Νόστιμα ταξίδια

Νόστιμα ταξίδια Facebook Twitter
0
Σουβλάκι, πιροσκί και άλλα στη Μόσχα της δεκαετίας του '90
Χ.Α. Χωμενίδης, συγγραφέας

Το χειμώνα του 1990 βρισκόμουν στο Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ της Μόσχας, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας εκπαιδευτικών ανταλλαγών, μαζί με τρεις παιδικούς μου φίλους και συμφοιτητές μου στη Νομική. Στην ετοιμόρροπη τότε Σοβιετική Ένωση, με διακόσια δολάρια τον μήνα περνούσες πριγκιπικά: σύχναζες στα καλύτερα εστιατόρια -εκεί όπου οι ντόπιοι δειπνούσαν μόνο τη μέρα του γάμου τους-, έμπαινες στην Pizza Hut -που είχε μόλις ανοίξει και οι ουρές στην είσοδό της ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι στο Μαυσωλείο του Λένιν-, διασκέδαζες στη ντισκοτέκ «Μαρίκα» - στην οποία έπαιζαν και χόρευαν ως μπλουζ το «Γιε μου» του Σταμάτη Κόκοτα... Μη θέλοντας όμως να νιώθεις σαν στρατός κατοχής ή σαν τον θείο απ' την Αμερική, επεδίωκες να ενταχθείς στην καθημερινότητα των Σοβιετικών: τα έφτιαξα με την Όλια, τρία χρόνια μεγαλύτερή μου, είκοσι εφτά τότε, και ήδη χήρα και μητέρα της τρίχρονης Αννιούτας. Η Όλια καταγόταν από την Τασκένδη και μολονότι εκπονούσε το διδακτορικό της στο Λομονόσωφ, δεν είχε άδεια παραμονής στη Μόσχα. Άρα δεν διέθετε και τη διαβόητη «αγοραστική κάρτα», που η επίδειξή της ήταν απαραίτητη για να ψωνίσεις οτιδήποτε από οπουδήποτε σχεδόν. Στα πρώτα τρία ραντεβού με άφησε να την τραπεζώσω στο γεωργιανό εστιατόριο Αράκβι, το οποίο σέρβιρε φασιανό, μπολ με χαβιάρι, κυρίως δε το νοστιμότερο σουβλάκι που έχω γευτεί ποτέ. Ύστερα όμως η Όλια μού επέβαλε τον δικό της τρόπο ζωής: πηγαίναμε μαζί με το κοριτσάκι της σε κάτι μικρά ζαχαροπλαστεία -όπου δεν απαιτούνταν η επίδειξη της αγοραστικής κάρτας- και παραγγέλναμε τσάι (με λίγη βότκα στη ζούλα μέσα του), πιροσκί και ζαχαρωτά. Καθόμασταν στον πάγκο και χαζεύαμε απ' την τζαμαρία την κίνηση στον δρόμο, τους «μπαγαπόντες» που εμπορεύονταν ρολόγια του Σοβιετικού Στρατού και τα ροκ συγκροτήματα που είχαν μόλις αρχίσει να παίζουν ελεύθερα και έβγαζαν πιάτο για φραγκοδίφραγκα από τους περαστικούς. Με πέντε πιροσκί είχα χορτάσει για μεσημέρι. Το βράδυ μέναμε σπίτι -σε ένα δωμάτιο δηλαδή το οποίο νοίκιαζε η Όλια σε παλιό αρχοντικό της περιοχής Παρκ Κουλτούρι- και τρώγαμε σούπες με λίγο κρέας και χορταρικά, που είχε προμηθευτεί στη μαύρη -άντε τη γκρίζα- αγορά...-

