«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki!

«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki! Facebook Twitter
Ο Μολιέρος παίρνει στα χέρια του το είδος και το εκτοξεύει σε νέα ύψη: φαντάζεται μια κοινωνική και προσωπική κόλαση, όπου η κωμωδία εντείνει την οξύτητα των τραγικών αποχρώσεων και, ακόμα χειρότερα, η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ.
1

Αν τα κατάφερνε, τότε θα άνοιγαν όλες οι πόρτες. Αν τα κατάφερνε, θα κέρδιζε αστραπιαία τον σεβασμό των εκλεκτών της αυλής. Αν τα κατάφερνε, δεν θα ήταν πια χωριάτης. Για τον σκοπό αυτόν δεν φείδεται χρημάτων. Έχει μεγάλη περιουσία άλλωστε.

Καταβάλλει το απαραίτητο αντίτιμο και παντρεύεται τη νεαρή Ανζελίκ ντε Σοτενβίλ. Η ευγενική καταγωγή της, πολύτιμο αφροδισιακό για τον διψασμένο αναρριχητή της κοινωνικής πυραμίδας. Τώρα πια ο Ζορζ Νταντέν αποχαιρετά την αγροτική ζωή και όλες τις χωριατοπούλες που τον γλυκοκοίταζαν κι ετοιμάζεται να εκτοξευτεί σ' ένα μέλλον χρυσαφένιας ευδαιμονίας και ατέρμονου στροβιλισμού στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας – στο πλευρό της ακριβοαποκτηθείσας συζύγου του.


Η άχαρη πιρουέτα του, όμως, μένει μετέωρη. Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως υπολόγιζε. Ο κύριος και η κυρία Ντε Σοτενβίλ αρνούνται στον γαμπρό τους αυτό που περισσότερο απ' όλα λαχταρά: την αποδοχή τους. Όχι μόνο δεν τον αγαπούν, όχι μόνο δεν τον σέβονται, αλλά, αντιθέτως, τον προσβάλλουν σε κάθε ευκαιρία.

Όταν ο Νταντέν κάνει το λάθος να την αποκαλέσει «πεθερά μου», η κυρία Ντε Σοτενβίλ τον επιπλήττει σφόδρα: «Τι να είπω; Μα, είμεθα ίσα κι όμοια; Μάθετε, παρακαλώ, ότι δεν μπορείτε να αποκαλείτε τοιουτοτρόπως ένα πρόσωπο της ιδικής μου τάξεως». Όσο κι αν στερούνται πραγματικής (δηλαδή οικονομικής) ισχύος, οι Σοτενβίλ επιβάλλονται στον Νταντέν, εγκαλώντας τον στην τάξη (του). Το παιχνίδι των τύπων και των επίσημων προσφωνήσεων –πάνω στο οποίο στηρίζεται η επίδειξη και η διατήρηση της εξουσίας τους– είναι άγνωστο στον πλούσιο χωριάτη, που πασχίζει ματαίως να κατακτήσει υψηλότερο στάτους, σκαρφαλώνοντας άγαρμπα στο πλάι τους.

Λίγο «jouez bouzouki», λίγο «ντα νταντιρλά νταντά», ευχάριστα μουσικά διαλείμματα με παλιά αγαπημένα γαλλικά τραγούδια και τους ηθοποιούς να επιδεικνύουν τις χορευτικές τους ικανότητες, όλα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποφύγουμε το «κανονικό» στήσιμο και να γίνουμε «μοντέρνοι»


Όσο πιο πολύ τον ταπεινώνουν, τόσο περισσότερο το πάθος του για αναγνώριση φουντώνει.* Σ' αυτόν το λυσσαλέο αγώνα, ακόμα και η προδοσία της συζύγου γίνεται όπλο εναντίον των γονιών της: αν ο Νταντέν μπορέσει να ξεσκεπάσει την ατιμία της, τότε θα επιφέρει στους Σοτενβίλ το μοιραίο χτύπημα. Αποδεικνύοντας την ανηθικότητα της θυγατέρας τους, θα σαρώσει την αριστοκρατική αλαζονεία τους.


Το διακύβευμα, όμως, είναι δυσβάσταχτο για τις δυνάμεις του. Από τη μια αγανακτεί με την άπιστη φύση της Ανζελίκ, από την άλλη καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την καταστήσει γνωστή και να δικαιωθεί: «Τι ωραία, τι καλά! Αχ, πόσο χαίρομαι που έχετε ξεπορτίσει νυχτιάτικα» λέει στην τρίτη πράξη, όταν συλλαμβάνει την Ανζελίκ να επιστρέφει από τις περιπέτειές της. Η χαρά του δεν κρύβεται:«Δεν το περιμένατε, έτσι; Τώρα θα θριαμβεύσω εγώ!». Ποτέ δεν έρχεται όμως η στιγμή του θριάμβου. Κάθε φορά οι ένοχοι ξεγλιστρούν με πονηριά κι εκείνος γελοιοποιείται. Κάθε φορά ο απατημένος βγαίνει και δαρμένος.


Σ' αυτό το έργο κανένας δεν αγαπάει κανέναν. Οι γονείς μοσχοπουλούν τη θυγατέρα σαν ένα κομμάτι κρέας, η θυγατέρα επαναστατεί για τον άδικο γάμο ερωτοτροπώντας με άλλους άνδρες και διακηρύσσοντας το δικαίωμά της στην απιστία, ενώ ο σύζυγος την αντιμετωπίζει ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Τα αισθήματά της του είναι αδιάφορα: το μόνο που θέλει, να τον αναγνωρίσει ως αφέντη της.


Ο κυνισμός και η υπεροψία των Σοτενβίλ, η δουλοπρέπεια και οι στρεβλές φιλοδοξίες του Νταντέν, η εκδικητική σκληρότητα της Ανζελίκ, συνθέτουν έναν κόσμο τρομακτικό μέσα στη γελοιότητά του. Ετούτη η φαινομενικά αθώα φάρσα που καταπιάνεται με το πλέον κλασικό κωμικό θέμα του απατημένου και ζηλιάρη συζύγου αποδεικνύεται πολύ πιο σκοτεινή απ' όσο οι αρχικές προδιαγραφές μάς προετοιμάζουν.

Ο Μολιέρος παίρνει στα χέρια του το είδος και το εκτοξεύει σε νέα ύψη: φαντάζεται μια κοινωνική και προσωπική κόλαση, όπου η κωμωδία εντείνει την οξύτητα των τραγικών αποχρώσεων και, ακόμα χειρότερα, η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ.

Αψηφώντας τους κανόνες της κωμωδίας, το τέλος μένει ανοιχτό, με τον Νταντέν καταδικασμένο να βιώνει ξανά και ξανά το ίδιο μαρτύριο, τον εντοπισμό της άπιστης και τον δημόσιο εξευτελισμό του. Σαν ποντικός που τρέχει πάνω στον μικρό τροχό του κλουβιού του, βρίσκεται μονίμως σε κίνηση, χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Όποια πόρτα κι αν ανοίξει, η σύζυγος και ο εραστής της του κάνουν γκριμάτσες. Όσες φορές κι αν αναζητήσει το δίκιο του ενώπιον των γονιών της, θα ανταμείβεται με χλεύη. Ανίκανος ν' αγαπήσει, ανίκανος να δει τους ανθρώπους πέρα από την εικόνα τους και τα σημάδια της τάξης τους, μένει αιώνιος υπερασπιστής του status quo, της κούφιας ιεραρχίας. Ένας υποτελής που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντες, και αντίστροφα.

«Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος» του Μολιέρου: Jouez bouzouki! Facebook Twitter
Ολόκληρο το concept πάνω στο οποίο στήθηκε η παράσταση φανερώνει αδυναμία επεξεργασίας των πραγμάτων.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Τέχνης αρκέστηκε σε μια περισσότερο εύπεπτη ερμηνεία του κειμένου. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ο Νταντέν είναι ένας συμπαθέστατος, αξιοπρεπέστατος, αδικημένος άνδρας που πέφτει θύμα όχι μόνο των ξιπασμένων πεθερικών του αλλά προπαντός του διεφθαρμένου Κλιτάντρ,του αδίστακτου εραστή της Ανζελίκ.

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ως Νταντέν όχι μόνο διακρίνεται για τους κομψούς τρόπους του αλλά εγείρει την αμέριστη συμπόνοια μας κάθε φορά που στέκεται θλιμμένος να παρακολουθεί τα έκτροπα της συζύγου του, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα και μια έκφραση πληγωμένου ελαφιού στο πρόσωπό του. Εκπέμπει, δηλαδή, όλη την ευγένεια που στερείται ο κατ' όνομα ευγενής, ο ερωτικός αντίπαλός του: ο Κώστας Κουτσολέλος ως Κλιτάντρ είναι ένας άξεστος σαδιστής που γραπώνει τα γεννητικά του όργανα του ενώ μοστράρει την κοιλιά του, φοράει τη χρυσή καδένα στον λαιμό, έχει ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα και το σεξ μονίμως στο μυαλό του.


Αυτή η αφελής απλούστευση –ο «καλός» χωριάτης και ο «κακός» αριστοκράτης– αναιρεί την ουσία του κειμένου, ότι δηλαδή όλοι οι βασικοί ήρωες, είτε έχουν λεφτά είτε τίτλους, αποδεικνύονται εξίσου υποκριτές, παίζουν ακριβώς το ίδιο παιχνίδι. Ο Νταντέν, που αντιμετωπίζει τους Σοτενβίλ ως θεούς κι αγοράζει την κόρη τους για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, δεν είναι αγνότερος από τον Κλιτάντρ ή τους Σοτενβίλ, που τον κλοτσάνε δεξιά κι αριστερά σαν σκουπίδι. Είναι όλοι τους εξίσου υπεύθυνοι γι' αυτή την ισορροπία του τρόμου που διαιωνίζει την ανισότητα και τις διακρίσεις, το δίπολο αφέντες-δούλοι, ανδρείκελα που επιμένουν να ορίζουν τον εαυτό τους μόνο σε σχέση με την τάξη τους.

