To 1979 ο θρυλικός ροκ μουσικογράφος Lester Bangs, στο διαβόητο, αλλά επίκαιρο, 40 χρόνια μετά, άρθρο του «The White Noise Supremacists» ανέφερε μια δήλωση της Nico των Velvet Underground σε ένα μουσικό περιοδικό της εποχής.

Δήλωνε, λοιπόν, τότε η Nico με αφέλεια, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Bangs: «Έκανα ένα λάθος. Είπα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής μου στο "Melody Maker" ότι δεν μου άρεσαν οι νέγροι. Αυτό μόνο. Το πήραν προσωπικά, αν και είναι μια εντελώς διαφορετική φυλή. Εννοώ ότι ο Bob Marley δεν μοιάζει με νέγρο, έτσι;... Είναι ένα αρχέτυπο του Τζαμαϊκανού άντρα με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των Λευκών. Δεν μου αρέσουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Μοιάζουν τόσο με των ζώων. Είναι κανίβαλοι, έτσι;».

Ο Bangs δεν ξύπνησε ένα ωραίο πρωί και είπε να το παίξει social justice warrior – τότε δεν υπήρχε καν ο όρος ή τα social media που τον δημιούργησαν, ούτε ήταν ποτέ κάνας σοβαρός υπέρμαχος της πολιτικής ορθότητας. Μια ματιά στα κείμενά του μπορεί να κάνουν και τον πιο αναίσθητο millennial να φρικάρει σήμερα. Ήταν, όμως, ένας άνθρωπος, βαθιά δυσαρεστημένος με τον ρατσισμό που συναντούσε τριγύρω του, κυρίως στις new wave και πανκ σκηνές τόσο του CBGB, του ιστορικού πανκ κλαμπ όπου σύχναζε στη Νέα Υόρκη, όσο και στα βρετανικά γκρουπ του είδους, που χρησιμοποιούσαν σβάστικες ως αξεσουάρ για να προκαλούν. Επιπλέον, ήταν αρκετά ειλικρινής, αναγνωρίζοντας ότι ο ίδιος, με τον τρόπο που μιλούσε, ως λευκός στρέιτ προνομιούχος άντρας, ήταν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά η λύση.

Fast forward στο 2007: Ο μουσικογράφος και συγγραφέας Simon Reynolds, στο πορτρέτο που έκανε στην «Guardian» για τη Nico, βασισμένος σε μαρτυρίες κοντινών της προσώπων, αναφέρει το περιστατικό που την έκανε να μην ξαναπατήσει το πόδι της στην Αμερική. Όπως φημολογείται, επιτέθηκε και τραυμάτισε μια μαύρη γυναίκα σε ένα μπαρ στις αρχές της δεκαετίας του '70, με αποτέλεσμα να τη φυγαδεύσει ο κύκλος του Warhol άρον-άρον από τη χώρα για να γλιτώσει τη φυλακή. Κάτι που επιβεβαίωσε και η ίδια, αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες, χρόνια μετά, σε μια συνέντευξή της στην Αυστραλία, δηλαδή ότι έπρεπε να φύγει «επειδή κάτι συνέβη...».

Το θέμα σε όλη αυτή την υπόθεση δεν είναι να αποδείξουμε με βεβαιότητα αν η Nico είναι ρατσίστρια ή όχι. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα με βάση αυτά που διαβάζει. Ίσως, αν δεν έφευγε πρόωρα από τη ζωή, ξέκοβε από τις ουσίες, από τις οποίες ήταν εξαρτημένη σε όλη της την καριέρα, και είχε διαύγεια, να μπορούσε να «διορθώσει» το σκοτεινό παρελθόν της.

Ήδη καινούργιες μαρτυρίες έχουν βγει στο φως από άτομα –τον μάνατζέρ της συγκεκριμένα– που την έζησαν στο Μάντσεστερ. Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι δεν ήταν ρατσιστική η συμπεριφορά της, μάλιστα είχε φιλικές σχέσεις με έναν Αμερικανοτζαμαϊκανό και συνεργαζόταν με αρκετούς Αφρικανούς μουσικούς, αν και, στην περίπτωσή της, ένα πράγμα που την ακολούθησε μέχρι το τέλος ήταν ο casual αντισημιτισμός της. Τα αστεία που συνήθιζε να κάνει σε Εβραίους φίλους της δεν ήταν και τόσο αθώα και είχαν ως αποτέλεσμα ένας κολλητός της δημοσιογράφος να της βγάλει το επίθετο «nazi-esque».

