MG 4279
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO
in ,

Νίκη Λυμπεράκη: Πάντα έχω στον νου μου ότι με ακούει μια γυναίκα που κακοποιείται

Η δημοσιογράφος μιλά στη Χριστίνα Γαλανοπούλου για την προβληματική δημοσιογραφική γλώσσα, όταν αυτή περιγράφει έμφυλα εγκλήματα, για όσα μπορούν να αλλάξουν και για την εκπομπή της “Μεγάλη Εικόνα”

Εδώ και καιρό, τα τελευταία χρόνια για την ακρίβεια και ειδικά μετά τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, συζητάμε –κάποτε σε ανεβασμένους τόνους και κάποτε με πικρία και εντελώς αποκαρδιωμένα- για τον τρόπο με τον οποίο τα ηλεκτρονικά Μέσα και κυρίως η τηλεόραση παρεμβαίνει στην «αφήγηση» έμφυλων εγκλημάτων.

Πώς αλλάζει η τηλεοπτική γλώσσα, μια γλώσσα εξόχως πληγωτική για θέματα έμφυλης βίας και πώς η δημοσιογραφική προσέγγιση τέτοιων υποθέσεων μπορεί, έστω και σταδιακά, να συντονιστεί με την εποχή μας και τις απαιτήσεις της;

Τη μέρα που συναντώ τη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη, μία από τις πλέον ψύχραιμες και σκεπτόμενες γυναικείες παρουσίες στην ελληνική τηλεόραση, έχει μόλις προκύψει η υπόθεση της 12χρονης από τον Κολωνό και κατά τα συνήθη στα κανάλια ακούγονται και προβάλλονται τέρατα. Στο μεταξύ, έχει ήδη κάνει πρεμιέρα, για δεύτερη τηλεοπτική  σεζόν η εκπομπή της «Μεγάλη Εικόνα» (Mega, Δευτέρα, 00.10) και ό,τι έχει ολοκληρώσει την εκπομπή στην οποία φιλοξενούσε το σεναριογραφικό δίδυμο Μιχάλη Ρέππα – Θανάση Παπαθανασίου.

Μοιραία η κουβέντα μας κατευθύνεται στο πόσο οι δουλειές αυτών των δύο ανθρώπων, τα κείμενά τους, οι ελιγμοί στην πρόζα έβγαζαν γέλιο χωρίς να προσβάλλουν, χωρίς να στοχοποιούν, χωρίς να αποκλείουν, before it was cool. Και μετά προσγειωνόμαστε στο άχαρο σήμερα και πέφτουμε στα βαθιά της επικαιρότητας και του πώς αυτή προσεγγίζεται και καλύπτεται, ειδικά σε μέρες που δεν αντέχεται. Η συζήτηση που ακολουθεί έκρυβε απαντήσεις για πολλά από αυτά που ακούμε / βλέπουμε και μας εξοργίζουν, αλλά και κάτι που μοιάζει με πρόταση για πραγματική αλλαγή.

—Τι θεωρείς ότι συμβαίνει λάθος και ακούμε όλα αυτά τα τέρατα –π.χ. «έγκλημα πάθους» ή «οικογενειακή τραγωδία» ή εκείνο το εντελώς αστόχαστο «άτυχη γυναίκα»- σε ειδήσεις που έχουν να κάνουν με γυναικοκτονίες, ενδο-οικογενειακή βία;

Εγώ δεν το θέτω στη βάση του φύλου. Πιστεύω, δηλαδή, ότι πολλές φορές τα λάθη γίνονται, επειδή είναι εμπεδωμένα. Είμαστε διαποτισμένοι με διατυπώσεις που τις χρησιμοποιούμε, χωρίς να σκεφτούμε τι λέμε. Όταν ας πούμε –και επειδή μιλάμε για γυναικοκτονίες- ακούς να λένε η «άτυχη γυναίκα», νομίζω ότι ελάχιστοι σταματάμε εκείνη την ώρα να σκεφτούμε: «τι λέω;»! Είναι ένα κλισέ που μεταφέρεται από δημοσιογραφική γενιά σε δημοσιογραφική γενιά. Δεν είμαι σίγουρη, δηλαδή, ότι η προβληματική κάλυψη αυτών των γεγονότων έχει 100% έμφυλο υπόβαθρο.

