχίας, του μη κυριαρχικού Λόγου. Από εδώ και η δυσκολία των media και του κράτους να εντοπίσουν το εξεγερτικό υποκείμενο, να από-καλύψουν τους ταραξίες με το ιδιώνυμο της κουκούλας, να τους αναπαραστήσουν στην τηλεοπτική τους διάσταση. Το επαναστατικό υποκείμενο ανθίσταται συνεχώς σε κάθε αποκαλυπτική ερμηνεία, γιατί βρίσκεται πάντα εν εκστάσει, πάντα Έξω, έξω απ' το σημείο που αφήνουν τα ίχνη του. Μπροστά σ' αυτό το διαλεκτικό αδιέξοδο, της μη αναπαράστασης και της μη συνοχής, το υποκείμενο επενδύει πάνω στη πράξη της γλώσσας. Στην ικανότητά της να κοινωνεί την αλήθεια χωρίς να την επικοινωνεί. Ένα αδιανόητο που εγκαθιδρύει μια καθαρή, βίαιη εμπειρία, μια μη αναπαραστάσιμη στιγμή μετοχής σ' αυτό το αδύνατο του ανήκειν.

Η βιαιότητα εκείνου του τριημέρου, ακριβώς επειδή ήταν μετά το όργιο, έμοιαζε σαν μια ενστικτώδη αντίδραση, σαν να χτύπησε το καμπανάκι του επιβιωτικού μας ενστίκτου, ο δοκιμαζόμενος άνθρωπος να αναλάβει επιτέλους τον εαυτό του, την απολεσθείσα αξιοπρέπεια του, σαν να θελε να σβήσει την εικονική μηχανή, να αποτινάξει από πάνω του ένα πνιγηρό περιβάλλον, μια διεφθαρμένη συνθήκη. Αυτά που κατάφεραν να αντιδράσουν ήταν πάλι τα νεώτερα μέλη του σώματος, αυτά που η διάβρωση δεν κατάφερε ακόμη να τα θίξει ανεπανόρθωτα, πάντα έτσι συμβαίνει, είναι νόμος της φυσικής. Και αυτό που θα προκαλέσουν με τη βιαιότητα της αντίδρασης τους, θα μείνει αδιάγνωστο απ' το υπόλοιπο σώμα, μια κωδικοποίηση ανεντόπιστη από τα talking heads των media και από την ευφυΐα του Γιακουμάτου.

Μια αναμέτρηση κυριολεκτικά με το αδύνατο, με τη μαύρη τρύπα της σύγχρονης ζωής μας. Η στιγμή της πυρπόλησης του Χριστουγεννιάτικου δένδρου της πόλης, ήταν, είναι όσο ηλεκτρίζει τη μνήμη μας, μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία του παγκόσμιου ανθρώπου. Και αυτή έλαβε χώρα εδώ και επί των ημερών μας. Αυτό όμως που έλειπε, για να ήταν αυτή η εξέγερση ελπιδοφόρα, ήταν ο Βολταίρος της, το ιδεολογικό της πρόταγμα, η οραματική της σκόπευση. Γι αυτό και το αδαπάνητο της οργής της και το αδιάκριτο των στόχων της αλλά και η αμηχανία που την ακολούθησε. Ενώ υπήρχαν και υπάρχουν λόγοι για να λαμπαδιάσουν οι τράπεζες, για να γίνουν θρύψαλα οι βιτρίνες, για να πλιατσικολογήσουν οι μετανάστες, μια σταγόνα το δικό τους πλιάτσικο μπροστά στον ωκεανό του Βατοπεδινού, εν τούτοις δεν υπήρχε ο Λόγος. Ο Λόγος που θα 'ρχόταν αντιμέτωπος με την τηλεοπτική αγλωσσία. Ο Λόγος που θα ενέσπερνε στις βαθιές ρωγμές της πραγματικότητας τη δυνητικότητα μιας άλλης ζωής, το τραύμα ενός άλλου νοήματος.

Οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη επαναστάτησαν ενάντια στο Λόγο του κράτους δίχως να αντιτάξουν σ' αυτόν τον δικό τους Λόγο. Μια άλογη εξέγερση και γι αυτό μια άδοξη εξέγερση, ένα συμβάν εγκλωβισμένο στην αρνητικότητα των σημείων του, στο τυφλό, παραληρηματικό και βίαιο ίχνος του. Η επαναστατική όμως στιγμή ήταν πάντα αυτή η δυνατότητα ενός εκπεφρασμένου στοχασμού, η πίστη στην προοπτική μιας σκέψης, στη δυνατότητά της, η αλήθεια εν τέλει ενός Λόγου. Μια αλήθεια που ανθίσταται στη πραγματικότητα αναλαμβάνοντας το Πραγματικό της. Μια συνθήκη που έρχεται απ' Έξω για να διανοίξει ένα μέλλον, έναν ορίζοντα προσδοκίας, για να κοινωνήσει σ' αυτή την ελάχιστη διάρκεια της κάτι απ' το αδύνατο της ιστορικότητάς της. Ο Δεκέμβρης έτσι δεν συνέβη, δεν έλαβε χώρα ποτέ, είναι ελευσόμενος, είναι προ των πυλών, μια υπόσχεση, ένας ορίζοντας μόνο.