Δεν προκαλεί εντύπωση, επομένως, το ότι το 2018 ο Τζαμαϊκανός και πολυβραβευμένος συγγραφέας Marlon James –έχει γράψει το μυθιστόρημα «H σύντομη ιστορία επτά φόνων» για τον Bob Marley– ανέβασε ένα αρκετά οργισμένο και επιθετικό ποστ ενάντια στο «Pitchfork» για ένα άρθρο που την παρουσίαζε ως φεμινίστρια ηρωίδα, γράφοντας: «Έχω μείνει άφωνος με όλη αυτή την έγνοια για την κατανόηση και την αποκατάσταση της Nico, που προσπερνά το γεγονός ότι ήταν μια βίαιη και αποκρουστική ρατσίστρια και αντισημίτρια. Να σας πω ποια είναι η γνώμη μου, λευκά αγόρια και κορίτσια που καταπίνετε αμάσητες όλες αυτές τις αηδίες περί ναζισμού επειδή έχουν να κάνουν με την τέχνη και όχι με τον καλλιτέχνη; Σκατά στα μούτρα σας! Δεν ξανασχολούμαι. Περίμενα κάτι καλύτερο από σένα, "Pitchfork"».

Τo πρόβλημα με τη Nico –και την κάθε Νico–, όπως ορθά τονίζει ο James, είναι ο τρόπος που ορισμένοι επιλέγουν να πουν την ιστορία της, δημιουργώντας ένα παραμύθι, ένα εξωπραγματικό αφήγημα που δεν έχει σχέση με την πραγματική ζωή της. Σίγουρα θα ακούσεις περισσότερα «μπράβο» αν την παρουσιάσεις ως μια πρωτο-φεμινίστρια, παρεξηγημένη δημιουργό, καταραμένη, βασανισμένη, παθιασμένη και θύμα των εξαρτήσεών της, παραβλέποντας όλα τα υπόλοιπα, όπως συνέβη και στην πρόσφατη κινηματογραφική βιογραφία για τη ζωή της, Nico, 1988. Να σημειώσουμε εδώ ότι τέτοιου είδους άρθρα δεν εξετάζουν ακριβώς το έργο που άφησε πίσω, πιο πολύ ενδιαφέρονται για τη μυθολογία της.

 

Και εντάξει, ας πούμε ότι η Nico υπήρξε θύμα της πατριαρχίας – κάτι που βέβαια δεν δικαιολογεί επ' ουδενί τον ρατσισμό της, αλλά μπορεί να τον προκάλεσε. Αν στρέψουμε την προσοχή μας σε μια άλλη «ιερή αγελάδα», που βγήκε επίσης από το βρετανικό new wave, τον Morrissey, οι δικαιολογίες λιγοστεύουν. Κανείς δεν αμφισβητεί πόσο κορυφαίο συγκρότημα ήταν οι Smiths και όσα πρόσφερε σε μια ντροπαλή νεολαία που προσπαθούσε να βρει έναν χώρο να εκφραστεί μέσα από τη μουσική.

Γι' αυτόν τον λόγο, αν ο Morrissey απλώς υποστήριζε τους συντηρητικούς ή τους φιλελεύθερους, μπορεί να έκανε ορισμένους που ακούνε μουσική με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω να τσινήσουν, αλλά δεν νομίζω να πείραζε ποτέ κανέναν τόσο πολύ. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο Ian Curtis, από την ίδια σκηνή, ψήφισε Θάτσερ στις εκλογές του 1979, αλλά αυτό δεν λειτουργεί εναντίον των Joy Division ή του ίδιου ως ροκ φιγούρας. Στο ίδιο καλάθι μπαίνουν οι Elvis, Johnny Ramone, μέχρι και ο 50 Cent, για την προτίμηση που δείχνει στη δεξιά.