—Αλλά; Τι φταίει τότε;

Κοίτα, το πιστεύω ότι η διαχείριση τέτοιων θεμάτων είναι πολύ προβληματική. Όμως, εκεί –και κατά την ταπεινή μου γνώμη- χρειάζεται να γίνει διάκριση σε δύο επίπεδα. Το ένα επίπεδο είναι η συνήθεια, η τεμπελιά, η σχετική αδιαφορία μας, το ότι έχουμε εμποτιστεί με κάποια κλισέ, τα οποία τα αναπαράγουμε απερίσκεπτα, χωρίς πάντα να αντιλαμβανόμαστε τι λέμε, ότι δηλαδή αποκαλούμε μία γυναίκα που δολοφονήθηκε «άτυχη γυναίκα». Ή ότι μιλάμε για «έγκλημα πάθους» τη στιγμή που κάποιος έχει κατακρεουργήσει τη γυναίκα του. Για να μην είμαι εντελώς άδικη, θα βάλω μέσα και τον παράγοντα «ταχύτητα», με τον οποίο γίνεται η δουλειά μας τα τελευταία χρόνια και της έλλειψης πόρων, δηλαδή το γεγονός ότι πρέπει να κάνεις χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Και εδώ δεν μιλάω συντεχνιακά. Δεν νιώθω την ανάγκη να υπερασπιστώ το συνάφι μου. Σου λέω πώς το βιώνω εγώ.

MG 4232
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

Και μετά υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, βαθιά προβληματικό και μπορεί να έχει και εγκληματικές συνέπειες, γιατί ναι, διαμορφώνουμε συνειδήσεις, νοοτροπίες, κ.λπ. Ποιο είναι αυτό το επίπεδο; Όταν ο διάλογος πάει στο «τι φορούσε». Όταν ο διάλογος πάει στο «αν τον απατούσε». Όταν ο διάλογος πάει στο «αν είχε δώσει δικαιώματα». Όταν ο διάλογος πάει στο «βρέθηκαν πολλά μηνύματα, όπου την είχε προειδοποιήσει». Όταν ο διάλογος ή η κάλυψη πάει στο «γιατί αυτή η γυναίκα δεν είχε μιλήσει νωρίτερα». Όταν η κουβέντα στρίβει σε μονοπάτια τύπου «γιατί η γυναίκα αυτή που έτρωγε ξύλο δεν είχε πάει να το καταγγείλει;». Οπότε ναι, για τη δεύτερη περίπτωση, μιλάμε για μία βαθιά προβληματική και με δόλο προσέγγιση αυτού του είδους της ειδησεογραφίας. Για την πρώτη περίπτωση, όμως, πραγματικά το πιστεύω ότι πολλές φορές δεν σκεφτόμαστε ότι πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τον δημοσιογραφικό κώδικα στην κάλυψη και όχι μόνο γι’ αυτά τα θέματα, αλλά και για πολλά άλλα.

—Ναι, το ακούω αυτό. Από ένα σημείο και μετά είναι σαν η καθομιλουμένη και το πολυχρησιμοποιημένο κλισέ να πασάρεται από τον δημοσιογράφο στο τηλεοπτικό κοινό και τανάπαλιν…

Κάπως έτσι. Νομίζω ότι αυτού του είδους η αργκό υπάρχει σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ακόμη και σήμερα. Και οι δημοσιογράφοι είμαστε κομμάτι αυτής κοινωνίας. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ο δημόσιος λόγος που αρθρώνεται από εμάς έχει τεράστιο αντίκτυπο, οφείλουμε να σκεφτόμαστε δύο και τρεις φορές και να διατυπώνουμε δύο και τρεις φορές και να διαμορφώνουμε αυτό που ετοιμαζόμαστε να βγάλουμε προς τα έξω. Αλλά για εμένα, πρέπει να τραβήξουμε μία γραμμή ανάμεσα σε αυτόν που θα πει «τώρα το θυμήθηκε;» και στον άλλο που από ταχύτητα θα πει «οικογενειακή τραγωδία». Και τα δύο είναι λάθος, αλλά στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει δόλος.

