Ακρογιαλιές, δειλινά

Ακρογιαλιές, δειλινά Facebook Twitter
1
Ακρογιαλιές, δειλινά Facebook Twitter

Αυτό δεν ήταν καλό καλοκαίρι για μένα, αν και όποιος ζει και κινείται κάτω από τον ήλιο, θα έπρεπε να κάνει τον σταυρό του. Επειδή τα ψωμιά του είναι μετρημένα.

Αλλά εγώ σκεφτόμουν μικροσκοπικά και ένιωθα ότι δεν με χωράει ο τόπος.

Πήρα, λοιπόν, κατά το σύνηθες το αυτοκίνητο, απλώς για να φύγω από την Αθήνα.

Για να μην πολυλογώ, κατέληξα στα Πριγκηπονήσια. Τίποτα ιδιαίτερο -- εκτός του ότι από τη μια μεριά τους φυσάει δροσερά, έχει ξύλινα σπίτια διακοπών που θυμίζουν Grey Gardens και βλέπεις τριανταφυλλιές κόντρα στη θάλασσα (συνδυασμό ωραίο και κάπως ασυνήθιστο).

Το πρώτο το διέσχισα απ’ άκρου εις άκρον με τα πόδια για να μου φύγει η μανία -- σαν τον Χάρι Ντιν Στάντον στο Παρίσι Τέξας, κυριολεκτικά. (Και να ήθελα κάτι άλλο, δεν γινόταν, γιατί σε όλο το νησί δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα, οπότε και στη μεγαλύτερη ερημιά συναντάς σιωπηλούς Τούρκους που σε προσπερνούν βαδίζοντας με την ευθυτενή ακαμψία των ζόμπι).

Ψάχνοντας για εκείνη την εκκλησία που ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ αναφέρει ως εξέχον δείγμα συγκρητισμού και όπου στέρφες Ελληνίδες και Τουρκάλες προσεύχονται δίπλα δίπλα για ν' αποκτήσουν παιδί, βρέθηκα σε περίπου μυστικά τοπία, μεγάλης σιγαλιάς, εσωτερικής και εξωτερικής.

Παραδείγματος χάριν:

Ένα ακρογιάλι με μεγάλες λευκές κοτρώνες, μέσα από τις οποίες περιέργως έθαλλε μια αγριοσυκιά (σε τι χώμα;!), στη σκιά της οποίας ένας γέρος χάιδευε το σώμα μιας μαυροντυμένης γυναίκας, χωρίς να με αντιληφθούν (ο πόθος τους δεν είχε καμιά λαχτάρα, αλλά κάτι σοκαριστικά ρουτινιάρικο).

Μια θάλασσα πράσινη από χόρτα, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν λίγα βράχια γεμάτα γλάρους.

Ένα μικρό παραλληλόγραμμο κομμάτι γης, δίπλα στο γκρίζο κύμα όπου κάποιος είχε φυτέψει μπάσταρδες τριανταφυλλιές – στο χρώμα της μόκας και γαλάζιες και ορισμένες ροζ. Στο πουθενά. (Ποιος τις πότιζε;)

Αφού έφτασα στο τέλος ενός οικισμού, κατέβηκα μέσα από σκοίνα δύσβατα και μυρτιές μια μεγάλη, απότομη πλαγιά. Δεν ήξερα πού πάω, ούτε με ένοιαζε. Έφτασα σε ένα βρόμικο, αλλά γαλήνιο ακρογιάλι, με ίχνη από φωτιές. Ψυχή. Ξάπλωσα λίγο να κοιμηθώ. Όταν ξύπνησα, είδα, διαγωνίως, σε έναν βραχώδη κόλπο κάτι τραβεστί να λιάζονται. Τα καημένα, όπου σκουπίδι κι ερημιά, βρίσκουν πάντα καταφύγιο – όπως όλοι οι κυνηγημένοι.

Με τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα, όμως, η μανία κόπασε. Στις ερημιές άκουγα μόνο το παφ παφ του αέρα και τα κύματα. Και λίγο η μυωπία έγινε πρεσβυωπία. Είδα τη μεγάλη εικόνα, που είναι πάντα έκπαγλη (ζω ακόμα!) και ξέχασα τα βασανάκια της εικόνας της μικρής (μόνο που με τα μικρά χτίζεται η μέρα, όχι με τα μεγάλα... Μύλος!).

Μετά γύρισα στη Θεσσαλονίκη, όπου πάντα βρίσκεις έναν φίλο να του φορτωθείς.

Και ακολούθως έφτασα εδώ, να πρέπει να γράψω το σημείωμα του πρώτου τεύχους της σεζόν, χωρίς να έχω σκεφτεί τίποτα, πηγμένος από τα θέματα της δουλειάς και πηγμένος ήδη από τα κηρύγματα των εκατοντάδων σωτήρων μου.

Ας είμαστε όλοι καλά σε αυτούς τους δύσκολους μήνες, που όλοι γίνονται επιθετικοί και άγριοι, κάπως με το δίκιο τους, μετά από τόσο κουπί και αδικία και σφαλιάρα. Να αντέξουμε σε αυτή την κόλαση που είναι το να περνάς τον δρόμο για να πας απέναντι, διασχίζοντας ένα δάσος από απλωμένα χέρια και καχύποπτα μάτια, ιαχές λιντσαρίσματος και ασυμμάζευτες ανασφάλειες.

Πώς καταντήσαμε έτσι!

 

www.facebook.com/stathis.tsagar

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια