Μεταμοντέρνοι - αλλά ειλικρινείς

Μεταμοντέρνοι - αλλά ειλικρινείς Facebook Twitter
1

Η Λένα Κιτσοπούλου έγινε αίφνης γνωστή στο μεγάλο κοινό όταν μιαμεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα αποφάσισε ν’ ασχοληθεί μαζί της ενάμιση μήνα μετά (!) το γεγονός που προκάλεσε το οργισμένο πρωτοσέλιδό της, την παράστασή της Αθανάσιος Διάκος - Η επιστροφή. Διατρέχοντας σελίδες, μπλογκ, σχόλια επί σχολίων για τη συγγραφέα/ηθοποιό/σκηνοθέτη, σε πιάνει ίλιγγος από την ανοησία, το έλλειμμα βασικών δημοκρατικών ευαισθησιών, τη βαθιά συντήρηση και τον φανατισμό στο όνομα της πατρίδας και της ηθικής (ποιας πατρίδας και ποιας ηθικής ακριβώς;), το επικίνδυνο θράσος διαφόρων που διεκδικούν το δικαίωμα να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, καταδικάζοντας την ίδια στιγμή ανωνύμως το ίδιο δικαίωμα, όταν το διεκδικούν καλλιτέχνες που αγνοούν, επειδή κάπου διάβασαν κάτι. Το χειρότερο, δε, είναι ότι στο σύνθετο σκηνικό που στήθηκε χάριν πολιτικών-εκδοτικών συμφερόντων (στο οποίο η ελευθερία της έκφρασης, η λειτουργία της τέχνης και ο ρόλος του καλλιτέχνη συκοφαντήθηκαν ανενδοίαστα στο όνομα της «φιλοπατρίας»!) πήραν θέση και επιφανείς των γραμμάτων και των τεχνών, για να εκφράσουν τη δυσανεξία τους σε σύγχρονες τάσεις της γραφής και των παραστατικών τεχνών, χρησιμοποιώντας την Κιτσοπούλου ως δείγμα έσχατης παρακμής. Κατ’ αυτούς η Κιτσοπούλου γράφει για να προκαλεί και να συζητείται. Το γεγονός ότι η μέχρι σήμερα πορεία της παρουσιάζει συνέπεια (θεματολογική και υφολογική) και ότι σαφώς εξελίσσεται και προχωρεί δεν τους απασχολεί – κάποτε μπορεί να το έπαιζαν προχωρημένοι, διαβάζοντας Μπουκόφσκι και Μπορίς Βιαν, αλλά στην Ελλάδα που οι ίδιοι χρεοκόπησαν είναι καιρός να γυρίσουμε στον Παλαμά!

Το φαινόμενο είναι σύνθετο, αλλά δεν μπορούσα να αποφύγω τις σχετικές νύξεις, αφού το Χαίρε Νύμφη του Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία και ελαφρά διασκευή της Κιτσοπούλου επαναλαμβάνεται στο Θέατρο Τέχνης. Είδα την παράσταση την περασμένη άνοιξη και δεν ενθουσιάστηκα – η παιγνιώδης, «μεταμοντερνιστική» ματιά της μου φάνηκε ότι δεν ταίριαζε σ’ ένα θέμα τόσο σοβαρό και οξύ στις μέρες μας, όπως η πορνεία. Συμβαίνουν κι αυτά: να παρακολουθήσεις κάτι μέσα από ένα πρίσμα που δεν αφορά τη σκηνοθετική πρόθεση. Έπρεπε να ξαναδώ την παράσταση για να διαπιστώσω ότι για άλλα πράγματα ήθελε να μιλήσει η Κιτσοπούλου. Μέσα από τη φρίκη των ανθρωπίνων σχέσεων μοιάζει να θέλει να πει ότι το Καλό είναι επιλογή – είναι θέση, όχι φύση.

Στην ιστορία του Ξενόπουλου ένας φοιτητής καλής οικογένειας, υποταγμένος στα ένστικτα του υπογαστρίου, πουλάει έρωτα σε μια άβγαλτη νεαρή, τη ρίχνει στο κρεβάτι του και στη συνέχεια την πλασάρει στους φίλους του. Στη Β’ Πράξη, οκτώ χρόνια μετά, το κορίτσι, η Ρόζα, είναι πια πόρνη πολυτελείας. Ένας από τις εραστές της την έχει ερωτευτεί και θέλει να την παντρευτεί και να αποκαταστήσει τη θέση της στην κοινωνία, αλλά παρεμβαίνει η «αγία οικογένεια» για να επαναφέρει την τάξη. Ο γαμπρός λακίζει την τελευταία στιγμή και η Ρόζα αυτοκτονεί.

Η Κιτσοπούλου πήρε το έργο του Ξενόπουλου και το φρεσκάρισε. Κατά σημεία –όχι πολλά– πείραξε τους διαλόγους, όπως στη σκηνή, όπου μια από τις ερωμένες του φοιτητή διαπιστώνει ότι δεν αποτελεί τη μοναδική γυναίκα στη ζωή του. Ο Ξενόπουλος γράφει «Ου να χαθείς, μασκαρά, παλιάνθρωπε… Ανάγωγε, πρόστυχε, αγενέστατε, γάιδαρε, φτου!», και η Κιτσοπούλου καταφεύγει στο σύγχρονο βωμολοχικό λεξιλόγιο, προσδίδοντας στον ρόλο της προδομένης τη δυναμική μιας σύγχρονης γυναίκας που έχει δει πολλά και δεν μασά τα λόγια της. Στο ίδιο πνεύμα είναι και η παράβαση που προσθέτει η σκηνοθέτις μεταξύ Α’ και Β’ Πράξης, μέσω της οποίας φωτίζεται το πνεύμα της σκηνοθετικής ανάγνωσης. Την ερμηνεύει η ίδια, εστιάζοντας σε δύο τινά: στην ερωτική προδοσία, που είναι ίδια σε κάθε εποχή, «γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει», και στην οδύνη της «ανακάλυψης» ότι ο έρωτας δεν κρατάει για πάντα, που αν και παλιά όσο ο άνθρωπος, είναι πάντα προσωπική και πάντα το ίδιο αβάσταχτη.

Κάποιες σκηνοθετικές ιδέες (οι ηθοποιοί πρωτοεμφανίζονται στην αρχή της παράστασης σαν να κάνουν πασαρέλα, ο ηθοποιός που παριστάνει τον Έρωτα με φτεράκια και πλαστικό τόξο, η Ρόζα ως Έιμι Γουάινχαουζ –ένα κορίτσι που δεν μπόρεσε να ενηλικιωθεί και αυτοκαταστρέφεται–, το ένθετο τραγουδάκι «Ρόζα πουτάνα», που τραγουδά ο θίασος, το χάρτινο ταξί, οι στριγκλιές της μάνας, η σκηνή του τέλους, όπου οι ηθοποιοί σαν να βγαίνουν από τη δράση για να γίνουν πρόσωπα «κανονικά») δίνουν στην παράσταση το μεταμοντερνιστικό ύφος που είναι της μόδας. Κάποιες στιγμές η επιμονή να γελοιοποιηθούν ζητήματα σοβαρά γίνεται ενοχλητική. Όμως δεν είναι από ελαφρότητα που συμβαίνει αυτό, αλλά από απόγνωση – και αυτή είναι για μένα η ειδοποιός διαφορά, που όχι μόνο διασώζει την παράσταση αλλά της προσδίδει την αυθεντικότητα της προσωπικής κατάθεσης. Αν τα μείζονα ζητήματα, παραμένοντας ανεπίλυτα, κατάντησαν μπανάλ από τη συνεχή ενασχόλησή μας με αυτά, ποιος φταίει; Και πώς να ξαναμιλήσεις γι’ αυτά σοβαρά, όταν η σοβαρότητα συκοφαντείται και εγκαλείται ως υποκρισία από τους σοβαροφανείς;

Θέατρο
1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT

σχόλια

1 σχόλια
Πλάκα μας κάνετε και εσείς και η κυρία Κιτσοπούλου;;;Κρίμα για τους πολύ καλούς ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτή την παρωδία ή μάλλον καλύτερα στην παράνοια της Λ. Κιτσοπούλου.Αν αυτό το απαράδεκτο θέαμα και άκουσμα το ονομάζει κάποιος με τέτοια ευκολία cult παράσταση (γιατί άλλοι κριτικοί και ένθερμοι οπαδοί αυτής της παράστασης έτσι την αποκάλεσαν), τότε τι να πω; Η ψυχανάλυση μάλλον έχει πλέον το λόγο. Γιατί δεν την ονομάζουμε S & M; Σαδίστρια η Κιτσοπούλου, μαζοχιστές οι θεατές.Κρίμα, γιατί κατάντησε και το Θέατρο Τέχνης σαν την Επίδαυρο...Μπαίνει όποιος θέλει και παρουσιάζει ό,τι να'ναι, φροντίζοντας όμως εκ των προτέρων να κρύψει την αδυναμία του μέσα από την επιλογή πολύ αξιόλογων συντελεστών.Το γεγονός επίσης ότι η "παράσταση" δεν είχε διάλειμμα, προκειμένου να απελευθερωθούν όσοι θεατές δεν άντεχαν άλλο αυτό το μαρτύριο, το έκανε σχεδόν καταναγκαστικό έργο για το θεατή. Εδώ ταιριάζει το S & M.Για όσους τελικώς δοκιμάσουν τις αντοχές τους και δουν αυτή την "παράσταση", εύχομαι καλή τύχη και κουράγιο.Ειδικά στο "μονόλογο" της Κιτσοπούλου, στα ουρλιαχτά της, στα συνθήματά της και σε όλα τα σημεία όπου "μεγαλουργεί" η ίδια.Μεγάλες στιγμές απόλυτης βλακείας...