Clam Chowder στην Καλιφόρνια
Μαρία Μαρκουλή, δημοσιογράφος

Κανονικά δεν μου αρέσει να κολυμπάνε πράγματα μέσα στο πιάτο μου. Έχω την εντύπωση πως πάει να κρυφτεί εκεί κάτι που δεν θέλω να ξέρω και βέβαια ούτε και να φάω. Έτσι έχω χάσει μερικές από τις πιο ωραίες ψαρόσουπες. Μετά την Καλιφόρνια, όμως, απλά δεν μπορώ να προβάλλω τέτοια επιχειρήματα. Βούτηξα στο «διεθνούς φήμης clam chowder» (έτσι το διαφημίζουν) του Splash Café και από εκεί νομίζω δεν υπάρχει επιστροφή. Έγινε κάπως έτσι: ήμασταν όλη μέρα στον δρόμο, οδηγούσαμε στην 101 South από το Μόντερεϊ και έπιασε να βραδιάζει στο Pismo Beach, έναν παράδεισο για σέρφερ όπου τα πάντα είναι φτιαγμένα από σανίδες του σερφ, από την καρέκλα που κάθεσαι ως το χαλάκι του μπάνιου. Και το Splash Café τέτοιο σημείο είναι - σέρφερ τρώνε, πίνουν και τα βάζουν με τα κύματα. Έχει και όλη τη σχετική διακόσμηση γύρω, πλαστικές καρέκλες σαν τις δικές μας και το διάσημο πιάτο του. Που έρχεται μεν σε πιάτο, αλλά το δικό του πραγματικό πιάτο είναι ένα καρβελάκι ψωμί με ωραία καλοψημένη κρούστα, από όπου όμως έχουν αδειάσει την ψίχα και μέσα εκεί, σε ένα κρεμώδες μείγμα, κολυμπάνε στρείδια, μύδια και άλλα θαλασσινά που πρέπει να εμπιστευτείς, αλλιώς θα χάσεις. Κάτι σαν διαφορετική ψαρόσουπα, πολύ δημοφιλής στην περιοχή και άλλο πράγμα στη γεύση. Τhe one and only, κυρίες και κύριοι, clam chowder. Τόσο δυνατό όσο η αίσθηση πάνω στο κύμα - ή ας πούμε κάτι κοντά σε αυτή.

Κdel και άλλα à la Viennoise
Αύγουστος Κορτώ, συγγραφέας

Βιέννη, Πάσχα του 2008. Σουίτα στο ιστορικό Sacher (χτισμένο στη θέση του οικήματος ένθα τα κακάρωσε ο Βιβάλντι), με τα φερώνυμα κέκια (κι όχι μόνο το γνωστό Ζάχερ κέκι με τη μυστική συνταγή -λέμε τώρα- και τη μαρμελάδα βερίκοκο, αλλά και το νέο, εκμαυλιστικό κέκι, μουλιασμένο στο eggnong - ή, γερμανιστί, eierlikör). Βόλτες στα καλντερίμια όπου άλλοτε σουλάτσαρε (με τις φοβερές καούκες του) ο Μότσαρτ, στα πάρκα που ενέπνευσαν τον αείμνηστο Σούμπερτ - αλλά πέρα απ' τη μουσική και τις πνευματικές απολαύσεις, Βιέννη ίσον μάσα, μάσα, μάσα! Όπως στο αλησμόνητο Zwölf Apostelkeller: στα έγκατα της γης, σαν bunker ένα πράμα, που κατεβαίνεις, κατεβαίνεις, κατεβαίνεις κι άλλο, στα μισά ακούς κάτι τυρολέζικα ακορντεόν, κατεβαίνεις λίγο ακόμα - και φτάνεις (και με τις δύο έννοιες της λέξης): λουκάνικα πάσης φύσεως, βραστοτηγανητές πατάτες με λαρδί, κρέατα να σου βουλώνει η αορτή -ανιούσα και κατιούσα- και τα λατρεμένα knödel (ήγουν ζυμαρόμπαλες μαγειρεμένες στον ζωμό του κρέατος), απ' τα οποία θα μπορούσα να αποθάνω ευτυχής. Και το μπόνους; Εν ώρα ξεκοιλιάσματος, μας ζυγώνει βιολιτζής αβρότατος και υποχρεωτικός, που μόλις ακούει ότι είμαστε Έλληνες, πιάνει τα «Παιδιά του Πειραιά» και μας κάνει την καρδιά φιόγκο. Τι συγκινήσεις, ένθεν και ένθεν. Νους και σώμα. Μουσικές τέρψεις και ντερλίκωμα. Χατζιδάκις και βογκητά ηδίστης δυσπεψίας...

Zarzuela de pescado στην Ισπανία και την Κούβα
Αντόνιο Τούτερα, ιδιοκτήτης εστιατορίου Il Postino

Μεγάλωσα στο Τορίνο της Βόρειας Ιταλίας με καταγωγή από τον Νότο και μετά από χρόνια κατάλαβα πόσο σημαντικός ήταν αυτός ο συνδυασμός. Πριν από 30 χρόνια είχα πάει ταξίδι με τους κολλητούς μου στην Ισπανία. Κάνοντας μια στάση στη Βαρκελώνη, μετά από μια νύχτα στη Ράμπλα ντε Φλόρες, βρεθήκαμε μέσα σε ένα κουτούκι χωρίς λεφτά, αλλά έτοιμοι να μοιραστούμε διά του τρία το μοναδικό πιάτο του μαγαζιού: μια σούπα πηχτή. Ήταν zarzuela de pescado, μια ψαρόσουπα δηλαδή με καλαμάρι, μπακαλιάρο, ρόμβο και οστρακοειδή. Εκτός από την πείνα μας που την έκανε θαυμάσια συνέβη και το εξής περιστατικό: ένα πολύ ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν δίπλα μας, βλέποντας την όρεξη με την οποία καταβροχθίζαμε το μοναδικό μας πιάτο, μας πρόσφερε και τις δικές του σούπες για να χορτάσουμε. Είκοσι πέντε χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό ταξίδεψα μόνος μου στην Κούβα. Μια νύχτα στην Αβάνα, λοιπόν, γνώρισα κάποιους μουσικούς που με πήγαν σε ένα κουτούκι όπου μου σέρβιραν και πάλι zarzuela de pescado. Ίδιο πιάτο είκοσι πέντε χρόνια αργότερα. Το πιάτο αυτό, λοιπόν, θα μου θυμίζει για πάντα τη φιλοξενία, τη χαρά και την αγάπη που μπορεί να προσφέρεται σε ένα τραπέζι. Αυτό είναι που προσπαθώ να μεταφέρω σε κάθε τραπέζι όλα αυτά τα χρόνια που εξασκώ αυτό το επάγγελμα.

Papas arrugadas και arroz caldose con langosta στο Λανζαρότε
Καίτη Κουφονικόλα, συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής και ιδιοκτήτρια του Καφέ Αβησσυνία

Το Πάσχα που μας πέρασε ταξίδεψα στο Λανζαρότε, στις Κανάριους Νήσους. Είναι ένα ηφαιστιογενές νησί με θάλασσες από λάβα, κατάμαυρο, με άσπρα σπίτια και με σύννεφα που συνεχώς κινούνται και σε ταξιδεύουν. Η La Geria (Λαχέρια) είναι μια περιοχή με αμπέλια που ευδοκιμούν πάνω σε μαύρο χώμα και προστατεύονται από πέτρες από λάβα. Το κρασί που παράγεται εκεί είναι συγκλονιστικό, αλλά η γεύση που μου έμεινε ήταν αυτή από τις papas arrugadas, δηλαδή μικρές βραστές πατάτες βρασμένες με τη φλούδα τους μαζί με μπόλικο αλάτι, που συνοδεύονται με mohos canarias, δηλαδή διαφόρων ειδών σάλτσες. Σε μια από τις πράσινες σάλτσες που μου άρεσαν ιδιαιτέρως χρησιμοποιούν ψίχα από αμύγδαλο, σαφράν, κύμινο, σκόρδο και φρέσκο κόλιαντρο. Ένα άλλο φαγητό που με εντυπωσίασε είναι το arroz caldose con langosta, δηλαδή ζεστό ρύζι με αστακό. Το ρύζι είναι ζουμερό μέσα στη σάλτσα ντομάτας και ο αστακός όνειρο. Εκεί έπαιξε ρόλο και η παρουσίαση. Μου το σέρβιραν μέσα σε μια μεγάλη μαύρη μαντεμένια κατσαρόλα μαζί με μια μεγάλη κουτάλα. Σας αναφέρω αυτά γιατί ακόμα νιώθω τη γεύση τους στον ουρανίσκο μου.

