Ασκήσεις ελευθερίας

Ασκήσεις ελευθερίας Facebook Twitter
0

Η κόρη μου κατά τα άλλα, είναι άριστη μαθήτρια, όμως χθες το αποφάσισε.

«Μισώ την ποίηση» μου είπε. Δεν ξέρω πώς να γράψω ένα ποίημα - δε ξέρω τι να σκεφτώ.

Μαθηματικά, άριστη, έκθεση, άριστη, περίληψη θέματος, άριστη (αντίθετα με εμένα...) αλλά η ποίηση – αχ αυτή η ποίηση - η ποίηση είναι άλλο πράγμα.

Στα άλλα μαθήματα ξέρεις, διαβάζεις τόση ώρα, λύνεις τις ασκήσεις τόση ώρα – ξέμπλεξες.

Αλλά η ποίηση είναι κάτι το διαφορετικό, δεν θέλει μόνο σκέψη και συγκέντρωση, δεν θέλει μόνο ορθολογισμό και γνώση θέλει και «έμπνευση».

Αχ αυτή η ποίηση βάσανο μεγάλο.

Κι αν η «έμπνευση» δεν σου έρθει εκείνη την ώρα τι κάνεις;

Πας «αδιάβαστος» στο σχολείο;

Δεν είναι αυτό δα και τόσο μικρό πράμα.

Και καλά να γράφεις ένα ποίημα, να σου δώσουν το θέμα και εσύ να αποφασίσεις τι θες να γράψεις αλλά να σου δίνουν και τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσεις;

Ε, αυτό πια πάει πολύ!

Αν αυτό δεν λέγετε «επιβολή» δεν ξέρω τι άλλο λέγεται.

«Να το γράψω - έτσι δεν θα αρέσει στην δασκάλα, να το γράψω αλλιώς... δεν θα αρέσει στην δασκάλα»

(Ποιος νοιάστηκε; Στέφομαι εγώ πικρόχολα από μέσα μου...)

Και έτσι πέρναγε η μέρα και ποίημα δεν έβγαινε.

Δεν ήθελα να ανακατευτώ, ειλικρινά νομίζω, δεν μου πέφτει λόγος. Ας έγραφε ότι ήθελε.

Έκανα μια προσπάθεια να της μιλήσω για την έννοια της μεταφοράς και της παρομοίωσης, φέρνοντας και μερικά παραδείγματα, αλλά του κάκου. Συνάντησα αντίδραση και ειρωνεία. «Μπλα, μπλα, μπλα...βαρετός» ένοιωθα να μου λέει σιωπηλά με το βλέμμα της κάθε τόσο.

Ήταν προφανές ότι μισούσε την ποίηση.

Η μέρα πέρασε και εκείνο το βράδυ θα κάναμε την γιορτή- την δική της γιορτή. Τα μαθήματα είχαν τελειώσει από το πρωί και έμενε μόνο το ποίημα – άγραφο.

Ήρθαν οι συγγενείς, διασκεδάσαμε, χαρήκαμε κάνοντας ελαφριά κουβέντα και λίγο πριν κοπεί η τούρτα των γενεθλίων – η μητέρα θυμήθηκε το (άγραφο ακόμα) ποίημα.

«Άντε να τελειώνεις και με αυτό» είπε.

«Πάρε και την ξαδέλφη σου μαζί να σε βοηθήσει.»

Το έρμο το ποίημα γράφτηκε, όπως γράφτηκε η τούρτα κόπηκε και: «Να ζήσεις Α.... και χρόνια πολλά - μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά.... παντού να σκορπίζει τις γνώσεις το φως...» - να ένα ποίημα!

Μετά από λίγες μέρες η μάνα της γκρίνιαζε. Είχε πάρει καλούς βαθμούς πάλι μονάχα να, σε εκείνο το ποίημα δεν τα πήγε καλά.

Η δασκάλα της έγραψε παρατήρηση, με μεγάλα, μεγάλα κόκκινα γράμματα, που έγραφαν ότι: «Το ποίημα ήταν ασαφές και όχι τόσο περιγραφικό σε κάποια του σημεία»- ή κάτι παρόμοιο δεν θυμάμαι ακριβώς.