Ο λάγνος και ακόρεστος αριστοκράτης που κλέβει το κορίτσι από τον αγαθιάρη επαρχιώτη συνεπώς δεν συνιστά μια δυναμική ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων που παρουσιάζει ο Μολιέρος στο έργο του αλλά μάλλον μια μελό και επιφανειακή ανάγνωση αυτού του εξαιρετικού κειμένου.

Ολόκληρο το concept πάνω στο οποίο στήθηκε η παράσταση φανερώνει αδυναμία επεξεργασίας των πραγμάτων. Εκτός του ότι είναι χιλιοειδωμένο, εκτός του ότι δεν χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ενδιαφέροντες χωροταξικούς ή δραματουργικούς συσχετισμούς, το εορταστικό τραπέζι με τους ήρωες-καλεσμένους σε πάρτι δίνει επιπλέον εδώ την εντύπωση μιας λύσης ανάγκης: μερικές καρέκλες κυλικείου και υφάσματα ριγμένα τσάτρα-πάτρα σαν κουρτίνες εποχής δεν συνιστούν, δυστυχώς, άποψη για ένα «φτωχό» αλλά μόνο για ένα «πρόχειρο» θέατρο. Ακόμη και με το χαμηλότερο budget μπορεί κανείς να βρει προτιμότερες λύσεις.


Λίγο «jouez bouzouki», λίγο «ντα νταντιρλά νταντά», ευχάριστα μουσικά διαλείμματα με παλιά αγαπημένα γαλλικά τραγούδια και τους ηθοποιούς να επιδεικνύουν τις χορευτικές τους ικανότητες, όλα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποφύγουμε το «κανονικό» στήσιμο και να γίνουμε «μοντέρνοι» – έστω κι αν δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε πειστικά, έστω κι αν δεν το αισθανόμαστε αληθινά.


Τόσο η υπερβολική εκφραστικότητα (στις γκριμάτσες, στη φωνή, στις κινήσεις) του Νέστορα Κοψιδά στον ρόλο του κυρίου Ντε Σοτενβίλ όσο και ο ελεγχόμενος οίστρος της Σύρμως Κεκέ ως κυρίας Ντε Σοτενβίλ/Υπηρέτριας δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την εύκολη και αναμενόμενη σάτιρα. Η Κατερίνα Λυπηρίδου ως Ανζελίκ αποπνέει μια δυναμική αύρα, η οποία όμως δεν μετεξελίσσεται σε ολοκληρωμένο πορτρέτο της ηρωίδας, συνεπώς μένουμε μετέωροι. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου κερδίζει τις εντυπώσεις και μας προσφέρει στιγμές συγκίνησης, αλλά, δυστυχώς, ακολουθώντας τη σκηνοθετική γραμμή, οδηγεί τον Νταντέν σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση.

Info:

Μολιέρος, Ζορζ Νταντέν, ο άναυδος σύζυγος

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη

Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη

Σκηνικά-Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη

Μουσική: Νέστωρ Κοψιδάς

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Παίζουν: Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Νέστωρ Κοψιδάς, Κατερίνα Λυπηρίδου, Δημήτρης Μαγγίνας, Βασίλης Μαυρογεωργίου

Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν

Φρυνίχου 14, Πλάκα, 210 3222464 & 210 3236732

Διάρκεια παραστάσεων: Έως 9/12

Πέμ.-Κυρ. 21:15

Τιμές εισιτηρίων: Πέμ.-Παρ. €15, €10 (μειωμένο), €8 (ανέργων), Σάβ. €18- 12 (μειωμένο/ανέργων), Κυρ. €16-12 (μειωμένο/ανέργων)


* Βλέπε το βιβλίο «Men and Masks: A study of Molière» του Lionel Gossman

Θέατρο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT

σχόλια

1 σχόλια
Διαβάζοντας την κριτική είδα πάλι μπροστά στα μάτια μου όλα τα κλισέ μιας κακής θεατρικής παράστασης. Υπερβολικούς θεατρινισμούς, προχειρότητα και diy που παρουσιάζονται ως πρωτοπορία, jouez de bouzouki που τάχα θέλει να προκαλέσει σουρεαλιστική έξαρση αλλά καταντάει σαχλότητα, και, εν ολίγοις, απωθητική αισθητική που περισσότερο θυμίζει σίριαλ του Χάρη Ρώμα. Δυστυχώς ορισμένους ηθοποιούς που παίζουν εδώ έχω ξαναδεί και σε άλλες παραστάσεις παρόμοιας αισθητικής και εύκολα κάνω στο μυαλό μου εικόνες από την παράσταση που είδατε.