«Πονάς;», «Ναι, γιατί είμαι ο καφετζής»

«Πονάς;», «Ναι, γιατί είμαι ο καφετζής» Facebook Twitter
0

Πέμπτη πρωί, στον δρόμο για τη δουλειά

Περπατάω στην άσφαλτο της λεωφόρου Αμαλίας μαζί με πάρα πολύ κόσμο. Μυρίζει τόσο δακρυγόνο από χτες, που φτερνίζομαι ακατάπαυστα και δυνατά πίσω από δυο πιτσιρίκια, που έχουν κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο. Δεξιά κι αριστερά ο κόσμος κατεβαίνει στην πορεία - συνδικαλιστές, κορίτσια με τις φίλες τους, μεγάλοι άνθρωποι, στο καφέ της γωνίας η ουρά φτάνει μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Στο γραφείο τα πράγματα είναι ήσυχα - δουλεύοντας στο Σύνταγμα, έχουμε συνηθίσει σε πορείες, ντουντούκες και διαμαρτυρίες. Πότε κατεβαίνουμε κάτω, πότε είμαστε online για να δούμε τι συμβαίνει. Το απόγευμα, εκτός απ’ τα δακρυγόνα, τις πρώτες φωτιές και τους κουκουλοφόρους που έχουν αρχίσει να την «πέφτουν» στην πορεία, αντικρίζουμε ένα πρωτοφανές θέαμα: δυο ομάδες ανθρώπων με κράνη και ρόπαλα έχουν παραταχθεί η μία απέναντι στην άλλη, πανέτοιμες να σκοτωθούν. Μου παίρνει ώρα να καταλάβω ότι απ’ τη μία είναι το ΠΑΜΕ και απ’ την άλλη οι κουκουλοφόροι. Όταν, πλέον, αρχίζουν πράγματι να παίζουν ξύλο, σκέφτομαι ότι δεν έχω δει πιο παρανοϊκή εικόνα στη ζωή μου. Γύρω μου, στο γραφείο, αιωρούνται οι εξής φράσεις: «Ανοίγεις πρώτα τη Βουλή να μπουν οι βουλευτές, για να ψηφίσουν ένα νομοσχέδιο το οποίο εσύ δεν θες και μετά βγαίνεις έξω με κράνος και παίζεις ξύλο; Το ΚΚΕ είναι μέρος του συστήματος, παίζει κι αυτό το θεατράκι του, μαζί με τους υπόλοιπους;». «Oι κουκουλοφόροι είναι παρακρατικοί». Όσο περνάει η ώρα, τα πράγματα αγριεύουν - ο κόσμος, διασπασμένος απ’ την αστυνομία και τα μπάχαλα, αρχίζει να κατηφορίζει την Ερμού. Από κάτω μας δυο τύποι σέρνουν τις σακούλες των σκουπιδιών στη μέση του δρόμου και βάζουν φωτιά. Φεύγουμε απ’ το γραφείο, βήχοντας, μαζί με διαδηλωτές που κατεβαίνουν με μάσκες προς το Μοναστηράκι.

Πέμπτη απόγευμα, στον κήπο του six d.o.g.s

Καθόμαστε στον κήπο μέχρι να περάσει η φασαρία - είναι απ’ τις λίγες φορές που είναι τόσο άδειος. Γελάω δυνατά και με πρωτόγνωρη υστερία με ό,τι κι αν πούνε οι υπόλοιποι. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να μου πούνε μερικά απ’ τα ανέκδοτα με τον στρατό, που λέει ο θείος μου κάθε μήνα, όπως αυτό με τον Καραμήτρο και το άλλο με το «Πονάς;», «Όχι, γιατί είμαι λοκατζής», «Πονάς;», «Ναι, γιατί είμαι ο καφετζής», κι εγώ να γελάσω. Η αλήθεια είναι ότι γελάω γιατί φοβάμαι.

Παρασκευή πρωϊ στο δρόμο για τη δουλειά

Περπατάω ανάμεσα από σπασμένες βιτρίνες και ξηλωμένα μάρμαρα. Ένας άνθρωπος πέθανε χτες και η ζωή συνεχίζεται σαν μην τρέχει τίποτα.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