…Πάντα έχω στο μυαλό μου ότι με ακούει κάποια ή κάποιος που είναι 15χρονών. Ότι με ακούει μία γυναίκα που κακοποιείται συστηματικά και μπορεί να κινδυνεύει η ζωή της… Ότι ακόμα – ακόμα με ακούει και ο κακοποιητής της. Και δεν θέλω να πάρει το μήνυμα «συνέχισε ό,τι κάνεις γιατί είναι άτυχη». Θέλω να ακουστεί ότι αυτό που κάνει είναι εγκληματικό και αυτή η γυναίκα είναι θύμα φρικτής κακοποίησης και εδώ υπάρχει μια κοινωνία με ανοιχτά αυτιά και ανακλαστικά για να βοηθήσει. Ξέρω όμως ότι δεν αρκεί αυτό.

—Έχει αλλάξει ο τρόπος που χειρίζεσαι εσύ τέτοιου είδους ειδησεογραφία; Θέλω να πω ελέγχεις διαφορετικά τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσεις για να εκφραστείς για μία εξαιρετικά πληγωτική –για την κοινωνία- θεματολογία;

Αυτή την περίοδο δεν κάνω δελτίο, οπότε δεν είμαι σε μία καθημερινή βάσανο σύνταξης ειδήσεων. Όμως, την περίοδο που έκανα δελτία ειδήσεων, έλεγχα κάθε λέξη εξαντλητικά. Κάθε σημείο στίξης, σε σημείο βλακείας για κάποιον που με βλέπει. Γι’ αυτό και έχω μια τρομερή αδυναμία να διαβάσω οτιδήποτε δεν έχω γράψει με το χέρι μου. Το ‘χω κάνει, αλλά δεν τα πάω καλά με αυτό. Εγώ πάντα τις πάσες μου ήθελα να τις γράφω. Μπορεί κάτι να με βασανίσει για κανά μισάωρο, αν πρέπει να το πω έτσι ή αλλιώς, αν πρέπει να μπει τελεία ή κόμμα, αλλά το ξέρεις κι εσύ ότι όλο αυτό είναι του καθενός ο δρόμος.

Προσωπικά, δεν περίμενα τη φρίκη των γυναικοκτονιών για να τα ζυγίσω. Αισθάνομαι περήφανη που, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, κι απ’ όσο με ξέρω να σκέφτομαι, να υπάρχω και να γράφω δεν έχω μιλήσει ποτέ για «οικογενειακή τραγωδία» ή για «άτυχη γυναίκα». Όπως αντίστοιχα δεν θα μιλούσα για έναν “άτυχο” άνδρα, αν ήταν θύμα δολοφονίας. Το θεωρώ επιεικώς αδόκιμο όλο αυτό και όχι πάντα με έμφυλο υπόβαθρο. Άτυχος είναι κάποιος που περπατάει στον δρόμο, τον χτυπάει κεραυνός και σκοτώνεται. Ένας άνθρωπος που κατακρεουργείται δεν είναι άτυχος.

MG 4185
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

Εγώ έχω μία γλωσσο-εμμονή, αισθάνομαι ότι ο λόγος που αρθρώνεται δημόσια είναι ένα μεγάλο φορτίο. Είμαι σίγουρη ότι στο παρελθόν έχω πει πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχουν ειπωθεί, αλλά όσο μπορώ εξετάζω προσεκτικά πώς διατυπώνω τι. Και πάντα έχω στο μυαλό μου ότι με ακούει κάποια ή κάποιος που είναι 15χρονών. Ότι με ακούει μία γυναίκα που κακοποιείται συστηματικά και μπορεί να κινδυνεύει η ζωή της… Ότι ακόμα – ακόμα με ακούει και ο κακοποιητής της. Και δεν θέλω να πάρει το μήνυμα «συνέχισε ό,τι κάνεις γιατί είναι άτυχη». Θέλω να ακουστεί ότι αυτό που κάνει είναι εγκληματικό και αυτή η γυναίκα είναι θύμα φρικτής κακοποίησης και εδώ υπάρχει μια κοινωνία με ανοιχτά αυτιά και ανακλαστικά για να βοηθήσει. Ξέρω όμως ότι δεν αρκεί αυτό. Γιατί συζητάμε για τον δημοσιογραφικό λόγο και καλά κάνουμε, έλα όμως να μιλήσουμε για τις δομές που έχει η Πολιτεία γι’ αυτές τις γυναίκες! Γι’ αυτό που αντιμετωπίζει όταν μπαίνει σε ένα αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει τον ξυλοδαρμό της! Για να μιλήσουμε για το πόσους ιατροδικαστές έχει η χώρα!