Sukiyaki στην Ανατολή και Corndog στη Δύση
Ινώ Μέη, φωτογράφος

Ανατολή: Τον Ιούλιο του 2009, μετά από μια γεμάτη μέρα στο Κιότο, που περιλάμβανε ποδήλατο ως μεταφορικό μέσο, περίπατο στους ξακουστούς ναούς, αγορά συγκλονιστικών vintage κιμονό και αναζήτηση γκεϊσών για να τις φωτογραφίσω, βρίσκομαι επιτέλους καθισμένη οκλαδόν στο υπερβολικά μικρό για τις διαστάσεις μου τραπέζι που έχουμε κρατήσει στο Negiya Heikichi για να γευτώ για 1η φορά Sukiyaki. Μας φέρνουν ένα σιδερένιο σκεύος πάνω σε γκαζάκι, μέσα στο οποίο υπάρχει μείξη σάλτσας σόγιας, ζάχαρης και mirin, ένα πλατό με υπερβολικά λεπτοκομμένες φέτες μοσχαριού, κομμάτια τόφου και φρέσκα λαχανικά, ένα πιάτο με ωμά αυγά κι άλλο ένα με τέλεια ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι. Αρχίζουμε να σιγοβράζουμε το κρέας, το τόφου και τα λαχανικά μέσα στο μείγμα και δημιουργεί ο καθένας μας το προσωπικό του dipping, που δεν είναι άλλο από το αυγό και το κρεμμυδάκι, με πολύ ανακάτεμα φυσικά! Απλά υπέροχο.

Δύση: Έχω τελειώσει την 3η Δημοτικού και περνώ με τη μητέρα μου ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη Φλόριντα, στο σπίτι της θείας μου. Αμερικάνικο middleclass suburbia στο φουλ: μονοκατοικίες με κήπο και πισίνα, η πιο κοντινή απόσταση για βενζινάδικο, σουπερμάρκετ κ.ο.κ 15 λεπτά με το αυτοκίνητο και φυσικά ο παράδεισος των mall. Τότε πήγα και για πρώτη φορά στη ζωή μου σε αυτά τα γιγαντιαία «δημιουργήματα». Μετά από ατελείωτες βόλτες και shopping (οι Barbie εκεί ήταν διαφορετικές από τις δικές μας), καθόμαστε και σε λίγο καταφθάνει η ξαδέρφη μου με μια χάρτινη σακούλα γεμάτη corndog. Ένιωσα τέτοια γευστική ευδαιμονία που για τους επόμενους 3 μήνες παρακαλούσα να πάμε στο mall και να μου πάρουν corndog!

Τρούφες σοκολάτας στο Spruengli της Ζυρίχης
Δημητρης Αντωνίτσης, curator

Νομίζω ότι η εκπληκτικότερη γαστριμαργική μου εμπειρία ήταν στα 16 μου, όταν δοκίμασα τα χειροποίητα τρουφάκια του ζαχαροπλαστείου Spruengli στη Zυρίχη. Αισθάνθηκα σαν τον Τσάρλι στο εργοστάσιο της σοκολάτας. Έκσταση! Τα φτιάχνουν με φρέσκια σοκολάτα κάθε μέρα. Για τη γέμιση αναμειγνύουν τρία διαφορετικά είδη σοκολάτας και έτσι την ώρα που δαγκώνεις την τρούφα, ενώ το περίβλημα είναι σκληρό, η γέμιση είναι μαλακή και θεσπέσια. Από τα 16 μου που τα πρωτοδοκίμασα έχω πάει αμέτρητες φορές στο Spruengli. Εξάλλου, σπούδασα στη Ζυρίχη και μετά από κάθε εξεταστική πέρναγα από 'κει για τόνωση. Θα πάω και την επόμενη βδομάδα και περιμένω να τα φάω με μεγάλη ανυπομονησία.

Αcarajé στο Σάο Πάολο
Jeff Marawi, μουσικός

Ήμουν περίπου 15 χρόνων, εκδρομή με τους θείους μου σε μια μικρή πόλη δυτικά του Σάο Πάολο που λέγεται Embu das Artes. Το μέρος είναι αποκλειστικά τουριστικό, γνωστό κυρίως για το γεγονός ότι στεγάζει καλλιτέχνες και τεχνίτες από ολόκληρη τη Βραζιλία. Ανάμεσα στους πάγκους με τα πολύχρωμα πήλινα γλυπτά βλέπω ένα τραπέζι και πίσω του μια μεγάλης ηλικίας μαύρη γυναίκα, ντυμένη στα λευκά. Η γυναίκα ήταν μια Baiana (τουλάχιστον ήταν πολύ πειστική) και πούλαγε acarajé. Το acarajé είναι όσο πιο εξωτικό μπορεί να είναι ένα βραζιλιάνικο φαΐ για έναν Βραζιλιάνο που μένει στο κέντρο του Σάο Πάολο. Ουσιαστικά είναι μια πορτοκαλί ζύμη από φασόλια, τηγανισμένη σε λάδι από dende (το οποίο χρησιμοποιείται και για καύσιμο!), γεμισμένη με vatapá. Το vatapá είναι ένα εκρηκτικό μείγμα ψωμιού, γαρίδας, τριμμένων φιστικιών κάσιους, γάλακτος καρύδας, dende και σίγουρα έχει και κάποια άλλα υλικά που αγνοώ. Η γυναίκα το ετοιμάζει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, βάζοντας μια κουταλιά από την πορτοκαλί ζύμη στο λάδι και ύστερα μπόλικο vatapá μέσα στη φρεσκοτηγανισμένη ζύμη. Δεν μπορώ να περιγράψω πια τη γεύση του με ακρίβεια, αλλά τις σπάνιες φορές που βρίσκομαι στη Βραζιλία από τότε ψάχνω ανεπιτυχώς έναν πάγκο με acarajé.

Solyanka στη Μόσχα
Γιώργος Κυριακού, label manager στην Klik Records

Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στη Μόσχα για ένα event σε ένα από τα ομορφότερα club restaurant της πόλης, το Solyanka. Για μια ακόμα φορά μου ήταν πολύ δύσκολο να αντισταθώ στον πειρασμό του να γευτώ ξανά τη συγκλονιστική γεύση μιας αυθεντικής ρώσικης σούπας, το όνομα της οποίας ταυτίζεται και με το όνομα του κλαμπ. Η Solyanka, λοιπόν, αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς ρώσικες σούπες στην οποία συνυπάρχουν διαφορετικές ποικιλίες τουρσί και ξινολάχανο. Το βασικό της συστατικό μπορεί να είναι μοσχαρίσιο κρέας, ψάρι ή μανιτάρια και σερβίρεται με ελιές, ψιλοκομμένες φέτες λεμονιού και sour cream, την οποία πρέπει να προσθέσεις, μιας και απογειώνει τη γεύση του συγκεκριμένου πιάτου... Το σημαντικό, τη συνδυάζεις πάντα με ένα σφηνάκι ζεστής αυθεντικής ρώσικης βότκας. Το αποτέλεσμα... ένα χαμόγελο ευτυχίας και ικανοποίησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου.

Κότσι στην μπιραρία Schwezerhaus στη Βιέννη
Γιώργος Γεωργακόπουλος, ιδιοκτήτης των Cheapart και TAF

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το κότσι σε μια μπιραρία στη Βιέννη. Πρόκειται για μια υπαίθρια μπυραρία, τη Schwezerhaus, που χωράει γύρω στους τρεις χιλιάδες ανθρώπους, λίγο έξω από τη Βιέννη, κοντά στο μεγάλο λούνα παρκ της πόλης. Με πρωτοπήγανε το καλοκαίρι του 2007 κάτι φίλοι μου Βιεννέζοι - ο ένας μάλιστα από τους καλλιτέχνες που με πήγε, ο Christian Rupp, ξεκινά μια ατομική έκθεση στο TAF σύντομα. Στη Schwezerhaus κάθεται κανείς σε μεγάλους πάγκους έξω - είναι ανοιχτή μόνο άνοιξη και καλοκαίρι. Το κότσι εκεί είναι πολύ τραγανό απ' έξω και πολύ τρυφερό μέσα, χωρίς να είναι στεγνό. Μαζί με την μπίρα (Pilsner Urquell - τη φέρνουν κατευθείαν από την Τσεχία) είναι μοναδική εμπειρία. Τώρα πια, όταν βρίσκομαι στη Βιέννη, πηγαίνω με κάθε ευκαιρία στη Schwezerhaus!


Καρπούζια στο Ουζμπεκιστάν, γιαμ στο Μπενίν και τηγανητές ακρίδες στη Ρουάντα
Μάγια Τσόκλη, βουλευτής και ταξιδιωτική δημοσιογράφος

Αλησμόνητες μου έχουν μείνει πολύ περισσότερο οι καταστάσεις και οι συνθήκες που τις συνόδευαν, παρά οι ίδιες οι γεύσεις. Πώς να ξεχάσω τον Νούβιο μάγειρα που μας φρόντισε στο δεκαήμερο ταξίδι στην έρημο του Σουδάν; Μετά από την καθημερινή ταλαιπωρία, την άμμο και τον καυτό ήλιο, το μαγειρευτό φαγητό που έφτιαχνε κάθε βράδυ με πρωτόγονα μέσα μάς φαινόταν κυριολεκτικά θεσπέσιο. Πολύ αμφιβάλλω, όμως, αν θα το εκτιμούσα εξίσου στην Αθήνα. Αξέχαστα ήταν τα καρπούζια στο Ουζμπεκιστάν, τα γιακιτόρι στην Ιαπωνία, η Ιντζέρα με τις σάλτσες της στην Αιθιοπία, το γιαμ στο Μπενίν... αξέχαστες (και άγευστες) ήταν οι τηγανητές ακρίδες στη Ρουάντα και οι λιαστές κάμπιες στη Μποτσουάνα. Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι για όλες τις χώρες που έχω επισκεφθεί. Όμως ένα είναι το συμπέρασμά μου. Ότι δεν μπορείς να αποκόψεις τη γεύση από τον τόπο που τη δημιούργησε. Άλλη γεύση έχει το ουζάκι στη Λέσβο, και άλλη σ' ένα μεζεδοπωλείο της Αθήνας. Έστω κι αν προέρχεται από το ίδιο μπουκάλι!

Fish and shrimps στο Πορτ Ελίζαμπεθ / Οστρακοειδή στη Νέα Ζηλανδία
Mάρω Κουρή, φωτορεπόρτερ

Πρόσφατα έφαγα fish and chips στο Πορτ Ελίζαμπεθ της Νότιας Αφρικής. Εκεί το ψάρι είναι φθηνό και ωραίο γιατί είναι πάνω στον Ινδικό Ωκεανό. Μπορείς, μάλιστα, να φας και fish and shrimps - μαριδούλες, ψαράκια... Αξέχαστος ως τελετουργία, όμως, μου έχει μείνει και ο τρόπος με τον οποίο μαγειρεύουν οι Μαορί στη Νέα Ζηλανδία τα οστρακοειδή. Παίρνουν μια χούφτα οστρακοειδή, τα τυλίγουν σε αλουμινόχαρτo, παίρνουν πατάτες ή ψάρια ή χόρτα, τα τυλίγουν κι αυτά σε αλουμινόχαρτο και τα βάζουν μέσα σε μεγάλα καλάθια. Μετά ανοίγουν τεράστιες τρύπες στο χώμα, που τις ζεσταίνουν με μια καυτή ζάντα από φορτηγό ή μια σιδεριά. Εκεί μέσα βάζουν τα καλάθια, τα σκεπάζουν με χώμα και τα αφήνουν να ψηθούν για πέντε ή έξι ώρες. Γίνονται πάρα πολύ νόστιμα.

Σάκε στο Τόκιο
Χρήστος Πότσιος, φωτογράφος

Έχω φάει ουρά καγκουρό στην Αυστραλία, κρέας από κροκόδειλο στη Νέα Ορλεάνη και έντομα στο Μεξικό, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν μου έχει κάνει εντύπωση. Είναι σαν να επισκέπτεσαι την Ελλάδα και να δοκιμάζεις κοψίδια στα Μέγαρα. Παρ' ολα αυτά, ένα γεύμα που μου έχει μείνει αλησμόνητο ήταν αυτό που μας έκανε η Χουμίκο στο Τόκιο πριν από πέντε χρόνια περίπου. Και δεν ήταν οι πληθωρικές γεύσεις -σε αντίθεση με το μινιμάλ γιαπωνέζικο φαγητό που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα- που δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά η υπέροχη γιαπωνέζικη φιλοξενία από μια γυναίκα που δεν μας γνώριζε και δεν την γνωρίζαμε. Αυτό που θα θυμάμαι για πάντα είναι η εντύπωση που μου έκανε το τελετουργικό γύρω από το τραπέζι και η ευγένεια με την οποία προσεγγίζεται το φαγητό σε αυτήν τη χώρα. Είναι σημαντικό το πώς θα ακουμπήσεις τα τσόπστικς, ενώ σιγά-σιγά αρχίζεις να παρατηρείς λεπτομέρειες όπως το γεγονός ότι κρατάνε και με τα δύο χέρια το σάκε. Οι άνθρωποι εκεί είναι ιδιαίτερα φιλόξενοι, παρά το γεγονός ότι αρχικά φαίνονται κλειστοί και απρόσιτοι.

Ταρτάρ στο Παρίσι
Δημάκης Γιώργος (aka Obi Serotone) από Baby Guru

Παρίσι, άνοιξη του 2006, φιλοξενούμενος στο σπίτι μιας φίλης που έκανε το μεταπτυχιακό της, αποφάσισα την τελευταία νύχτα πριν φύγω να δοκιμάσω το περιβόητο ταρτάρ. Παρόλους τους ενδοιασμούς μου, ο ωμός κιμάς σε συνδυασμό με το επίσης ωμό αυγό (γαρνιρισμένα με φρεσκότατη σαλάτα και πεντανόστιμες τηγανητές πατάτες) αποτέλεσαν μια σουρεαλιστικά ακραία και συνάμα απολαυστική γευστική εμπειρία, από αυτές που σου υπενθυμίζουν ότι η πρωτόγονη φύση του ανθρώπου διαχωρίζεται με μια πολύ λεπτή γραμμή από την πολιτισμένη.

Νιόκι με σάλτσα τρούφας και καπνιστό τυρί, La Scala στη Ρώμη.
Μάρκος Φράγκος, δημοσιογράφος

Μετά από αυτό το πιάτο, η σχέση μου με το λάδι τρούφας έγινε τόσο στενή που αντικατέστησε πολλά στις καθημερινές διατροφικές συνήθειές μου. Συνειδητοποίησα επίσης ότι τα νιόκι μπορούν να αντικαταστήσουν πολλά από τα εύκολα και γρήγορα τρόφιμα στα οποία κατέφευγα, κυρίως από ανάγκη παρά από επιλογή. Γεμάτη γεύση, μεστή, διακριτικά πολυτελής και μέσα στο πλαίσιο της καθημερινής δυνατότητας: με κάποιον περίεργο τρόπο τα νιόκι με την τρούφα σε κάνουν πιο κοινωνικό -μακρές συζητήσεις επί των ερεθισμένων γευστικών καλύκων του στόματος με τους τριγύρω συνδαιτημόνες- και πιο ασφαλή. Νιώθεις ότι έχεις πάντα ένα κρυμμένο άσο στο μανίκι σου για έκτακτες ανάγκες σίτισης. Είναι ένα από τα πιάτα που ακυρώνουν την ψυχαναγκαστική γκουρμεδιά των επαϊόντων και ταυτόχρονα δεν σε κάνουν να νιώθεις ότι ξεριζώνεσαι από τη γεωγραφική γειτονιά σου (παραμένεις μεσογειακός), όπως, ας πούμε, συμβαίνει με το tikka masala και το wasabi που, θες-δεν θες νιώθεις εξωτικός.

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