«Μισώ την ποίηση! Δεν ξέρω πώς να γράψω ένα ποίημα ,δε ξέρω τι να σκεφτώ» – μου ξαναείπε σε κάποια ανύποπτη στιγμή, η κόρη μου.

Δεν τις απάντησα αλλά της υποσχέθηκα ότι εάν τελειώσει με τα μαθήματα και τις άλλες τις ασχολίες νωρίς, το βράδυ θα παίξουμε ένα παιχνίδι.

Όταν το βράδυ έφτασε, πήρα μια λευκή κόλα χαρτί και ένα στυλό και τις είπα:

«Εδώ μπορείς να γράψεις ότι θες, ότι σου περνάει από το μυαλό, χωρίς να σκεφτείς – δεν έχει σημασία, ούτε η ορθογραφία, τα σημεία στίξης, ούτε καν οι γραμματικοί κανόνες και η σύνταξη- μπορείς να γράψεις Ο,Τ Ι θες, ότι σου κατέβει εκείνη την ώρα – ακόμα και βρισιές και αυτό θα είναι ποίημα!»

Μα πως θα είναι ποίημα; Με ρώτησε, όλο απορία.

Πήρα το σοβαρό μου ύφος και αφού τις μίλησα λίγο για την «αυτόματη γραφή» για την σχολή «Dada» της εξήγησα ότι υπάρχουν λογιών λογιών ποιητές και λογιών λογιών ποιήματα.

Για πρώτη φορά άκουγε με περιέργεια. Έτσι πήρα κι άλλο θάρρος και τις μίλησα για την σατιρική ποίηση και την ομοιοκαταληξία. Τις απήγγειλα δε (με τον απαραίτητο περιπαικτικό στόμφο) ένα σατιρικό ποίημα του Ροΐδη:

Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Μετά κάθισα και τις έγραψα ένα «ποίημα» αυτόματης γραφής. Και αφού γελάσαμε με αυτά που έγραφα και πήρε θάρρος από μένα, κάθισε και έγραψε κι αυτή το δικό της. Της διάβασα και μερικά άλλα, διαφόρων διάσημων και καταξιωμένων ποιητών.

Για να κάνουμε το παιχνίδι ακόμα πιο ενδιαφέρον, πήραμε και τις λέξεις από την άσκηση ποιήματος που τις είχε βάλει η δασκάλα.

Η σχολική άσκηση έγραφε:

«Γράψτε ένα ποίημα που να εμπεριέχει τις παρακάτω λέξεις: Αμμουδιά, φαράγγι, πλημμυρίζει, γραμμή, χείμαρρος στρογγυλεμένος.»

Έτσι η κόρη μου έγραψε το πρώτο δικό της ποίημα:

Ο κύριος αμμουδιάς στρογγυλεμένος και
παχουλός κάθεται πάνω από ένα φαράγγι.
Δεν είναι χείμαρρος γιατί τρώει πολύ οριζόντιες
και λίγες κάθετες γραμμές.
Ο τόπος πλημυρίζει
από νόστιμα ουράνια πνεύματα.

Είναι το καλύτερο παιχνίδι που έχω παίξει μέχρι τώρα, -μου είπε- λατρεύω την ποίηση! Αν και αυτό που έγραψα, δεν θα άρεσε στην δασκάλα...

Πως είσαι τόσο σίγουρη; Την ρώτησα.

Εσύ γράφε αυτό που αισθάνεσαι – έτσι όπως το αισθάνεσαι και μην σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι.

Και εκείνη ξεκίνησε γράφοντας:

«Του Εγγονόπουλου τα εγγόνια έχουν μια ζεστή αγκαλιά....»

Υ.Γ.

Τελικά διαπιστώνω ότι δεν έχει και πολύ σημασία που βρίσκεσαι, για να αισθανθείς ελεύθερος – ή και φυλακισμένος, αντίστοιχα.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