—Εννοείται ότι δεν είναι μόνο δημοσιογραφικό το θέμα! Εννοείται ότι υπάρχουν εγκληματικά κενά και ελλείψεις…

Θα σου πω το εξής: Πέρσι είχα βγάλει στη «Μεγάλη Εικόνα» ένα κορίτσι γύρω στα 20, φοιτήτρια, που τη βίασαν τρία κτήνη μέσα σε ένα κέντρο διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη. Με τον συνήγορό τους που έχει πολύ καλό track record στην αθώωση βιαστών. Μου έμεινε ότι ντρεπόταν το θύμα! Ότι πήγε στην αστυνομία και της είπαν ότι μπορεί να ήπιε και να μη θυμόταν καλά.  Οπότε ναι, να μιλάμε για τον δημοσιογραφικό λόγο που αρθρώνεται, αλλά να θυμόμαστε ότι αυτός είναι ένας κρίκος μία βαθιά προβληματικής αλυσίδας. Και όχι μόνο στη χώρα μας. Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

—Μπορεί η μητρότητα να λειτουργήσει ως φίλτρο διαφορετικής πρόσληψης του κόσμου και της επικαιρότητας; Παρατήρησες εσύ μία τέτοια αλλαγή απ’ όταν έγινες μητέρα και μετά;

Έχει αλλάξει μόνο το κομμάτι μιας εφιαλτικής οπτικοποίησης που κάνει αυτόματα ο εγκέφαλος σου, όταν μαθαίνεις για κάτι που αφορά ένα παιδάκι. Για παράδειγμα, όταν βλέπεις εικόνες όπως αυτές από την Ειδομένη, μανάδες που είναι με τα παιδιά τους στη μέση του πουθενά, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι το «Θεέ μου, τα παιδιά», γιατί σκέφτεσαι το δικό σου παιδί που είναι καλοταϊσμένο, κοιμισμένο, στη ζέστη του και εκεί έρχεται αυτόματα το ερώτημα «κι αν ήταν το παιδί σου;». Αυτή η οπτικοποίηση γίνεται και γίνεται σε σημείο που σου προκαλεί ασφυξία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σεξουαλικά εγκλήματα. Το ότι αισθάνεσαι τους παλμούς, όλους τους σωματικούς σου δείκτες εν εξάλλω γιατί μοιραία σκέφτεσαι το δικό σου παιδί. Για εμένα δεν άλλαξε η κοσμοθεωρία μου από τότε που έγινα μητέρα. Ήμουν πάντα ευαισθητοποιημένη. Απλώς τώρα συμβαίνει αυτή η οπτικοποίηση που μπορεί να σε ξετινάξει. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Μια γυναίκα που δεν έχει παιδιά, δεν είναι το ίδιο ευαισθητοποιημένη; Μην τρελαθούμε!

Νομίζω ότι η δουλειά αυτή μπορεί να σου θρέψει τον ναρκισσισμό υπέρμετρα. Και εμένα μου έτυχε από πολύ νωρίς να γνωρίσω ανθρώπους, λόγω επαγγέλματος, που τους θαύμαζα πριν ξεκινήσω να δουλεύω και που όταν τους γνώρισα ήταν για εμένα σοκαριστικό το πόσο ήταν εγκλωβισμένοι στον ναρκισσισμό τους. Να! Ας πούμε αυτό ήταν κάτι που με έκανε να έχω τον νου μου. Ότι αν ποτέ τα πράγματα μου πάνε καλά επαγγελματικά και δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να αρχίσω τους αλαλαγμούς, να θυμηθώ να μην αλαλάξω.