Για να γυρίσουμε στην περίπτωση του Morrissey, ενός καλλιτέχνη, τα τραγούδια του οποίου έχουν αγγίξει τόσο κόσμο που ταυτίζεται συναισθηματικά μαζί τους, είναι λυπηρό να μη συνειδητοποιεί πόσο προβληματικός και τοξικός έχει καταντήσει. Η στάση του είναι ντροπιαστική για τους ίδιους τους φαν του, ειδικά όσους δεν συμμερίζονται τον ρατσισμό του και, εθελοτυφλώντας, γεμάτοι άρνηση, προσπαθούν μάταια πια να υπερασπιστούν το είδωλό τους.

Είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο πλέον να αποδείξει κανείς ότι το κόμμα που υποστηρίζει είναι αθώο, όταν είναι επιβεβαιωμένα ακροδεξιό, παρά τις άκαρπες προσπάθειες των φαν του να σε πείσουν για το αντίθετο, ωραιοποιώντας πράγματα που δεν θα 'πρεπε – το For Britain της Anne Marie Waters θεωρείται πιο ακραίο και από το UKIP του Nigel Farage, που την πέταξε έξω από το δικό του κόμμα. Επιπλέον, οι συστηματικές ρατσιστικές δηλώσεις που χρονολογούνται από τις αρχές του '80 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα δεν σβήνονται και δεν ανήκουν σε κάποια φανταστική έχθρα που έχει σύσσωμος ο μουσικός Τύπος, συμπεριλαμβανομένης της «Guardian», προς το πρόσωπό του, όπως δηλώνει.

Τέλος, παραβλέπουν ακόμα και τις υπόνοιες στους ίδιους του τους στίχους, όπως έχουν τονίσει επανειλημμένα μουσικοκριτικοί και μουσικοί που ανήκουν σε μειονότητες, έχουν γεννηθεί στη Βρετανία και τα αγγλικά είναι η μητρική τους γλώσσα – οι σόλο δουλειές του συγκεκριμένα είναι γεμάτες αναφορές στις πραγματικές πολιτικές του απόψεις. Κομμάτια όπως το «National Front Disco» ή το «Βengali in Platforms» έχουν απομακρύνει μερίδα Βρετανών ακροατών ινδικής και πακιστανικής καταγωγής.

Η εποχή μας, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν σηκώνει παρερμηνείες. Από την άλλη, είναι μια περίοδος που δείχνει, όσο ποτέ άλλοτε, την εμμονική σχέση μας με τη φήμη. «Νομίζουμε ότι η φήμη (ενός καλλιτέχνη) είναι πιο σημαντική απ' οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένης της ανθρωπιάς» λέει η κωμικός Hannah Gadsby στο συγκλονιστικό stand-up της Nanette που προβάλλεται στο Netflix. Δεν μπορούμε να αφηγούμαστε ωραιοποιημένες ιστορίες για μουσικούς ή καλλιτέχνες που κάθε άλλο παρά αψεγάδιαστοι είναι.

Πέραν της Nico και του Morrissey, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα σημαντικών προσώπων από κάθε χώρο τέχνης με προβληματικό παρελθόν ή προβληματικές δηλώσεις, όπως οι Nick Cave, John Lennon, Miles Davis, Genesis P-Orridge, Burzum κ.ά. Όσο σπουδαίο και αν είναι το έργο ενός καλλιτέχνη, δεν σημαίνει ότι και ίδιος είναι σπουδαίος ως άνθρωπος. Μια τέτοιου είδους παραδοχή δεν καταστρέφει την όποια κληρονομιά του. Στην τελική, όμως, κανείς δεν πρέπει να έχει ασυλία έναντι της κριτικής λόγω του μεγέθους του έργου του και δεν χρειάζεται να πασχίζουμε να διαφυλάσσουμε status που δεν είναι και τόσο πολύτιμα εν τέλει.

Το βασικό ερώτημα είναι πώς πρέπει να αντιδράσει κανείς όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοιες πληροφορίες για αγαπημένους του καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος απάντηση, πέρα από την ειλικρίνεια που έχουμε αναπτύξει στη σχέση με τον εαυτό μας. Είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Επίσης, διαφέρει για τον καθένα. Μπορεί κάποιος να ξενερώσει και να σταματήσει να ακούει τη μουσική τους ή να συνεχίσει να ακούει τα τραγούδια τους, σαν να μην τρέχει τίποτα. Μπορεί να τα ακούει, όμως, αναγνωρίζοντας τον ελέφαντα στο δωμάτιο, όταν χρειάζεται.

Προσωπικά, θα προτιμούσα να πάψει να γιορτάζει τα γενέθλιά τους στα social media σαν να είναι πολιούχοι άγιοι. Μπορεί ακόμη να θεωρήσει ότι είναι θύματα της τυφλής οργής ορισμένων που υπακούνε σε κάποιον αόρατο μανδύα πολιτικής ορθότητας και όχι, ας πούμε, της κοινής λογικής, ότι διάσημοι άνθρωποι μπορεί να διαπράξουν τρομερά εγκλήματα στο όνομα της τέχνης τους, επειδή ακριβώς είναι άνθρωποι με ελαττώματα, φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα.

Μου συνέβη κάτι ανάλογο στο Facebook, σε ένα ποστ όπου σχολίασα τη ρατσιστική πλευρά της Nico. Όταν με κατηγόρησε ένας φαν ότι μάλλον δεν είμαι ψυχολογικά καλά επειδή τόλμησα να δηλώσω το προφανές –κοινώς, μια τρελή, επειδή δεν εξηγούνταν διαφορετικά αυτό που είπα–, αντί να αντιδράσω ανάλογα, προτίμησα να σκεφτώ την κατάσταση πιο αποστασιοποιημένα. Αρχικά, σκέφτηκα ότι είναι κάπως απίθανο να ενδιαφέρουν τη Nico οι απόψεις μας για τη φήμη της το 2020, όταν η ίδια την είχε γραμμένη όσο ζούσε, συν του ότι η συγχωρεμένη μάς έχει αφήσει χρόνους από τον Ιούλιο του 1988, άρα δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο διόρισε τον συγκεκριμένο δικηγόρο της μετά θάνατον. Την είδε με φωτοστέφανο σε κάποιο υγρό όνειρό του μήπως;

Τέλος πάντων, σκέφτηκα επίσης ότι δεν ήταν ανάγκη να εκλάβω τον χαρακτηρισμό του ως άμεσα σεξιστικό, επειδή προηγουμένως η μπάλα είχε πάρει και τον «τυχαίο» Simon Reynolds που ανέφερα ως πηγή, παρά την εκτενέστατη βιβλιογραφία του πάνω στη μουσική, και υποθέτω ότι με την ίδια λογική και οι Lester Bangs και Marlon James, που πιστεύουν ακράδαντα ότι η Nico είναι ρατσίστρια, επίσης δεν έχουν σώας τα φρένας. Λες και δεν επιτρέπεται να έχουν/έχουμε και να εκφράζουν/εκφράζουμε προκλητικές απόψεις, διαφορετικές από τις δικές σου, σκληροπυρηνικέ φαν

Και δεν τίθεται θέμα ακύρωσης ή λογοκρισίας κάθε προβληματικού μουσικού ή καλλιτέχνη – το cancel culture είναι μια αστεία υπόθεση που περιορίζεται στα hashtags στα κοινωνικά δίκτυα. Όπως έχει πει η Gadsby εν προκειμένω: «Η λογοκρισία είναι άχρηστη σε τέτοιες περιπτώσεις, επειδή αφήνει ένα κενό σε ένα σημείο απ' όπου που θα μπορούσες να αποκομίσεις κάτι ως άνθρωπος. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον Πικάσο. Δεν είμαι φαν του, αλλά είμαι φαν του. Δεν είμαι φαν του κενού που έχουν αφήσει στη βιογραφία του σχετικά με το πόσο τοξικό και επιθετικό άτομο ήταν και τον τρόπο που η συμπεριφορά του ενθαρρυνόταν από την κοινότητα που υπήρχε τριγύρω του. Αν, όμως, εξαφάνιζες το όνομά του από τη συλλογική μνήμη, δεν θα χάναμε μόνο ό,τι κακό έκανε αλλά και όλα τα καλά. Και μπορούμε να μάθουμε και από τα δύο».