—Φέτος, συνεχίζεις με τη «Μεγάλη Εικόνα» και ήδη οι πρώτες συνεντεύξεις έχουν συζητηθεί αρκετά. Τι είναι για ‘σένα αυτή η εκπομπή;

Η «Μεγάλη Εικόνα» είναι μια πρόκληση. Και πέρσι ήταν, αλλά φέτος περισσότερο.

—Γιατί;

Γιατί σε μια τηλεόραση γεμάτη σίριαλ –που, επιτέλους, μετά από χρόνια γίνονται πάλι επενδύσεις σε παραγωγές και πλέον τα κανάλια έχουν να δώσουν πράγματα στον τηλεθεατή- εκεί είναι μια πρόκληση να πεις στο τηλεοπτικό κοινό «βρες λίγο χώρο να δεις μία συζήτηση». Αλλά ναι, έχει πάει καλά!

—Παρατήρησα το εξής: ένιωσα καλά με συνεντεύξεις που φιλοξένησε η εκπομπή από ανθρώπους της τηλεόρασης. Και η εκπομπή με τη Στάη και εκείνη με τους Ρέππα – Παπαθανασίου είχαν μια ωραία ροή, μακριά από καλάμια και ναρκισσισμούς…Ότι απουσιάζει αυτή η αίσθηση ότι ο άλλος την «άκουσε».

Χαίρομαι που το λες. Ξέρεις δεν έχει να κάνει μόνο με τους ανθρώπους της τηλεόρασης. Έχει να κάνει και με τους ηθοποιούς. Και με τους πολιτικούς, γενικά με τους ανθρώπους που το πρόσωπό τους εκτίθεται. Είτε εκτίθεται σε κριτική είτε εκτίθεται σε δημόσια θέα – τελεία. Γιατί και οι συνάδελφοι που δουλεύουν μόνο σε έντυπα ή ραδιοφωνικούς σταθμούς, είναι άνθρωποι πάρα πολύ γνωστοί, αλλά το πρόσωπό τους δεν εκτίθεται.

MG 4334
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

Νομίζω ότι η δουλειά αυτή μπορεί να σου θρέψει τον ναρκισσισμό υπέρμετρα. Και εμένα μου έτυχε από πολύ νωρίς να γνωρίσω ανθρώπους, λόγω επαγγέλματος, που τους θαύμαζα πριν ξεκινήσω να δουλεύω και που όταν τους γνώρισα ήταν για εμένα σοκαριστικό το πόσο ήταν εγκλωβισμένοι στον ναρκισσισμό τους. Να! Ας πούμε αυτό ήταν κάτι που με έκανε να έχω τον νου μου. Ότι αν ποτέ τα πράγματα μου πάνε καλά επαγγελματικά και δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να αρχίσω τους αλαλαγμούς, να θυμηθώ να μην αλαλάξω.

—Συγνώμη που γελάω, αλλά δεν μπορώ να σε φανταστώ σε τέτοια κατάσταση. Αλλά τώρα που το συζητάμε, εσύ πώς το διαχειρίζεσαι αυτό;

Κοίτα, εγώ άρχισα να λέω δελτία ήδη σε μεγάλη ηλικία. Δεν ήμουν, ας πούμε, 22 χρονών για να την ψωνίσω. Σκέψου ότι ξεκίνησα να λέω δελτία στον ΣΚΑΪ το 2015 και έκανα αυτή τη δουλειά από το 2002, οπότε είχα φάει πολλές αντιξοότητες ήδη, για να πάθω τέτοια ζημιά. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω: δεν το «καβαλάς» μετά από 15 χρόνια! Το έχεις απομυθοποιήσει όλο! Θέλω να σου πω όμως ότι μου έχει τύχει και το αντίθετο: να γνωρίσω άνθρωπο που από κοντά ήταν ακόμα πιο μυθική προσωπικότητα από αυτό που έβγαινε στην τηλεόραση.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια